Οταν το 1992 κυκλοφόρησε στις αίθουσες το «Candyman» του Μπέρναρντ Ρόουζ, κατάφερε να ξεχωρίσει μέσα από τον σωρό των slasher movies που είχαν κατακλύσει το είδος του τρόμου εκείνη την περίοδο, συνδυάζοντας τις τάσεις της εποχής με μια ευφυή ιστορία, βασισμένη στο διήγημα του Κλάιβ Μπάρκερ «The Forbidden» από την ανθολογία του με τίτλο «Books of Blood». Στα extras η υπέροχη στον ρόλο της, Βιρτζίνια Μάντσεν, η οποία ξέφευγε από τα κλασικά πρότυπα του final girl, ο υποβλητικός Τόνι Τοντ στον ρόλο του Candyman και φυσικά η στοιχειωτικά εξαιρετική μουσική του Φίλιπ Γκλας.
Αν και η ταινία θεωρείται μια από τις πιο υποτιμημένες ταινίες των 90s και ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει την φήμη άλλων σειρών τρόμου της εποχής, πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν πως της άξιζε μια δεύτερη, καλύτερη, ευκαιρία. Και αυτή ήρθε 29 χρόνια μετά με την σκηνοθέτη Νία ΝταΚόστα να τολμά να πει το όνομά του Candyman πέντε φορές και να τον καλέσει για να δικαιώσει, εν μέρει, ένα μύθο που στοιχειώνει την Αμερική ακόμα και σήμερα.
Χωρίς να αποκαλύψουμε αρκετά σπόιλερ για την πλοκή, η νέα ταινία χαρακτηρίζεται ως ένα «πνευματικό σίκουελ» της ταινίας του Μπέρναρντ Ρόουζ και ακολουθεί τον Αντονι ΜακΚόι, έναν καλλιτέχνη ο οποίος μετακομίζει μαζί με την σύντροφό του στην υποβαθμισμένη περιοχή Καμπρίνι Γκριν στο Σικάγο, ψάχνοντας για την χαμένη του έμπνευση. Την βρίσκει στο πρόσωπο του Candyman, ενός τοπικού αστικού μύθου (ή μήπως όχι;), με τον οποίο φαίνεται να έχει μια πιο βαθιά σύνδεση.
Οπως και στην ταινία του 1992, έτσι κι εδώ. ο Candyman παραμένει ένα σύμβολο στη λεπτή γραμμή που χωρίζει τη λευκή βία από τον μαύρο πόνο, το συστημικό φυλετικο ρατσισμό, δηλαδή, ο οποίος έχει βαθιά χωμένες τις ρίζες του στην «αιματοβαμμένη γη» που ονομάζεται Αμερική. Κι ενώ η πρώτη ταινία εξερευνούσε όλα αυτά μέσα από τα μάτια μιας λευκής πρωταγωνίστριας, το σενάριο το οποίο έγραψε ο Τζόρνταν Πιλ μαζί με τη ΝταΚόστα (υπεύθυνη για το «Little Woods» του 2019 και για τους επερχόμενους «The Marvels» του MCU, ως η πιο νεαρή σκηνοθέτης του στούντιο) και τον Γουίν Ρόζενφελντ (παραγωγό του «BlacKkKlansman») επικεντρώνεται πλήρως στις ιστορίες των μαύρων και τις εμπειρίες τους.
Αρχικά προγραμματισμένη να βγει στις αίθουσες το 2020, λίγους μήνες μετά την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και με το κίνημα «Black Lives Matter» να έχει αποκτήσει τεράστια δύναμη μέσα κι έξω από την Αμερική, οι σεναριογράφοι γράφουν μια ιστορία που προσπαθεί να ενώσει το παρελθόν με το σήμερα, για τους ανθρώπους εκείνους που κάποιοι τους μετέτρεψαν σε τέρατα και στην πορεία η Ιστορία σε σύμβολα. H ΝταΚόστα, εδώ στην δεύτερη σκηνοθετική της απόπειρα, τα παίρνει όλα αυτά και τα σκηνοθετεί με μια ακατέργαστη ζοφερή ατμόσφαιρα η οποία δείχνει να σε ακολουθεί πιστά ως το τέλος.
Η ΝταΚόστα δεν αρνείται την σκοτεινή πλευρά της ιστορίας και παραδίδεται χωρίς ενοχή στο gore αλλά και το body horror – για το οποίο ο Κλάιβ Μπάρκερ ήταν ένα από τους πρωτεργάτες του είδους στις ιστορίες του. Aντλεί από την κληρονομιά της βίας και του τρόμου της γκετοποίησης και της καταπίεσης μιας ομάδας ανθρώπων με όλες τις ολέθριες επιρροές της, οι οποίες μετουσιώνονται μέσα από τις καλλιτεχνικές ανησυχίες ενός ζωγράφου και κινηματογραφεί αυτή την κάθοδο στην τρέλα ως ένα ταξίδι μέσα από ημιφωτισμένους κλειστοφοβικούς διαδρόμους, εγκαταλελειμμένα σπίτια και άλλοτε μέσα από καθρέφτες οι οποίες αντανακλούν την προσωποποίηση του «τέρατος του ρατσισμού».
Ολες αυτές οι μακάβριες ιστορίες, τις οποίες ανακαλύπτει ο ΜακΚόι, ξεδιπλώνονται στην οθόνη με ένα ευφάνταστο θέατρο σκιών με χάρτινες μαριονέτες, κάνοντας την ΝταΚόστα να παίζει με την αληθοφάνεια των γεγονότων και για το πως τα στερεότυπα στιγματίζουν μια ολόκληρη κουλτούρα. Και μπορεί λίγο πριν το τέλος το σενάριο να χάνει τη δύναμή του και να παραπατάει σε κάποια κλισέ και σε κάποιους παραλογισμούς ως προς την πλοκή, το (εν γένει πολλάκις ειπωμένο, αν και απαραίτητο) μήνυμα όμως παραμένει δυνατό για τους ανθρώπους και τις ιστορίες που δεν πρέπει να ξεχάσουμε όσο τρομερές κι αν είναι, όσο κι αν κάποιοι το επιθυμούν.