Γαλλία, 1789. Ο λαός λιμοκτονεί. Αντιθέτως, οι αριστοκράτες χρησιμοποιούν την υψηλή γαστρονομία ως ένα ακόμα μέσο επίδειξης και πολιτικού στάτους: όποιο μέλος της αυλής παραθέτει τα καλύτερα τραπέζια και σερβίρει τα νοστιμότερα εδέσματα, αυτός έχει και περισσότερες πιθανότητες να τον μεταθέσουν στο Παρίσι. Κάπως έτσι ο Δούκας Σαμφόρ εμπιστεύεται τον μάγειρά του Μονσερόν να του ετοιμάζει λιχουδιές που θα ικανοποιούν άριστα τους καλεσμένους του. Μόνο που ο ταλαντούχος και ανήσυχος δημιουργικά Μονσερόν συνεχώς πειραματίζεται. Και σ' ένα κρίσιμο τέτοιο γεύμα σερβίρει ένα ορντέβρ από πατάτα (το ονομάζει «Délicieux», όπως και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας), βωλβό που ακόμα τότε οι αριστοκράτες θεωρούσαν ότι είναι μόνο φαγητό για γουρούνια. Ο ταπεινωμένος Σαμφόρ ξεσπά την οργή του στον μάγειρά του, ο Μονσερόν απομακρύνεται από τον πύργο του και, χωρίς πολλές άλλες επιλογές, επιστρέφει στο χωριό του πατέρα του και αναλαμβάνει να ξαναστήσει το παλιό τους πανδοχείο. Εκεί τον επισκέπτεται η Λουίζ, μία μυστηριώδης γυναίκα που γνωρίζει την τέχνη του στην υψηλή μαγειρική και τον ικετεύει να της κάνει μαθήματα. Αρχικά διστακτικός, ο μοναχικός Μονσερόν εμπιστεύεται να ανοιχτεί στην Λουίζ κι εκείνη τον ωθεί να στήσει γεύματα που θα κάνουν τον Σαμφόρ να ζηλέψει που τον έχασε. Μόνο που η Λουίζ δεν προτείνει αυτές τις ιδέες τυχαία. Εχει τη δική της κρυφή ατζέντα...
Ο Ερίκ Μπενάρ («Η Αγάπη Είναι Ενα Θαύμα») σκαρφίζεται μία παραλλαγή για το πώς δημιουργήθηκε το πρώτο εστιατόριο στη Γαλλία (στην πραγματικότητα, το πρώτο εστιατόριο άνοιξε στο Παρίσι) για να αφηγηθεί στην ουσία μία ιστορία πολιτικής επανάστασης, η οποία σημειώθηκε ακόμα και μέσα από το φαγητό. Ο έφηβος μοναχογιός του Μονσερόν («που μόνο για τα βιβλία ενδιαφέρεται») μαθαίνει συνεχώς από τους περαστικούς ταξιδιώτες του πανδοχείου ότι η κατάσταση βράζει στο Παρίσι και σύντομα ο λαός θα ξεσπάσει. Συνεχώς πιέζει τον πατέρα του να πάψει να είναι δούλος των αριστοκρατών «γιατί ο κόσμος αλλάζει». Να κάνει μία επιχείρηση που θα μαγειρεύει το φαγητό του για όλους και θα το σερβίρει αδιακρίτως σε όλους. Ο Μονσερόν αρχικά αντιστέκεται, τρομάζει. Η μόνη που στηρίζει τον νεαρό είναι η Λουίζ - έχει κι εκείνη τους δικούς της λόγους εκδίκησης απέναντι στην αριστοκρατία.
Η ιδέα ότι κάπως έτσι στήθηκε το πρώτο εστιατόριο, ως προϊόν επανάστασης, έχει ένα ενδιαφέρον. Μόνο που οι ιδέες ενός νόστιμου πιάτου δεν φτάνουν - αν κάποιος δεν χρησιμοποιήσει τα σωστά υλικά, στις σωστές δόσεις και δεν το μαγειρέψει με ακριβές ψήσιμο, κάτι μπορεί να καταλήξει άνοστο ή ακόμα και να λαπαδιάσει. Κι εδώ, δυστυχώς, μία υπερβολή στα κλισέ καρικεύματα (η χυδαιότητα των αριστοκρατών παρουσιάζεται σχεδόν ως σλάπστικ κωμωδία) σε συνδυασμό με στοιχεία προβλέψιμης δραμεντί (ο έρωτας του Μονσερόν για τη Λουίζ) καταλήγουν σε κάτι που, θα μπορούσε, αλλά τελικά δεν αφήνει καμία πρωτότυπη γεύση στον ουρανίσκο.
Το πιο γοητευτικό στοιχείο της ταινίας είναι ο Μονσερόν - έτσι όπως τον ερμηνεύει ο Γκρεγκορί Γκαντμπουά, με μία ημιάγρια αξιοπρέπεια και μία μελαγχολική (κι αλκοολική) παραίτηση. Η αγάπη του για τη δουλειά του, η φροντίδα του για τη λεπτομέρεια συγκρούονται με την απαξίωση της εποχής προς το άτομό του, με έναν τρόπο που προκαλεί κατανόηση και ευνσυναίσθηση.
Αυτή η επίγευση συμπάθειας όμως δεν είναι αρκετή για να πει κανείς ότι έφαγε αξέχαστα σε αυτό το πρώτο εστιατόριο.