Η 35χρονη Μαργαρίτα ζούσε στην οικογενειακή εστία μαζί με τον ηλικιωμένο πατέρα της. Οι δυο τους μοιράζονταν μία σχέση αίματος και δεσμών. Αυτή την αγάπη που μπορείς να έχεις μόνο για κάποιον που σ' έχει γεννήσει από το δέρμα του, αλλά σε βγάζει καθημερινά από το πετσί σου. Το τραύμα της απούσας μητέρας έκανε την Μαργαρίτα να δεθεί ακόμα περισσότερο με τον πατέρα και ταυτόχρονα να τον μισεί βαθιά για την εξάρτησή του πάνω της. Καθώς το οξυγόνο μεγαλώνοντας σε τέτοιες σχέσεις λιγοστεύει, η Μαργαρίτα επέλεξε άλλες ατμόσφαιρες. Εγινε αεροσυνοδός, ώστε, εφόσον δεν μπορούσε να ανοίξει τα φτερά της, τουλάχιστον να πετά. Εφόσον δεν μπορούσε να φύγει, να λείπει. Οταν πεθαίνει ο πατέρας της, η ζωή της αδειάζει. Ολα πλέον είναι πιθανά. Ολοι οι άντρες στους οποίους δεν έδωσε την παραμικρή ευκαιρία, εκείνος ο τελευταίος που ήταν ό,τι πιο κοντινό στον έρωτα. Ξεκινά ένα ταξίδι δρόμου με προορισμό την πόλη του στη Βόρειο Ελλάδα για να τον διεκδικήσει. Ξεκινά τη ζωή της. Ή έτσι νομίζει...
Βασισμένος στο ομώνυμο βραβευμένο βιβλίο της Μαρίας Πάουελ, ο Παναγιωτόπουλος στήνει μία ταινία ψυχρή, κλινική, στημένη. Η παγερή ηρωίδα υπνοβατεί μέσα στη ζωή της, μπαινοβγαίνει στο σπίτι της σαν ξένη, μπαινοβγαίνει στο δέρμα της σαν ξένη – το σεξ με τους άντρες μοιάζει με διαφυγή. Μπορεί να έχει βίτσιο, αλλά δεν έχει πάθος, ούτε συναίσθημα και, σίγουρα, δεν έχει δέσμευση. Τα δεσμά της εκείνη τα κουβαλά πολύ πιο εσωτερικά, πολύ πιο κρυφά. Κάθονται σε μία πολυθρόνα στο γέρικο σαλόνι και την περιμένουν να επιστρέψει. Συμβολίζουν όλα όσα της είναι οικεία (και δεν ξέρει ότι θα της αφήσουν μία αναντικατάστατη μαύρη τρύπα όταν θα λείψουν) κι όσα την τρομάζουν με την κατάντια τους. Θα πεθάνει κι εκείνη μόνη, σε εκείνο το σπίτι, σ' εκείνη την πολυθρόνα, με μία τηλεόραση μονίμως ανοιχτή να παίζει ρεκλάμες;
Η (για πρώτη φορά ψηφιακή) κάμερα του Παναγιωτόπουλου αποτυπώνει ένα υπαρξιακό Οιδιπόδειο νουάρ, ένα ερωτικό θρίλερ που εξισώνει τη δέσμευση με το αίμα, έναν εσωτερικό απελπισμένο μονόλογο, ένα κινηματογραφικό σχόλιο για τη ψυχρότητα των καιρών μας. Και το κάνει με το γνωστό δεξιοτεχνικό του σκηνοθετικό στιλ, αποκλείοντας αεροστεγώς το ρεαλισμό, στήνοντας κάδρα και ηθοποιούς σε μια απαγγελτική πρόζα, σε μία σχεδόν φιλοσοφική φιλμική αναπαράσταση ιδεών.
Αυτή η αποστασιοποίηση, η αφαίρεση κάθε συναισθήματος, υπογραμμίζει την θεματική αποξένωσης της ιστορίας, αλλά ταυτόχρονα αφήνει το θεατή εντελώς αμέτοχο. Σε καμία ταινία το ζητούμενο δεν είναι να συμπαθήσεις τους ήρωες, αλλά η εμπάθεια είναι απαραίτητη. Δεν την νιώθεις για την Μαργαρίτα. Την εξηγείς στο μυαλό σου, αλλά δεν την νιώθεις. Μας παρουσιάζεται ως κουφάρι του εαυτού της, ο εραστής παραείναι σχήμα, ο πατέρας πολύ εύκολο, ρηχό σύμβολο μιας γενιάς που φεύγει.
Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας είναι το σχόλιο του Παναγιωτόπουλου. Ο,τι δεν έχει να κάνει με το στόρι, αλλά με το βλέμμα του στην Ελλάδα του τώρα. Η αλλοτριωμένη παρατημένη επαρχία, η μοναχική γερασμένη Αθήνα, παγιδευμένοι κάτοικοι παντού να αργοπεθαίνουν με το τέμπο μίας μικρής οθόνης που επιβάλει πρόγραμμα. Με την λάμπα του δρόμου που καθορίζει αν νύχτωσε κι απόψε. Αυτό θα κρατήσουμε.