Ταινία (μικρού μήκους) με την ταινία (μικρού μήκους), παράσταση με την παράσταση, ο Θοδωρής Βουρνάς χτίζει μεθοδικά εδώ και χρόνια μια προσωπική, διακριτή γραφή. Η ολιστική του θεώρηση γύρω από την τέχνη του σινεμά και του θεάτρου είναι φιλόδοξη. Ξεκινάει από τη σύλληψη μιας ιδέας και δεν ολοκληρώνεται αν δεν έχει συμπαρασύρει μαζί της κάθε πιθανό συνένοχο και εργαλείο, με κυριότερο τη δουλειά του σκηνοθέτη με τους ηθοποιούς.
Το ίδιο συμβαίνει και στην πρώτου μεγάλου μήκους ταινία, το «Dissolved», μια σπονδυλωτή ιστορία τριών ζευγαριών σε διαφορετικούς χρόνους που για πολλή ώρα παραμένουν ασύνδετα μεταξύ τους.
Μια γυναίκα ερωτευμένη με έναν αστυνομικό που την επισκέπτεται συγκεκριμένες μέρες την εβδομάδα και μόνο για σεξ, ένα αγόρι και ένα κορίτσι που βρίσκονται αντιμέτωποι με τη δέσμευση και δύο άντρες που αποφασίζουν παρά την πρότερη ζωή τους να μείνουν μαζί είναι οι κεντρικοί ήρωες ενός χάρτη των ανθρώπινων σχέσεων μέσα από τις κλειστές πόρτες των αστικών διαμερισμάτων.
Ο Θοδωρής Βουρνάς δεν κρύβει την φιλοδοξία του και νιώθει σίγουρος για αρκετή ώρα μέσα στην ταινία του, συστήνοντας τα ζευγάρια με δύσκολες και θαρραλέες ερωτικές σκηνές που διαρκούν και προκαταβάλλουν πως εδώ έχουμε να κάνουμε με «ιδιωτικές στιγμές», ένα βλέμμα πίσω από τα φαινόμενα κατευθείαν στην καρδιά της κάθε σχέσης, μια ανίχνευση όλων των φανερών και (κυρίως) κρυμμένων σκιών που συνθέτουν όλα όσα συμβαίνουν ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που θέλουν ο ένας τον άλλον.
Το «Dissolve» θα εκτυλιχθεί μέσα στα τρία διαμερίσματα που συναντάμε τα τρία ζευγάρια και δεν θα βγει έξω, ούτε όταν αποκαλυφθεί η - ειρωνική - λεπτή γραμμή που τα ενώνει, παραμένοντας κλειστοφοβικό, ερμητικό, τελικά ωστόσο θεατρικό και παρά τις καλές προθέσεις και την (όχι πάντα) τελέσφορη προσπάθεια των ερμηνευτών του, λάθος σχεδόν από την αρχή ως το τέλος.
Η θεατρικότητα του σεναρίου υπογραμμίζει όλες τις παραφωνίες στη σκηνοθεσία και την ενορχήστρωση των σκηνών προδίδοντας απειρία και μια θεώρηση για το σινεμά που μοιάζει παρωχημένη παρά το διαχρονικό του θέματος, ο νατουραλισμός που μοιάζει ζητούμενο ισοπεδώνεται ολοκληρωτικά από τις εμφατικές και ιδιαίτερα άνισες (ακόμη και από τον ίδιο ηθοποιό) ερμηνείες, λίγη ώρα μετά τις πρώτες συστάσεις οι συγκρούσεις ανάμεσα στα ζευγάρια μοιάζουν με κλισέ κοινοτοπίες που θέλουν απεγνωσμένα να στείλουν «μηνύματα» στο θεατή, επιπλέον ανίσχυρες να στηρίξουν ένα άκρως δραματικό φινάλε που δεν έχει χτιστεί και κυρίως στρέφει το βάρος του φιλμ σε μια κατεύθυνση που φλερτάρει ταυτόχρονα με το γκροτέσκο και το αδιάφορο.
Διασχίζοντας μια τολμηρή διαδρομή από το προσωπικό στο κοινωνικό, το «Dissolved» βυθίζεται μέσα στην μονοχρωμία της φωτογραφίας του και σε μια περισσή τραγικότητα, χάνοντας τα χρώματα που απαρτίζουν την σύγχρονη κοινωνική συνθήκη, καταλήγοντας απλοϊκό και επίπεδο παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες και τις κατά τόπους ωραίες ιδέες για το πώς θα έπρεπε να μοιάζει ένα δράμα χαρακτήρων που θέλει να σχολιάσει την ρευστή μυθοπλασία της (συναρπαστικά τρομακτικής) καθημερινής ζωής.