Εχουν γραφτεί τόσα για την μεταμόρφωση της Νικόλ Κίντμαν προκειμένου να παίξει τον ρόλο μιας βασανισμένης, σκληρής και βρώμικης αστυνομικού του Λος Αντζελες που ίσως περιττεύει να μιλήσεις για τον τρόπο που μοιάζει, κινείται και παίζει η ηθοποιός στην ταινία της Κάριν Κουσάμα.
Από την άλλη, από το πρώτο πλάνο, όταν η Εριν Μπελ ξυπνά στο αμάξι της με τον ήλιο στα γεμάτα ρυτίδες πρησμένα μάτια της, αυτό που βλέπεις δεν είναι «η Νικόλ Κίντμαν όπως δεν την είδες ποτέ», αλλά μια γυναίκα πολύ κουρασμένη να κουβαλά τους δαίμονες της στους ωμους της, βλέπεις τον χαρακτήρα κι όχι την ηθοποιό.
Και παρ΄ότι υπάρχουν στιγμές που το μέικαπ (το οποίο πιθανότατα θα κερδίσει την δικη του υποψηφιότητα) μοιάζει να κλέβει την παράσταση και να δίνει περισσότερη έμφαση στο γεγονός ότι μια αναγνωρισιμη ηθοποιός κρύβεται κάτω από αυτό, η Κίντμαν παίζει με πολλά περισσότερα πράγματα από την εμφάνισή της, σε μια ταινία που της δίνει κάμποσα πράγματα να κάνει.
Γιατί το «Destroyer», η ιστορία μιας αστυνομικού που βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νεμεσή της από το παρελθόν όταν ένας άντρας δολοφονείται κι εκείνη μοιάζει να ξέρει ακριβώς ποιος το έκανε, θέλει να είναι ένα σύγχρονο υπαρξιακό νουάρ όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται κι όπου όλοι είναι βρώμικοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
Η Εριν Μπελ του σήμερα, είναι χτισμένη από το παρελθόν της, όταν ως νεαρή αστυνομικός μπήκε με τον συνεργάτη της ως μυστική πράκτορας στην καρδιά μιας συμμορίας και τα όσα βίωσε κι όσα έχασε εκεί την σημάδεψαν για πάντα. Το φιλμ κινείται μεταξύ του τότε και του τώρα με μια σειρά από flash back που σταδιακά φωτίζουν τα γιατί και τα πως και με την προσπάθεια της Εριν στο σήμερα, να τελειώσει με τα φαντάσματα του παρελθόντος ακόμη κι αν αυτό της στοιχίσει τα πάντα, ακόμη και την βαθιά προβληματική σχέση με την έφηβη κόρη της.
Το παιχνίδι αυτό με τον κινηματογραφικό χρόνο θα αποδειχθεί πολυ πιο περίτεχνο και μπερδεμένο απ όσο θα νόμιζε κανείς σε ένα φιλμ που προσπαθεί σκληρά να είναι ταυτόχρονα μια αστυνομική ταινία, στα όρια ενός φιλμ δράσης κατά στιγμές και από την άλλη το πορτρέτο ενός χαρακτήρα που είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από «ήρωάς».
Κι αν ο τύπος του αστυνομικού που όπως λέει ένας από τους χαρακτήρες του φιλμ «ζωγραφίζει λίγο έξω από τις γραμμές» μοιάζει μέχρι σήμερα προνόμιο των ανδρών ηθοποιών στο σινεμά, η Κίντμαν στο «Destroyer» τον κάνει δικό της με κάτι παραπάνω από επιτυχία, φτιάχνοντας μια ηρωίδα που σε κάνει να την ακολουθήσεις αν και είναι πολύ μα πολύ δύσκολο να την αγαπήσεις.
Κατι που ισχύει συνολικά για το φιλμ της Κουσάμα, μια αστυνομική ταινία όπου όλα είναι τόσο σκοτεινά και απογοητευτικά που κάθε ελπίδα για μια κάποιου είδους ευτυχή κατάληξη, μοιάζει εκ προοιμίου καταδικασμένη. Και παρ΄ ότι μια ενδιαφέρουσα ιστορία και κυρίως η ερμηνεία της Κίντμαν κρατούν το ενδιαφέρον από την αρχή ως το τέλος, η αλήθεια είναι πως το «Destroyer» είναι μια ταινία που μοιάζει να σηκώνει με δυσκολία την φιλοδοξία του να γίνει ένα από τα πιο ζοφερά αστυνομικά φιλμ που είδες ποτέ.
Δίχως ίχνος χιούμορ, με το βάρος να πέφτει αποκλειστικά στους ωμους της Κίντμαν και με τους δεύτερους χαρακτήρες να μοιάζουν στην πλειοψηφία τους σχηματικοί, το «Destroyer» μοιάζει να παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά σοβαρά ως μια υπαρξιακή παραβολή. Και κυρίως δεν καταφέρνει να χτίσει την ίντριγκα ή την συναισθηματική ένταση στον βαθμό που θα ήθελε ή θα του άξιζε, παραμένοντας τελικά μια από εκείνες τις ταινίες που θα θυμάσαι για ένα μόνο πράγμα: Την ερμηνεία ή ίσως ακόμη χειρότερα την μεταμορφωση της Νικόλ Κίντμαν.