Εδώ και 15 χρόνια, ο Ρασί περιπολεί τους δρόμους του Τελ Αβίβ. Εμπειρος αστυνομικός, βρίσκεται αντιμέτωπος με σκληρές καταστάσεις: έναν πατέρα που συστηματικά κακοποιεί τους ανήλικους γιους του, έναν άλλον που δολοφονεί τα παιδιά του για να εκδικηθεί την πρώην γυναίκα του, έφηβους στα δημόσια πάρκα που πουλούν ναρκωτικά σε πιτσιρίκια. Αυτή η τελευταία κλήση θα σταθεί μοιραία για τον Ρασί. Συλλαμβάνοντας τους έφηβους μαθητές ως ύποπτους για διακίνηση, τούς αναγκάζει στο τμήμα να γδυθούν για να τους ψάξει. Κι εκείνοι, με μέσο τους ισχυρούς, πλούσιους γονείς τους, τον καταγγέλουν για σεξουαλική κακοποίηση. Οι ανώτεροί του τον θέτουν σε διαθεσιμότητα κι έτσι ο Ρασί μένει σπίτι. Εκεί όπου διαδραματίζεται το δικό του δράμα. Νιόπαντρος με την Αβιγκεϊλ, έχουν μόλις χάσει το παιδί που περίμεναν. Ενώ, ταυτόχρονα, η 13χρονη Γιασμίν, η κόρη της από τον πρώτο της γάμο, κάνει την εφηβική της επανάσταση και συγκρούεται κατά μέτωπο με την αυταρχική του συμπεριφορά.

Ο Ισραηλινός Γιάρον Σάνι μάς συστήθηκε το 2009 με το σπονδυλωτό «Ajami» («Σταυροδρόμια Ζωής»), με το οποίο είχε κερδίσει και τη Χρυσή Κάμερα στο Φεστιβάλ Καννών, αλλά και οσκαρική υποψηφιότητα. Δέκα χρόνια μετά, γυρίζει μία «τριλογία αγάπης», με πρώτη ταινία το «Love Trilogy: Stripped» (που έκανε πρεμιέρα στη Βενετία) και τώρα τον «Εγκλωβισμένο» («Love Trilogy: Chained»), που προβλήθηκε στο περσινό φεστιβάλ Βερολίνου.

Οπαδός του μοντέρνου νεορεαλισμού, ο Σάνι δεν προσλαμβάνει επαγγελματίες ηθοποιούς, αλλά ερασιτέχνες (ο Εράν Ναΐμ που ερμηνεύει τον Ρασί, είναι πρώην αστυνομικός) τούς βάζει να ζουν με τους ρόλους τους για έναν χρόνο και τους βουτάει στα γυρίσματα, χωρίς σενάριο. Αυτοσχεδιαστικοί διάλογοι, κάμερα στο χέρι, ή δύο στημένες κάμερες που συλλαμβάνουν ταυτόχρονα την απρόβλεπτη δράση, νατουραλιστικοί φωτισμοί, ελευθερία.

Ολο αυτό το σχήμα είναι η δύναμη, αλλά ταυτόχρονα και η αχίλλειος πτέρνα της ταινίας. Η πρώτη σεκάνς, που θέλει τον Ρασί μαζί με τον συνάδελφό του στο περιπολικό, να εισβάλουν σε διαμέρισμα βετεράνου στρατιωτικού, ο οποίος κακοποιεί τα παιδιά του, είναι συγκλονιστική - ωμή, αληθινή, γεμάτη ενέργεια. Οταν όμως η κάμερα ξεκινά να παρακολουθεί τις οικογενειακές κόντρες του Ρασί με τη γυναίκα και τη θετή του κόρη, οι τσακωμοί ξεχειλώνουν, η υπερβολή τους καταλήγει σε αμηχανίες, ο ρυθμός πέφτει. Η φυσικότητα της σκηνοθετικής παρατήρησης, η ελευθερία των ηθοποιών να ζήσουν τη στιγμή, κι όχι να την παίξουν, αντί να εμπλέκει συναισθηματικά τον θεατή σε κάτι δυνατό, αρχίζει να φαντάζει όλο και περισσότερο επιτηδευμένη.

Κι αν αυτές είναι οι κινηματογραφικές αδυναμίες, υπάρχει και μία, πολύ βασική, ιδεολογική. Μία ταινία που παρακολουθεί και καταγράφει μία -δυστυχώς παγκόσμια- πραγματικότητα, τις πατριαρχικές κοινωνίες στις οποίες είμαστε όλοι (άντρες και γυναίκες) εγκλωβισμένοι, οφείλει να είναι ξεκάθαρη. Οχι διδακτική, ούτε με υπογραμμισμένο μήνυμα - δεν το χρειαζόμαστε. Αλλά ξεκάθαρη. Η τοξική αρρενωπότητα, η έμφυλη βία, τα αρσενικά που έχουν παγιδευτεί/οικειοποιηθεί ρόλους επιβολής κι αν τους χάσουν, χάνονται και τι αντίκτυπο έχει αυτό στις γυναίκες, ή τα μικρά παιδιά - με άλλα λόγια η κατεπείγουσα κοινωνική παρατήρηση των καιρών μας, πρέπει να αποτυπώνεται με σαφήνεια. Εδώ, οι γραμμές θολώνουν. Η κάμερα, στο μεγαλύτερο ποσοστό της ταινίας, ακολουθεί έναν συμπαθή κι άδικα κατηγορούμενο άνθρωπο και συνεχώς τον δικαιώνει - το ματσίσμο του σώζει παιδάκια, τιμωρεί βιαστές και εμπόρους ναρκωτικών. Στηρίζει δυναμικά και τρυφερά τη γυναίκα του όταν αποβάλλει και θεωρεί τον εαυτό της «ελαττωματικό». Ευλόγως ανησυχεί για τη θετή του κόρη, τι δουλειά έχει μια 13χρονη να πίνει αλκοόλ στα πάρκα; Παρουσιάζει τη μητέρα αδύναμη να επιβληθεί, οπότε κάποιος πρέπει να έρθει και να βάλει όρια.

Οι πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της ταινίας, όπως τα γεμάτα δηλητήριο χαμογελαστά λόγια της πεθεράς για τη νύφη της, ή μια κλεμμένη στιγμή που η ίδια γιαγιά σπέρνει τον θανατηφόρο σπόρο στον εγγονό της «σε χτύπησε, χτύπα τον κι εσύ», δεν είναι ικανά να αντισταθούν στο που οδηγεί, συναισθηματικά, η ιστορία τον θεατή. Σ' ένα συμπέρασμα, που σε φέρνει πίσω στον τίτλο της: τριλογία «αγάπης». Η αγάπη είναι σύνθετη, οι άνθρωποι είμαστε γεμάτοι αδυναμίες, «εγκλωβιζόμαστε» στα πάθη μας. «Ηταν καλό παιδί, τον τύφλωσε η ζήλεια».

Μπορεί ο Σάνι να μην έχει καθόλου αυτή την πρόθεση. Ομως, το να μην παίρνεις θέση, είναι θέση. Κι ο θεατής θα καταλάβει την ταινία, ανάλογα με τις δικές του αποσκευές. Δικαιωμένος θα βγει από την αίθουσα κι εκείνος που, αντιθέτως, θα έπρεπε να προβληματιστεί. Σε μία εκκρηκτική εποχή που διαπραγματεύεται κι αμφισβητεί ακόμα και τις λέξεις που περιγράφουν ένα συχνό συστημικό έγκλημα, η κινηματογραφική εικόνα δεν επιτρέπεται να είναι φλου. Αντιθέτως, πρέπει να στέκεται γενναία ευκρινής στο ότι δεν μιλάμε για αγάπη - δεν χωράει η λέξη στα πλάνα, σε τίτλους τριλογίας, στο διάλογο που έχει ανοίξει, εντός κι εκτός οθόνης. Γιατί διαφορετικά, ξεπλένει το έγκλημα.