Βρισκόμαστε σε ένα εργοτάξιο. Ο Ζοζέφ Κρος (Βενσάν Λεντόν) είναι επικεφαλής της επιχείρησης. Τον παρακολουθούμε να συμβουλεύει τους εργάτες του με τη μέγιστη προσοχή. Είναι έτοιμος να αναλάβει τη μεγαλύτερη έγχυση σκυροδέματος στην Ευρώπη των τελευταίων δέκα ετών. Ξαφνικά, λαμβάνει ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα. Αφήνει το κράνος και το γιλέκο του και φεύγει βιαστικά, δέκα ώρες πριν το μεγαλύτερο πρότζεκτ της καριέρας του. Μπαίνει στο αμάξι του και οδηγεί μέσα στη νύχτα. Μέσω τηλεφώνου, ενημερώνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του πως δεν θα επιστρέψει στο σπίτι το βράδυ. Αμέσως μετά, πάλι μέσω τηλεφώνου, ανακοινώνει σε έναν από τους υφισταμένους του στο εργοτάξιο ότι πρέπει να αναλάβει το μεγάλο έργο. «Εχεις τρελαθεί εντελώς;!» τον ρωτάει ο Ντανιέλ. «Είναι κάτι που πρέπει να κάνω», δηλώνει ακλόνητος ο Τζόζεφ «και έχω πάρει την απόφασή μου».
Στους θεατές που έχουν παρακολουθήσει το «Locke» με τον καταπληκτικό Τομ Χάρντι στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η απόφαση αυτή δεν προκαλεί καμία απολύτως έκπληξη γιατί η ταινία πρόκειται για remake. Είναι σκηνοθετημένη από τον Ζιλ Μπουρντός, ακολουθεί την ίδια ακριβώς σεναριακή ροή και κληρονομεί, μοιραία, τις αδυναμίες της πρώτης ταινίας, η οποία οφείλει να εξεταστεί μάλλον ως ένα κινηματογραφικό πείραμα ή κάποιο τέχνασμα παρά ως ταινία. Σκεφτείτε μια ραδιοφωνική εκπομπή στην οποία ο παραγωγός παίζει για δύο ώρες το ίδιο τραγούδι: πόση ώρα θα μας πάρει να αλλάξουμε σταθμό;
Μετά τις εισαγωγικές σκηνές της ταινίας στο εργοτάξιο, η κάμερα μπαίνει στο αμάξι με τον Ζοζέφ και τον ακολουθεί για τα επόμενα 80 περίπου λεπτά. Ο χωρικός περιορισμός της δράσης, η οποία φανερώνεται αποκλειστικά και μόνο μέσω τηλεφώνου, ταυτίζεται με τον πραγματικό περιορισμό που βιώνει το κοινό στην κινηματογραφική αίθουσα. Πολλές φορές στη διάρκεια της ταινίας νιώθουμε σαν να βλέπουμε ένα όνειρο στο οποίο πρέπει να τρέξουμε, αλλά τα πόδια μας είναι φτιαγμένα από μολύβι και δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε βήμα. Η διάρκεια της ταινίας ταυτίζεται με τον χρόνο που χρειάζεται ο Ζοζέφ για να φτάσει στον μυστηριώδη προορισμό του. Στο ταξίδι αυτό στις νυχτερινές γαλλικές λεωφόρους, βρισκόμαστε στη θέση του συνοδηγού. Εχουμε συνεχώς την αίσθηση πως, στο τέλος της ταινίας, ο πρωταγωνιστής μας θα συναντήσει το πεπρωμένο του, και τον κόμπο στο στομάχι πως έχει πάρει τη λάθος απόφαση.
Ποιο είναι το νέο που έμαθε ο Ζοζέφ που τον έκανε να αφήσει την καριέρα του μετέωρη και να φύγει μέσα στη νύχτα; Πρόκειται για μια συνθήκη η οποία του επιτρέπει να αναμετρηθεί με το νοσηρό παρελθόν του. Μέσα στην ησυχία της καμπίνας του οχήματος, παρακολουθούμε τον πρωταγωνιστή να απευθύνεται στον πατέρα του και να τον διαβεβαιώνει πως δεν θα κάνει τα ίδια λάθη που έκανε εκείνος και πως «αυτό το μήλο θα πέσει μακριά από τη μηλιά». Ταυτόχρονα, τον βλέπουμε να διαχειρίζεται τρεις διαφορετικές κρίσεις. Αυτή που εκκίνησε τη δράση. Μια δεύτερη, στην οποία πραγματοποιεί μια εξομολόγηση προδοσίας στη γυναίκα του και δέχεται τις συνέπειες. Και μια τρίτη, στην οποία παρακολουθεί το λαμπρό του επαγγελματικό μέλλον να γκρεμίζεται για μια απόφαση της τελευταίας στιγμής.
Ο Ζοζέφ είναι ένας ισχυρογνώμων και επιτυχημένος άντρας. Αυτό καθίσταται σαφές από τον τρόπο που μιλάει στο τηλέφωνο και καταφέρνει να επιβληθεί στον συνομιλητή του. Ωστόσο, ο Τζόζεφ βρίσκεται αντιμέτωπος με πανίσχυρες δυνάμεις και σύντομα θα κληθεί να αναμετρηθεί με το Παράδοξο της Ασταμάτητης Δύναμης: δηλαδή, αυτό που θα συμβεί αν μια ασταμάτητη δύναμη συναντήσει ένα ακλόνητο αντικείμενο. Η ισχύς φαίνεται να γλιστρά μέσα από τα δάχτυλά του. Οσο απομακρύνεται από το εργοτάξιο και την οικογένειά του, κοιτάζει την παλιά του ζωή να ξεμακραίνει στον καθρέφτη του αυτοκινήτου.
Παρά τις σαφείς αδυναμίες αυτής της ταινίας, που αναγκάζει τον σκηνοθέτη να δουλέψει με ένα σενάριο εγγενώς κλειστοφοβικό, θεατρικό και αναγκαστικά επίπεδο, ο Βενσάν Λεντόν δίνει μια αξιοπρεπέστατη ερμηνεία που πλαισιώνεται από εξαιρετικούς τηλεφωνικούς παρτενέρ και από μια γοητευτική και μελαγχολική κινηματογράφηση στους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας των παρυφών της γαλλικής πρωτεύουσας. Η μικρή διάρκεια της ταινίας συνηγορεί στο ότι αξίζει τον χρόνο σας: ωστόσο, παραμένει ένα κινηματογραφικό πείραμα το οποίο σε κάποιους θα θυμίσει μια αργόσυρτη και ατελείωτη νυχτερινή επιστροφή στο σπίτι, όπου ρωτούσαμε συνεχώς τον οδηγό «Σε πόση ώρα φτάνουμε;».