Μαρόκο, 1943. Στη δίνη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η γαλλοκρατούμενη Καζαμπλάνκα αποτελούσε κάτι παραπάνω από εξωτικό προορισμό. Ηταν η αγορά που θα σε προμήθευε με την πολυπόθητη (παράνομη) βίζα για να δραπετεύσεις από την χιτλερική Ευρώπη στον ελεύθερο κόσμο, τη Γη της Επαγγελίας: την Αμερική. Ενα μέρος σκοτεινό, διεφθαρμένο, επικίνδυνο. Ο καθένας κατέφευγε στην Καζαμπλάνκα για τους δικούς του λόγους. Τυχοδιώκτες, καιροσκόποι, απατεώνες, εγκληματίες. Ταυτόχρονα όμως και πολιτικοί πρόσφυγες, αντιστασιακοί, κατάσκοποι. Ολοι ήταν κυνηγημένοι, όλοι έψαχναν το πολυπόθητο εισιτήριο για μια νέα ζωή. Στα τοπικά παζάρια οι ντόπιοι σε πουλούσαν και σε αγόραζαν, οι γαλλικές αρχές έπαιρναν μίζα για αυτό, ενώ οι Ναζί θύμιζαν με την ατσάλινη παρουσία τους ποιοι κάνουν κουμάντο.

Ο Ρικ, ο αμερικανός ιδιοκτήτης του πολυτελούς «Rick’s Café Américain», δεν ενδιαφέρεται για τίποτα από όλα αυτά. Ψυχρός, σκληρός κι αδιάφορος γνωρίζει πολύ καλά τι κομπίνες παίζονται δίπλα του και γύρω του, αλλά «δε θα έβαζε τον εαυτό του σε κίνδυνο για κανέναν και για τίποτα». Αυτό σημαίνει ότι δεν χρηματίζεται για να βοηθήσει ανήθικους μαφιόζους, αλλά ούτε ρισκάρει για να περιθάλψει ηρωικούς επαναστάτες. Κοιτάει μόνο τη δουλειά του. Κατέφυγε στην Καζαμπλάνκα όταν έπεσε το Παρίσι. Αυτό ήταν το τελευταίο σύνορο - πολιτικά, καθώς έσφιγγε ο χιτλερικός κλοιός, αλλά και προσωπικά: εκεί είχε γνωρίσει την Ιλσα, την μοναδική αγάπη της ζωής του. Θα το έσκαγαν μάλιστα μαζί για το Μαρόκο, αλλά εκείνη δεν εμφανίστηκε ποτέ στο τελευταίο τους ραντεβού. Από τότε, ο Ρικ μαρμάρωσε. Σήκωσε τείχος στο συναίσθημα και κοιτάει μόνο την πάρτη του, αφήνοντας το χρόνο να περάσει.

Μέχρι που ένα βράδυ ακούει τον χρόνο να περνάει, ακούει ξανά το «As Time Goes By». Πώς τολμάει ο Σαμ, ο έμπιστος φίλος του και πιανίστας στο «Rick's», να παίζει το τραγούδι του με την Ιλσα, το μόνο τραγούδι που του έχει απαγορεύσει να παίξει; Οπως ανακαλύπτει τρέχοντας θυμωμένα προς το μέρος του, ήταν παραγγελιά. Η Ιλσα είναι εκεί, μαζί με τον σύζυγό της, τον Τσέχο αργηγό της ευρωπαϊκής αντίστασης Βίκτορ Λάζλο. Ξέρουν ότι ο Ρικ έχει δύο βίζες για την Αμερική στο χρηματοκιβώτιό του. Τις χρειάζονται. Ο Λάζλο πρέπει επειγόντως να διαφύγει για την Αμερική και να οργανώσει την αντίσταση από εκεί. Τι θα κάνει ο Ρικ;

Σε όλες τις λίστες των κριτικών, των ιστορικών αναλυτών, αλλά, κυρίως, του κοινού, η «Καζαμπλάνκα» βρίσκεται ψηλά στην πρώτη δεκάδα ως μία από τις πιο αγαπημένες κλασικές ταινίες όλων των εποχών. Ως σταθμός της πιο λαμπερής στιγμής του Old Hollywood σινεμά. Ως παράδειγμα ατόφιας κινηματογραφικής μαγείας. Προτάθηκε για 8 Οσκαρ και κέρδισε τρία (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Σεναρίου). Κι όμως. Ούτε η Warner, ούτε ο παραγωγός Χαλ Γουόλις είχαν ξεκινήσει για να γυρίσουν ένα αριστούργημα. Στόχος ήταν η διεκπεραίωση ενός εμπορικού μελοδράματος, με σενάριο διασκευασμένο από ένα μέτριο θεατρικό («Everybody Comes to Rick's»), τον σκληρά εργαζόμενο σκηνοθέτη Μάικλ Κέρτιζ υπεύθυνο για την μεταφορά του στην οθόνη και μόνη επένδυση ένα λαμπερό καστ (που κι αυτό κινδύνεψε μέχρι τελευταία στιγμή να καταλήξει με τους Ρόναλντ Ρέιγκαν και Αν Σέρινταν στους πρωταγωνιστκούς ρόλους).

Τόσο οι αδελφοί Επσταϊν με τον Χάουαρντ Κοχ στο σενάριο, όσο κι ο Κέρτιζ πίσω από την κάμερα όμως, είχαν άλλη γνώμη. Εχτισαν την Καζαμπλάνκα αντισυμβατικά, σε επίπεδα, με αντιθέσεις. Το σενάριο, εκτός από τις κοφτερές αριστουργηματικές ατάκες, που 80 χρόνια τώρα χρησιμοποιούμε και στη ζωή μας (από το «here's looking at you, kid» και το «we will always have Paris», μέχρι το «play it, Sam»), δεν έχει χάσει τίποτα από την δυναμική, την ευστροφία και την ίντριγκά του. Γιατί δεν αναλώνεται σε ευκολίες και κλισέ. Ούτε στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, που κρατούν καλά κρυμμένα τα χαρτιά τους, ανατρέπουν τις προσδοκίες και σε εκπλήσσουν. Ούτε στη σύνθεση της πλοκής - υπονοούμενα, υπόγειες εντάσεις, αποκαλύψεις, μυστικά κίνητρα κι ένα στιβαρό πολιτικό πλαίσιο δεν σου επιτρέπουν να παραμείνεις στην επιδερμίδα της αφήγησης. Ούτε στην επιλογή του διάσημου πλέον φινάλε, που δεν υπέκυψε στην πίεση του στούντιο για happy end.

Ταυτόχρονα, ο Κέρτιζ αποφασίζει να γυρίσει την ιστορία αυτού του ανεκπλήρωτου έρωτα ως film noir. Στήνει τα πλάνα του με ένταση, ρυθμό, αυξάνοντας σταδιακά το σασπένς. Αποτυπώνει την ατμόσφαιρα σε ασημένιο κιαροσκούρο - με τους ήρωες πνιγμένους στα σκοτάδια αυτής της πόλης, στις σκιές της ιστορικής συγκυρίας, να λάμπουν στο φως μόνο όταν κοιτιούνται, όταν αγκαλιάζονται, όταν για λίγο ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο. Η υγρή κινηματογράφηση λειτουργεί υπνωτικά, σαγηνευτικά κι επικίνδυνα - όπως ακριβώς κι ο εξωτισμός της Καζαμπλάνκα. Τα zoom του στα πρόσωπα σε ξυπνούν στα διλήμματα και τις εσωτερικές συγκρούσεις των ηρώων, αλλά ταυτόχρονα σου θυμίζουν το μόνο που έχει σημασία. Το ζευγάρι. Ο Ρικ και η Ιλσα.

Ο Μπόγκαρντ και η Μπέργκμαν. Ολο το καστ είναι εμπνευσμένο, με δευτεροχαρακτήρες που δεν ξεχνάς (από τον γλοιώδη τοκογλύφο του Πίτερ Λόρι, μέχρι τον αστυνομικό διοικητή Ρενώ του Κλοντ Ρέινς). Ομως η «Καζαμπλάνκα» είναι ο Μπόγκαρντ και η Μπέργκμαν. Φαινομενικά αταίριαστοι, αλλά με χημεία που περνά στην αιωνιότητα - με τις φιγούρες τους σ' ένα αέναο cheek-to-cheek.

Ο Μπόγκαρντ απογειώνει τον χαρακτήρα που ήξερε να παίζει καλύτερα από οτιδήποτε άλλο (από το «High Sierra», μέχρι «Το Γεράκι της Μάλτας») - έναν αντιήρωα, μισάνθρωπο, σαρκαστικό, περήφανο, αυστηρό, αγέρωχο. Η ερμηνεία του, μελετημένη, στιβαρή. Αμεση. Κάθεσαι δίπλα του στο μπαρ, ακούς τι έγινε στο Παρίσι, αναπνέεις τον καπνό του, γεύεσαι την κάψα του μπέρμπον του, τσακίζεις που τσακίζει. Οταν το σκληροτράχηλο περίβλημα ραγίζει, για να αποκαλύψει και τη ραγισμένη του καρδιά. Αλλωστε οι κυνικοί είναι οι πληγωμένοι ρομαντικοί. Αλλά δεν τον λυπάσαι. Τον ερωτεύεσαι. Ο Μπόγκαρντ δεν ήταν όμορφος - ψευδός, κοντός (στις σκηνές του με την Μπέργκμαν πατά σε καφάσια για να τη φτάσει), με τσαλακωμένο πρόσωπο. Κι όμως, η αυτοπεποίθησή του τον κάνει να φορά το λευκό σακάκι του Ρικ με απαράμιλλη γοητεία. Οταν εμφανίζεται, εξαφανίζεται όλο το υπόλοιπο δωμάτιο.

Οπως και κάθε φορά που η κάμερα στρέφεται στην Μπέργκμαν, ένα (εσωτερικό) φως φωτίζει τα πλάνα. Η κλασική της ομορφιά σε πείθει για το ερωτικό τρίγωνο που η Ιλσα της έχει προκαλέσει, αλλά ταυτόχρονα το διάφανο πρόσωπό της καθρεφτίζει μία αγνότητα που την κάνει να μη χωράει στο κουτάκι της femme fatale. Η Μπέργκμαν παίζει αφαιρετικά, επιτρέποντας ελάχιστα να αποκαλύψουν το εσωτερικό της δράμα. Γεμίζει τα βλέμματά της με ένταση και υγρασία, τις αγκαλιές της με σφιχτή απελπισία. Η Ιλσα της είναι διχασμένη - ανάμεσα στον άντρα που αγαπά και τον σύζυγο που εκτιμά, το πάθος και το καθήκον, την καρδιά και τη λογική, την προσωπική ευτυχία και το ευρύτερο καλό. Και παρόλο που η ηρωίδα είναι γραμμένη άβουλα με τις επιταγές της εποχής («Σκέψου εσύ και για τους δυο μας, εγώ δεν μπορώ), η Μπέργκμαν την ερμηνεύει με κλασάτη περηφάνια, μη επιτρέποντας καμία υποτίμηση. Η αυτοθυσία της είναι ισάξια του Ρικ.

Η διαχρονικότητα της «Καζαπλάνκα» οφείλεται σε όλα αυτά και σε τίποτα από αυτά. Η επιτυχία της ταινίας είναι ότι κόβει δρόμο στο καθαρόαιμο συναίσθημα: πριν την εκλογικεύσεις, έχεις πρώτα συγκινηθεί. Εδώ και 80 χρόνια, κάθε της προβολή μοιάζει φρέσκια, μοντέρνα. Κάθε άκουσμα του «As Time Goes By» βρίσκει κέντρο στην καρδιά. Ισως γιατί περιμένεις, κρατώντας την ανάσα σου, ένα άλλο πιο δίκαιο για τους εραστές τέλος (το οποίο είχε γυριστεί σε επιμονή της Warner), ένα happy end, που όμως ούτε το σινεμά θα σου χαρίσει. Ή ίσως γιατί βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι ο πραγματικός ρομαντισμός δεν είναι έρωτες, ηλιοβασιλέματα και κόκκινα τριαντάφυλλα. Αφορά πώς κουβαλά κάποιος τον εαυτό του και πώς στέκεται απέναντι στις αποφάσεις της ζωής. Κι ίσως η καρδιά δεν ραγίζει από πόνο, αλλά σκιρτά από αισιοδοξία: αντέχει η «Καζαμπλάνκα», γιατί αντέχει ο ηρωισμός που κρύβουμε, καθημερινά, μέσα μας. Και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να play it (again).