Επαρχιακή Ινδία, 1860. Οταν ο γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα φεύγει για να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Καλκούτα, αφήνει την νιόπαντρη γυναίκα του με τον επίσης παντρεμένο αδελφό και τον πατέρα του. Ο ηλικιωμένος φεουδάρχης αναστατώνεται, όταν βλέπει ένα όνειρο που του αποκαλύπτει ότι η νεαρή του νύφη είναι η μετενσάρκωση της Μητέρας Θεάς (της θεάς Κάλι). Με την εξουσία που έχει, τόσο στην οικογένειά του, όσο και στην ευρύτερη κοινότητα, ο πλούσιος πατριάρχης επιβάλει σε όλους να δοξάζουν την νύφη του ως Αγία. Το νεαρό κορίτσι απομονώνεται, χάνει την ταυτότητα και τη ζωή της, καθώς κανείς πλέον δεν την πλησιάζει παρά μόνο με δυσπιστία, φόβο ή την απαίτηση για ένα θαύμα.
Η έκτη ταινία του σπουδαίου Σατγιαζίτ Ράι ήταν και η πρώτη του ξεκάθαρα πολιτική. Από την μία το ισχυρό σύμβολο της πατροπαράδοτης Ινδίας, θρησκόπληκτο, αυστηρό κι αμετακίνητο, μετουσιώνεται στο πρόσωπο του πατέρα, ο οποίος καθόλου τυχαία επιβάλλεται και ταξικά. Από την άλλη, ο μοντέρνος γιος, απαλλαγμένος από δεισιδαιμονίες, πιστεύει στην Αναγέννηση της χώρας του - τη λογική, την επιστήμη, την δυτική εκπαίδευση. Παγιδευμένη ενδιάμεσα, η γυναίκα. Εγκλωβισμένη στην ιερή αποστολή της μητρότητας. Ανελεύθερη να αποφασίσει την μοίρα της. Κατώτερη, ακόμα κι όταν δοξάζεται ως Θεά.
Επιστρατεύοντας όλους τους κανόνες του μελοδράματος, ο Ράι φωτοσκιάζει τα πλάνα του αριστοτεχνικά, δημιουργώντας μία σχεδόν απειλητική, γκοθ ατμόσφαιρα, παίζοντας με την ιδέα της γυναίκας-θεάς. Οι δύο κόσμοι (η παλιά και η μοντέρνα Ινδία) συγκρούονται ακόμα και σκηνοθετικά: όταν ο φεουδάρχης κοιτάζει την νύφη του, η κάμερα είναι χαμηλά και η ατμόσφαιρα ονειρική. Ο άντρας της όμως την τοποθετεί απέναντί του ισάξια και το περιβάλλον του κάδρου είναι ανθρώπινο και ρεαλιστικό. Οσο η ίδια χάνει τον εαυτό της και σταδιακά τρελαίνεται, το δωμάτιο της πνίγεται στο σκοτάδι και τα κοντινά στο όμορφο πρόσωπό της σταματούν να το δοξάζουν. Το λυπούνται.
Αυτή η βουβή θλίψη της γυναίκας πάνω στο βωμό της θεάς, να κοιτά με απόγνωση όσους τη λατρεύουν, είναι και το πιο τολμηρό, φεμινιστικό σχόλιο που έκανε ο Ράι το 1960 στην ινδική κοινωνία που άλλαζε, ή προσπαθούσε να αλλάξει και να απαλλαχθεί από τις προκαταλήψεις της. Στην ταινία αναφέρεται συνεχώς (ακόμα και στο τραγούδι του ζητιάνου έξω από τον ναό) η έννοια της μητέρας - ως προστατευτική φιγούρα, ως Θεά, ως ανώτατη εξουσία. Στην ουσία όμως αυτό αποτελεί απαίτηση, όχι τιμή. Εναν ομφάλιο λώρο που κρατά τη γυναίκα δέσμια στον μονοδιάστατο ρόλο της, ενώ όσο παραμένει άκοπος, μαζί με την τροφή, εμποτίζει τον άντρα με τραύματα, συμπλέγματα και «δαίμονες».