Καθώς περνούν τα χρόνια, γνωρίζουμε όλο και καλύτερα τον Τζο Ράιτ: από την «Εξιλέωση» και τη «Hanna», στο «The Darkest Hour», το πιο πρόσφατο «Η Γυναίκα στο Παράθυρο», ακόμα περισσότερο το επίσης μιούζικαλ «Αννα Καρένινα»: έμφαση στην εικόνα, στην αισθητική, αγάπη μεγαλείου, ισορροπία πολιτικής ορθότητας, χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον για την ουσία. Αυτή τη διαδρομή ακολουθεί και στον δικό του (βασισμένο στο θεατρικό μιούζικαλ του 2018 που υπέγραψε η εδώ σεναριογράφος, Ερικα Σμιτ, σύντροφος στη ζωή του Πίτερ Ντίνκλετζ), Σιρανό, το γνωστό και διαχρονικό δράμα του Εντμόν Ροστάν – ένα έργο που έχει διασκευαστεί, πιστά ή ελεύθερα, περί τις 20 φορές για τον κινηματογράφο, με γνωστότερες για εμάς αυτή του 1950 με τον Χοσέ Φερέρ κι εκείνη του 1990 με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ στο ρόλο του τίτλου.
Η ιστορία παρακολουθεί τον Σιρανό ντε Μπερζεράκ, με κοφτερό μυαλό κι εξίσου κοφτερό σπαθί, ο οποίος είναι ερωτευμένος με μια «dame précieuse», την καλή του φίλη Ρoξάν. Ο Σιρανό είναι νάνος (αυτό το ιδιαίτερο γνώρισμα επιλέγει ο Ράιτ για τον ήρωά του, προκειμένου ν’ αξιοποιήσει το τεράστιο ταλέντο του Πίτερ Ντίνκλετζ) και πιστεύει πως δεν αξίζει στην πανέμορφη, δυναμική κι έξυπνη Ροξάν – γι’ αυτό και δέχεται να «δανείσει» τον πνευματώδη λόγο του στον ελαφρόμυαλο αλλά ρωμαλέο Κρίστιαν (ενσαρκώνει ο Αφροαμερικανός Κέλβιν Χάρισον Τζούνιορ, με τρόπο που αγγίζει, σίγουρα χωρίς τέτοια πρόθεση, απλώς από σαχλαμάρα, τη ρατσιστική απεικόνιση), ώστε να κερδίσει εκείνος την καρδιά της Ροξάν που, εκτός από ένα όμορφο κορμί, αναζητά και μια καλλιεργημένη σκέψη.
Η ταινία τα έχει όλα: μουσική των των Ααρον και Μπράις Ντέσνερ των The National (με τραγούδια που, δυστυχώς, ξεχνάς αμέσως), αλλά και κομμάτια όπου ο Σιρανό… ραπάρει (γιατί η ραπ είναι η νέα ποίηση, μάλλον), μπαλέτα, παρωδία, ροκ όπερα και ροκ μπαλάντα, έμφαση στη διαφορετικότητα, παλιομοδίτικο μελόδραμα, αλλά και έμμετρο λόγο και ποπ ετεροχρονισμούς, μια παστέλ παλέτα στα ρούχα (Υποψηφιότητα για Οσκαρ Κοστουμιών) και τη φωτογραφία γενικώς.
Το πολύπλοκο κι ευαίσθητο δράμα του Ροστάν είναι κρυμμένο στην ολότητά του μέσα στην ταινία, κάτω, ωστόσο, από φλύαρες κι επιφανειακές επιλογές, χωρίς κατεύθυνση, με αποτέλεσμα ένα φιλμ τόσο φλατ που θα μπορούσε να το έχει γράψει και μόνος του ο σέξι και μονοδιάστατος Κρίστιαν. Το μόνο που ξεχωρίζει κι αληθινά σαρώνει το μυαλό, είναι ο Πίτερ Ντίνκλετζ, υπερβατικός, τρυφερός, όσο χρειάζεται συγκρατημένος και μελαγχολικός, μ' ένα βλέμμα που διαπερνά όλα τα φτιασίδια και χτυπά απ' ευθείας στην καρδιά, αν όχι της Ροξάν, σίγουρα τη δική μας.