Ο Aλ Ρόμπερτς παίζει πιάνο τα βράδια σε ένα μπαρ. Είναι ερωτευμένος με την Σου και αποφασίζει να πάει να την βρει. Ετσι ξεκινά ένα ταξίδι με ωτο-στοπ από τη Νέα Υόρκη στην Καλιφόρνια. Γνωρίζει τότε έναν ευγενικό χαρτοπαίκτη που δέχεται να τον πάρει με το αυτοκίνητό του. Οταν ο οδηγός παθαίνει καρδιακή προσβολή, μια σειρά από τυχαία γεγονότα μπλέκουν τον Αλ Ρόμπερτς σε προβλήματα...
Το «Detour» γυρίστηκε μέσα σε έξι ημέρες και όπως έγραφε στη διθυραμβική κριτική του ο Ρότζερτ Ιμπερτ κανονικά θα είχε ξεχαστεί από το χρόνο και από την κατακραυγή των κριτικών για τα τεχνικά του λάθη και τις σκηνοθετικές απροσεξίες που όσο και να προσπαθεί να «σώσει» το περίτεχνο μοντάζ απλώνονται ως σημάδια της low budget φύσης του σε ολόκληρα τα περίπου 70 του λεπτά. «Κι όμως, ζει, στοιχειωτικό και τρομακτικό, μια ενσάρκωση της ένοχης ψυχής του φιλμ νουάρ. Κανείς που το έχει δει, δεν το έχει ξεχάσει εύκολα.»
Και είναι αλήθεια. Το «Detour» δεν ξεχνιέται εύκολα γιατί ήδη από τα πρώτα του δευτερόλεπτα έχει πάρει τον θεατή και τον έχει βυθίσει μέσα σε μια ομίχλη μιας εξομολόγησης σε πρώτο πρόσωπο που μοιάζει να γράφεται πάνω στη βίαιη αποκαθήλωση του (αμερικανικού) ονείρου, με έναν τρόπο που όμοιό του δεν θα συναντήσεις συχνά, ούτε καν στο ημίφως και την μελαγχολία της ίδιας της ιστορίας του φιλμ νουάρ.
Χωρίς ίχνος εξωτερικού γυρίσματος, το «Detour» είναι μια ταινία (του) δρόμου που μοιάζει να εξελίσσεται στο πιο κλειστοφοβικό κομμάτι του ανθρώπινου υποσυνείδητου, εκεί όπου τις περισσότερες φορές βρίσκουν καταφύγιο οι χαμένοι έρωτες, τα ανομολόγητα εγκλήματα και η διαρκής κοσμική αίσθηση πως η ευτυχία κρύβεται πάντοτε κάπου πιο δίπλα από εκεί που βρίσκεσαι και πως η τύχη τελικά υπάρχει μόνο για τους τυχερούς.
Σε ένα από τα πιο υπνωτιστικά voice-over της ιστορίας του σινεμά, ο ήρωας του «Detour» δεν αφηγείται μόνο την αλλόκοτη ιστορία του, αλλά μαζί και την ιστορία ενός κόσμου όπου αποκοιμιέται στο τιμόνι ενός αυτοκινήτου, οραματιζόμενος ένα happy end που δεν θα συμβεί ποτέ, όπου το αγαπημένο σου ερωτικό τραγούδι μπορεί να μεταλλαχθεί σε κάτι που δεν θες να ξανακουστεί ποτέ, όπου γυναίκες – αρπακτικά κάνουν ώτο-στοπ με κατεύθυνση το θάνατο και άντρες καταδικασμένοι να ταξιδεύουν από τη δύση στην ανατολή, επιλέγουν πάντοτε το λάθος δρόμο για να κάνουν το όνειρο πραγματικότητα.
Δεν υπάρχει ούτε μια σκηνή στο «Detour» που να μην είναι πνιγμένη στην ομίχλη, το σκοτάδι ή τη βροχή. Καμια φράση που να μην κρύβει μέσα της την πνιγηρή μελαγχολία μιας ολοκληρωτικής κοινωνικής σήψης. Κανένα σημάδι ότι ο Αλ Ρόμπερτς θα μπορέσει ποτέ να γίνει κάτι περισσότερο από ένας αντιήρωας σε ένα επώδυνα εξπρεσιονιστικό φιλμ νουάρ - τα σημάδια της σχέσης του Εντγκαρ Ούλμερ με τον Φριτζ Λανγκ, με τον οποιό συνεργάστηκε - που μοιάζει περισσότερο με μια προφητεία για ένα σκοτεινό μέλλον που δεν αργούσε να έρθει.
Ποτέ πριν και μετά από το «Detour», ο δρόμος προς το (αμερικάνικο) όνειρο δεν υπήρξε πιο απειλητικός και ταυτόχρονα αποκαλυπτικός για οτιδήποτε μπορεί να σημαίνει να βρίσκεσαι περιπλανώμενος στη χαμένη λεωφόρο πρωτίστως του μυαλού σου και των προδομένων προσδοκιών σου, με τη μοίρα να έχει προδιαγράψει πριν από οποιοδήποτε τέλος της διαδρομής.