Στην αριστοκρατική Ρωσία του 1874, η Αννα Καρένινα, παντρεμένη με μεγαλύτερό της, εξέχοντα πολιτικό, ερωτεύεται έναν νεαρό αξιωματικό του στρατού και αψηφά τις συμβάσεις της ρωσικής αστικής τάξης: εγκαταλείπει τον σύζυγο και τον γιο της για να ζήσει με τον εραστή της. Ομως, η ζήλια είναι πιο ισχυρή από τον έρωτα και η Καρένινα σταδιακά οδηγείται στην αυτοκαταστροφή.

Το χωρισμένο σε 8 πυκνά μέρη αριστούργημα του Τολστόι «Αννα Καρένινα» (το οποίο ονόμασαν ως «αψεγάδιαστο έργο τέχνης» οι Ντοστογιέφσκι, Φόκνερ και Ναμπόκοφ) έχει από το 1920 πολλές φορές προκαλέσει φιλόδοξους σκηνοθέτες να το μεταφέρουν στην μεγάλη οθόνη όπως του αρμόζει - συμπυκνωμένο, αλλά μεστό, εύστοχο, άρτιο. Εχθρός τους η πολυπλοκότητα των χαρακτήρων και ο βαθύς φιλοσοφικός στοχασμός για την ίδια την ανθρώπινη φύση, τον έρωτα, την πίστη, την τόλμη, τη συνήθεια, την φθορά, τη ζήλια. Είναι σχεδόν αδύνατον να επιτύχει κανείς μία ακέραιη σεναριακή διασκευή που να επικοινωνεί την τραγωδία των ηρώων μέσα σε ένα κινηματογραφικό δίωρο.

Ο τελευταίος που το προσπαθεί είναι ο σκηνοθέτης που έχει ιδιαίτερη αδυναμία στην λογοτεχνία και το έχει αποδείξει: ο Τζο Ράιτ της «Εξιλέωσης», στην τρίτη συνεργασία του με την Κίρα Νάιτλι, επιχειρεί μία αρκετά διαφορετική, τολμηρή ανάγνωση της Καρένινα που κυρίως βασίζεται σε μία στιλιστική φόρμα και ενέργεια, παρά στην παραδοσιακή αφήγηση της ιστορίας.

Ο Ράιτ φιλοτεχνεί με προσοχή και κατάνυξη μία ταινία που υποκλίνεται στο ρωσικό θέατρο. Αυτός είναι ο σκοπός του, πέρα και πάνω από την Καρένινα την ίδια. Μαγεμένος από τον τρόπο που τα επικά λογοτεχνικά μυθιστορήματα «χωρούσαν» σε ξύλινες σκηνές, μίκραιναν και μεγάλωναν με τις ανάσες των ηθοποιών, τις χορογραφίες των κομπάρσων, τις εναλλαγές των σκηνικών και την συνωμοτική αντίληψη των θεατών για την «αλήθεια» μίας φορμαλιστικής αφήγησης, κάνει και εκείνος το ίδιο.

Αυτό από μόνο του είναι ένα μαγικό σύμπαν κι ένας κινηματογραφικός άθλος. Πώς το ψεύτικο περίγραμμα της τέχνης συναντά την αλήθεια στην καρδιά της είναι το στοίχημά του: μονοπλάνα που εισάγουν τον θεατή σε διαφορετικές σκηνές της ιστορίας, όσο εναλλάσσονται σκηνικά, γίνονται αλλαγές κουστουμιών ή οι ηθοποιοί εγκαταλείπουν την σκηνή κι επιστρέφουν στη βοή του παρασκηνίου, ενώνονται με σεκάνς γυρισμένες σε εξωτερικούς χώρους, πιο νατουραλιστικές αποδόσεις τοπίων και δωματίων, και ξανά πίσω σε ψεύτικες αποβάθρες τρένων ή παιδικά τρενάκια που ζωντανεύουν. Τεχνικές extreme close up κινηματογράφησης, κάμερα που κινείται οριζόντια και κάθετα σε άξονες ευκρινείς για το θεατή ενισχύοντας την θεατρικότητα. Ενας υπέροχος κόσμος, μαγικά αποτυπωμένος.

Τι συμβαίνει όμως με το ίδιο το δράμα; Η συγκίνηση της ερωτικής ιστορίας, ο πόθος μίας γυναίκας να ζήσει ελεύθερη τα συναισθήματά της και να επαναστατήσει κατά της υποκρισίας των θεσμών (επι)κοινωνείται; Οχι με την ένταση που θα περιμέναμε. Το μεγαλύτερο βάρος της αποτυχίας οφείλεται στο καστ. Η Κίρα Νάιτλι αδυνατεί να παίξει κάτι διαφορετικό από την γνωστή πλέον μανιέρα της παγερής στεγνής κούκλας με τα εκφραστικά μάτια που σε κάποια στιγμή ξεσπά νευρωτική ενέργεια. Ο Ααρον Τζόνσον με απαράδεκτο styling και κωμική σχεδόν εμφάνιση αδυνατεί να μας πείσει ότι εμπνέει την επικινδυνότητα και τον ερωτισμό του Κόμη Βρόνσκι. Στη δική τους ιστορία, μόνο ένας σπαραχτικός, αφαιρετικός Τζουντ Λο στο ρόλο του Αλεξέι Καρένιν κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση.

Η συναισθηματική έκπληξη όμως έρχεται από τους δευτεροχαρακτήρες. Ο έρωτας του πλούσιου αγρότη Κονσταντίν Διμίτρεβιτς για την Κίτι, αγνός, γήινος, μακριά από τις συμβάσεις της αριστοκρατίας - αποτυπωμένος στον ανοιχτό γαλάζιο ουρανό και στο συγκινημένο βλέμμα του Ντόμναλ Γκλίσον είναι αυτός που θα φέρει δάκρυα και στα δικά μας μάτια και πίστη στην αγνότητα των συναισθημάτων που πρέπει να καθορίζουν τις ζωές μας.

Ολα τα υπόλοιπα, τα πάτησε το τρένο.