Υπάρχει μια διαρκής αντίφαση στη δεύτερη αυτή ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, που έρχεται τρία μετά την «Αναπαράσταση», διατηρώντας το πλέγμα (και κυρίως το πνεύμα) μιας ταινίας μυστηρίου, αλλά με έναν τρόπο που λες και θέλει να αφαιρέσει από την εικόνα, το σενάριο και την ίδια την ιστορία (με μικρό και με κεφαλαίο γιώτα) κάθε γνωστό συνειρμό, κάθε κλισέ, κάθε αναμενόμενη ή μη εξέλιξη ή ανατροπή.
Για να ξετυλίξει μια πλοκή, χωρίς τους αντιπερισπασμούς της συμβατικής κινηματογραφικής αφήγησης; Για να φτιάξει χώρο, ώστε να χωρέσει ένα ολόκληρο κομμάτι Ιστορίας στα συγκεκριμένα τετραγωνικά μιας υποτυπώδους σε εξέλιξη, αντιστρόφως ανάλογη σε εκτόπισμα δράσης; Για να ακυρώσει το χρόνο και να περιηγηθεί ελεύθερα στο χώρο της ανθρώπινης αδυναμίας όταν αυτή συγκρούεται μετωπικά με την εξουσία;
Χώρος, χρόνος, ήρωες, πλοκή, από εκεί μέχρι και τους ίδιους τους θεατές, όλα στις «Μέρες του ’36» βρίσκονται ακινητοποιημένα σε μια παρατεταμένη αναμονή που, έκθετη στον ελληνικό ήλιο, με μοναδικό απάγκιο τη σκιά που ρίχνουν οι άνθρωποι όταν βαδίζουν προς στο άγνωστο, ενισχύεται ακόμη περισσότερο από μια αφαίρεση που πριν γίνει στιλ, γίνεται η ίδια η αφηγηματική γραμμή που ενώνει το 1972 με το 1936 σε μια (αργή) κίνηση που γρήγορα αφήνει πίσω της αφετηρίες και τελικούς προορισμούς για να μείνει και αυτή σε ένα «ιστορικό» (με όλες τις πιθανές έννοιες) λίμπο.
Γυρισμένες το 1972, εν μέσω της δικτατορίας των συνταγματαρχών, οι «Μέρες του ’36» που προδίδουν το χρονολογικό τους check-in μόνο από τον τίτλο και τις στατικές φωτογραφίες στους τίτλους αρχής, εικονογραφούν ένα πραγματικό περιστατικό με έναν τρόπο που θα μπορούσε να συμβαίνει τώρα (… το 1972) ή και τώρα (… το 2022), συνειδητά απογυμνωμένο από τον ιστορικό του χρόνο. Περισσότερο κι από αυτό, γυμνό από κάθε συγκεκριμένη, αληθινή, μυθοπλαστική ή τελείως φανταστική λεπτομέρεια.
Ολα ξεκινούν με τη δολοφονία ενός συνδικαλιστή που απευθύνεται στους εργάτες ενός εργοστασίου. Ως κύριος ένοχος συλλαμβάνεται ένας πρώην συνεργάτης της αστυνομίας, ο Σοφιανός, ο οποίος κρατά όμηρο ένα φίλο του, βουλευτή της δεξιάς όταν αυτός τον επισκέπτεται στο χώρο κράτησης του. Οι επιλογές για τον διευθυντή των φυλακών είναι δύο και είναι και οι δύο αδιέξοδες: αν σκοτωθεί ο όμηρος θα χαθεί η στήριξη της Δεξιάς, αν ελευθερωθεί ο Σοφιανός θα χαθεί η στήριξη από το Κέντρο.
Αυτά είναι όσα περίπου θα μάθει κανείς σχεδόν σε όλη τη διάρκεια μιας ταινίας που κρατά πεισματικά τη δράση πίσω από κλειστές πόρτες, που οδηγεί την πλοκή μέσα από ημιτελείς φράσεις, σχεδόν και διακεκομμένες κινήσεις, που σε μια πρώτη ματιά - και όσο η υφή του πολιτικού θρίλερ ξεγελά για τις προθέσεις της - δεν έχει καν κεντρικό ή κεντρικούς ήρωες, πριν φυσικά αντιληφθείς με το βλέμμα καμμένο από τον εκτυφλωτικό ήλιο, ότι ο πραγματικός ήρωας είναι συνεχώς μπροστά σου και δεν είναι άλλος από την… αλήθεια.
Αυτήν, την αλήθεια, ψάχνουν όλοι όσοι περιστρέφονται γύρω από το κλειστό δωμάτιο με τους δύο άντρες που βρίσκεται στο κέντρο μιας φυλακής που, τουλάχιστον για όση ώρα διαρκεί η ταινία, είναι η μόνη «χώρα» (πέστην και Ελλάδα) που θα γνωρίσουμε: άχρωμη, δυστοπική, αφιλόξενη, μια χώρα παραδομένη σε ένα ψευδές κομματικό δίλημμα, έναν εμφύλιο εν τη (αέναη) γενέσει του, μια λες εθνικοπατριωτική γιορτή που δεν τελειώνει ποτέ υπέρ του απλού καθημερινού ανθρώπου που στέκεται χρόνια τώρα ετοιμοθάνατος μπροστά στο απόσπασμα των εκάστοτε προδομένων υποσχέσεων, προσδοκιών, ονείρων.
Αυτήν την αλήθεια - τον πραγματικό ήρωα της ταινίας - αναζητά και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, στην πιο πειραματική και όμως την πιο δικαιολογημένη από όλες στιγμή της απόλυτης κυνικότητας και αποστασιοποίησης του φορμαλισμού του. Θα την ψάξει (σωστά) στα πιο αναπάντεχα μέρη: σε μια παρωδία εθνικής εορτής, σε συναντήσεις με υψηλόβαθμους που καταλήγουν σε έναν θλιβερό τραγέλαφο, σε ανακοινώσεις και ανακρίσεις που μοιάζουν με «παιδικά παιχνίδια», σε μια (λέξη - κλειδί) διαρκή κίνηση που μοιάζει να μην οδηγεί ποτέ πουθενά.
Είναι ίσως ο μόνος τρόπος για να περιγράψεις ένα καθεστώς που βασίζεται στην υποκρισία, το ψέμα και την επιμελέστατη απόκρυψη της αλήθειας, χωρίς να το κατονομάσεις. Όχι μόνο για να γλιτώσεις τη λογοκρισία (τότε) ή την αυτολογοκρισία (τώρα). Είναι ίσως ο μόνος τρόπος για να κοιτάξεις πίσω στην Ιστορία και να την φέρεις με βία στο σήμερα χωρίς να χάσεις ίχνος από την άχρονη επιμονή της να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, αγνοώντας τις απώλειες, το θρήνο, όσα χάθηκαν και θα συνεχίσουν να χάνονται - τόσα μαθήματα που δεν έγιναν ποτέ παθήματα.
Θα την ψάξει μαζί και με τις περίτεχνες περιστροφές των 360 μοιρών και τα (περισσότερα στην όλη φιλμογραφία του) ακίνητα πλάνα που θα φωτίσει ο Γιώργος Αρβανίτης στην πρώτη και τελευταία ηλιόλουστη (κι όμως τελικά την πιο σκοτεινή) στιγμή σε όλο το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Θα την ψάξει και σε αυτήν την υποδόρια αίσθηση αγωνίας πως ίσως από στιγμή σε στιγμή θα συμβεί κάτι που θα ανοίξει τις πόρτες και τα στόματα κι έτσι η αλήθεια θα ακουστεί, θα λάμψει κι αυτή με τη σειρά της, θα κάψει τον ιστορικό χάρτη για να σβήσει τις μελανές σελίδες του, δεν θα επαναληφθεί από τις επόμενες γενιές και να ξαναγράψει την Ιστορία σε ένα λευκό (ένδειξη παραίτησης αλλά και - επιτέλους - ελευθερίας) χαρτί.
Δεν θα τη βρει.
Παρά μόνο σε εκείνη τη σκηνή ανθολογίας. Οταν - ακριβώς τη στιγμή που ο μαγικός ρεαλισμός (ή κάτι που τελικά δεν ορίζεται με γνωστούς όρους, όπως όλες οι «Μέρες του ’36») - ένα πικ-απ θα στηθεί (;) στο προαύλιο της φυλακής και η Κακιά Μένδρη (σε εμπνευσμένη επιλογή του Γιώργου Παπαστεφάνου) θα τραγουδήσει το «Μην Περιμένεις» σε μουσική του Κώστα Γιαννίδη και στίχους του Αλέκου Σακελλάριου: ένα ερωτικό τραγούδι που στην πιο εμβληματική σκηνή μιας ταινίας που τελικά ολοκληρώνεται μόνο μέσα από τις αντιφάσεις της, δεν ξέρει(ς) αν το τραγουδά η Ελλάδα σε μας ή εμείς στην Ελλάδα:
«Μην περιμένεις, δεν ξαναζούνε τα παλιά, μην περιμένεις.
Αδικα μένεις με την ελπίδα μιας αγάπης ξεχασμένης.
Μην περιμένεις, το ξαναγύρισμα ζωής λησμονημένης.
Μην περιμένεις, πες πως κι αυτό της μοίρας ήτανε γραφτό.»
Αυτή είναι η μόνη αλήθεια που ακούγεται έξω από τις κλειστές πόρτες στα 100 λεπτά που διαρκούν οι «Μέρες του '36». Χωρίς περιστροφές. Μια αλήθεια που ακούγεται σαν την μόνη που προδίδει τον ιστορικό χρόνο. Μια μοίρα καταδικασμένη να επαναλαμβάνεται στο τώρα (…1972), ή στο τώρα (…2022) ή - φευ - στο διηνεκές.