Το μόνο ίσως πράγμα που δεν μπορείς να προσάψεις στον Θανάση Τσαλταμπάση είναι ότι δεν είναι συνεπής.
Γεννημένο από τις ίδιες «δημιουργικές» ανησυχίες του (απρόσμενα εμπορικού) σκηνοθετικού του ντεμπούτου πίσω στο 2013 και εμπνευσμένου από τη θεατρική παράσταση «Τσάρλι Τσάπλιν» που σκηνοθέτησε ο Πέτρος Ζούλιας με επίσης επιτυχία την προηγούμενη σεζόν, το «Τσάρλι» είναι ακριβώς το πώς θα έμοιαζε το «Πέμπτη και 12» αν ήταν βωβό και ο πρωταγωνιστής της ήταν μια εκδοχή του «αλητάκου» του Τσάπλιν με ταλαιπωρημένα all-star και βαμμένες ξανθιές ανταύγειες.
«Απείρως καλύτερο» θα έλεγε κάποιος, δίνοντας βάση στη λέξη «βωβό», χωρίς ωστόσο να γνωρίζει πως επί όση ώρα διαρκεί το «Τσάρλι» παίζει μια μουσική σύνθεση που δεν μοιάζει να έχει τέλος στην αμετροέπεια, το μελό και την ελαφρά έως και ασήκωτη νοσταλγική διάθεση, μιμούμενη χωρίς ίχνος έμπνευσης τις μουσικές που έντυναν τις βωβές ταινίες των πρώτων χρόνων του σινεμά.
Με την ίδια ακριβώς καμία έμπνευση μιμείται και ο Τσαλταμπάσης τις ταινίες του Τσάπλιν, αποφεύγοντας - ευτυχώς - να κάνει ευθείες απομιμήσεις σκηνών, αλλά αντλώντας αψυχολόγητα στιγμές από τα «Φώτα της Πόλης» και - φευ - από τους «Μοντέρνους Καιρούς» για να παραγεμίσει μια ιστορία που μοιάζει να έχει γραφτεί σε μια σειρά από (δεν είναι spoiler!) post-it τα οποία μπερδεύτηκαν και εκεί που βλέπεις ένα κυνήγι θησαυρού παρεμβάλλεται μια υπόθεση παράνομης διακίνησης προσφύγων, μιας σπείρα που εμπορεύεται ανθρωπινα όργανα και κατάληξη ένα (!) φιλανθρωπικό ξέσπασμα για τους ανθρώπους με προβλήματα όρασης.
Κι αυτά είναι μόνο τα highlights μιας πλοκής που ξετυλίγεται άλλοτε με μικρά σκετς που μοιάζουν με κινηματογραφημένες πρόβες του Τσαλταμπάση που αντιγράφει τις κινήσεις του Τσάπλιν και που κατέληξαν στο τελικό cut χωρίς κάποιος να τις ξαναδεί, άλλοτε με κάτι σαν διαφημιστικό για κάποιο «μαγικό προϊόν» για την τηλεόραση, άλλοτε με κακή βιντεοταινία που έρχεται χωρίς καμία στάση από τα 80s και άλλοτε με ένα επιθεωρησιακό νούμερο που δεν θα άντεχε ούτε σε ανοιχτό καλοκαιρινό θεάτρο για μαζική κατανάλωση.
Προχειροφτιαγμένο τόσο, ώστε να στηρίζει όλη την νοσταλγική του και καλά διάθεση σε ένα εκνευριστικό οπτικά εφέ με διακεκομμένη κίνηση και φλασάκια και χωρίς καμία συνοχή (σε άλλα σημεία ακούγεται το ρούφηγμα από το καλαμάκι σε άλλα όχι, γκαγκς επαναλαμβάνονται και μετά ξεχνιούνται, οι κάρτες με τους διαλόγους έχουν μέχρι και τυπογραφικά λάθη), το «Τσάρλι» αρχίζει και τελειώνει (κανένα σχόλιο για το φινάλε!) εντείνοντας την αίσθηση πως αυτό που βλέπεις δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ταινία, αλλά ούτε και να αντιμετωπιστεί με την καλή διάθεση που θεωρητικά θα ήθελε να μπορεί να υποστηρίζει ότι είναι φτιαγμένο.
Περισσότερο από το απλοϊκό, περισσότερο από το λαϊκίστικο, περισσότερο από το ότι δεν ξέρει ούτε το ίδιο αν είναι κάτι που απευθύνεται σε ενήλικες, σε παιδιά, σε λάτρεις του Τσάπλιν ή σε ανθρώπους που δεν έχουν ξαναπάει σινεμά ποτέ τους, το πραγματικά προβληματικό με το «Τσάρλι» είναι ότι επιτείνει αυτήν την τάση για πρόχειρη, ευκαιριακή διασκέδαση που τόσο συχνά επιστρέφει στο πολύπαθο σινεμά της χώρας μας. Και που - τροφή για σκέψη για όλους μας - ενίοτε έχει και επιτυχία.