Πέντε χρόνια μετά το «Με Σειρά Εξαφάνισης», ο Νορβηγός Χανς Πέτερ Μόλαντ μεταφέρει τη χιονισμένη κι ελκυστικά ιλαροτραγική ιστορία εκδίκησης εκείνης της ταινίας σε αμερικανικό έδαφος, με τον πρωτοεμφανιζόμενο Φρανκ Μπάλντουιν να διασκευάζει χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις, αλλά με επιτυχημένο τον εξαμερικανισμό του, το πρωτότυπο σενάριο του Κιμ Φουπς Ακεσον.
Εχοντας μόλις ανακηρυχτεί Πολίτης της Χρονιάς στη μικρή ορεινή κωμόπολη στα Βραχώδη Ορη όπου οδηγεί το εκχιονιστικό του, ο Νελς Κόξμαν έρχεται αντιμέτωπος με τον ξαφνικό χαμό του γιου του. Αρνούμενος να δεχτεί τον θάνατό του από υπερβολική δόση, δεν θα αργήσει να ανακαλύψει ότι πρόκειται για δολοφονία, πίσω από την οποία κρύβεται η συμμορία ενός τοπικού βαρόνου των ναρκωτικών. Κι ανίκανος να διαχειριστεί το πένθος που τον απομακρύνει ολοένα και περισσότερο από τη σύζυγό του, θα ξεκινήσει μια αιματηρή εκστρατεία εκδίκησης, μόνος εναντίον όλων.
Επιστρατεύοντας τον Λίαμ Νίσον, τον ηθοποιό που εδώ και μία σχεδόν δεκαετία πρωτοστατεί σε ταινίες δράσης με πρωταγωνιστές μεσήλικες οικογενειάρχες που σχεδόν εν μία νυκτί μεταμορφώνονται σε αμείλικτους εκδικητές, τις οποίες κατάφερε μάλιστα επιτυχώς να μετατρέψει σε χολιγουντιανή μόδα, ο Μόλαντ προσθέτει ένα ακόμα κλείσιμο του ματιού σε αυτήν την απόπειρα αποδόμησης του εμπορικού αυτού είδους. Περισσότερο μια μελαγχολική κωμωδία του παραλόγου παρά ένα θρίλερ που ακολουθεί την παραπάνω παράδοση του λιγομίλητου εκδικητή, η «Ψυχρή Καταδίωξη» μπορεί να συσσωρεύει πτώματα αλλά δεν προσφέρει κανενός είδους λύτρωση στον πρωταγωνιστή του και στο υπαρξιακό του κενό, και ακόμα λιγότερη στον θεατή που μάταια περιμένει την αναμενόμενη ικανοποίηση από το ξέφρενο όργιο αυτοδικίας.
Αντ’ αυτού, η άγαρμπη έρευνα και οι αιματηρές συναντήσεις του Κόξμαν με τους υπεύθυνους για τον θάνατο του γιου του, γίνονται αφορμή για ακόμα περισσότερες παρεξηγήσεις και αναίτια μακελειά, με το κατάμαυρο χιούμορ όχι μόνο να μην αποδεσμεύει την ένταση αλλά να αποδεικνύεται ακόμα πιο άβολο, παγώνοντας το χαμόγελο πριν καλά καλά σχηματιστεί στα χείλη. Αν η αλλόκοτη αυτή ισορροπία παραλογισμού, τραγωδίας και κωμωδίας και η ωδή στην ανθρώπινη ηλιθιότητα έμοιαζαν να χρωστούν πολλά στο σινεμά των αδελφών Κοέν ήδη από το πρωτότυπο φιλμ, το γνώριμο σκηνικό της βαθιάς αμερικανικής επαρχίας κάνει εδώ ακόμα πιο έκδηλες τις επιρροές.
Μόνο που κατά τη μετάφραση, κάτι μοιάζει να έχει χαθεί στον ομολογουμένως ριψοκίνδυνο αυτό τόνο και κυρίως στον εσωτερικό ρυθμό της ταινίας, που ρίχνει στο παιχνίδι υπερβολικά πολλούς χαρακτήρες και υποπλοκές: απαγωγές, αστυνομικές έρευνες, δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις, ινδιάνοι και τοπικές βεντέτες επιστρατεύονται για να συνοδεύσουν τη μοναχική, προδιαγεγραμμένη πορεία του ήρωα. Ολες, όμως, μοιάζουν να διακατέχονται από την ίδια επιτηδευμένη αίσθηση ειρωνείας που γρήγορα καταντά επαναλαμβανόμενη και άσφαιρη – από μόνο του ειρωνικό για μια ταινία όπου το αίμα αφήνει τα σημάδια του παντού.