Υπάρχουν αρκετές ταινίες δράσης αυτόν τον καιρό οι οποίες βασίζουν την πλοκή τους πάνω σε μια ιστορία εκδίκησης την οποία εμπλουτίζουν, πλουσιοπάροχα, και με την ανάλογη βία, προσπαθώντας να μιμηθούν (τις περισσότερες φορές ανεπιτυχώς) τα «John Wick». Τις περισσότερες φορές το μεγαλύτερό τους αμάρτημα είναι πως δεν ξέρουν πότε να σταματήσουν τη βία ώστε να μην γίνει υπερβολική, μιας και πλέον έχει σταματήσει να εξυπηρετεί το όποιο σενάριο.
Μια τέτοιου είδους περίπτωση είναι και το «Boy Kills World», μια ταινία η οποία, αν και ξεκινάει με ένα κάποιον ενδιαφέρον, γρήγορα μετατρέπεται σε ένα αποσυντονισμένο αφηγηματικό ανοσιούργημα, το οποίο φαίνεται να το ενδιαφέρει περισσότερο η βία και το gore, όμως ακόμα και σε αυτά χάνει πολύ γρήγορα το μέτρο.
Η κεντρική ιδέα της ταινίας πάντως έχει κάτι που που σου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Ο Boy είναι ένας κωφός νεαρός, από μικρός είχε ένα χάρισμα - μία έντονη φαντασία. Οταν οι γονείς του δολοφονούνται, ένας μυστηριώδης σαμάνος τον υιοθετεί και τον προπονεί ώστε να χρησιμοποιήσει τις ικανότητές του για κακό: καταπιέζοντας την παιδική του φαντασία και μετατρέποντάς τον σε φονική μηχανή.
Ο σκηνοθέτης Μόριτζ Μορ, μετά από μία σειρά ταινιών μικρών μήκους, κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, προσπαθώντας να κάνει μια ταινία για να αποτίσει έναν φόρο τιμής στα διάφορα (αρκετά βίαια) video games της παιδικής του ηλικίας. Εξάλλου το gimmick, αν θέλετε, της ταινίας είναι πως ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας κωφάλαλος νεαρός άντρας ο οποίος ακούει τις σκέψεις του ως μια φωνή από το αγαπημένο του fighting video game (θα ακούσετε πολλά «Fatality!» και «Player One Wins»).
Μέσα σε αυτή την ιδιαίτερη σεναριακή τροπή, η οποία από μόνη της είναι αρκετή, ο Μορ παραγεμίζει την πλοκή του με ό,τι αλλο μπορεί να υπάρξει σε μια τέτοιου είδους ταινία δράσης που εξελίσσεται σε ένα δυστοπικό σύμπαν. Υπάρχουν στιγμές που θυμίζει κάτι από anime (το κόκκινο μπουφάν του ήρωα μαζί με μερικές σκηνές, ατμοσφαιρικά φωτισμένες, να μοιάζουν βγαλμένες από το «Akira»), ενώ αμέσως μετά γίνεται μια παρωδία των «Αγώνων Πείνας» και την άλλη των ταινιών του Ταραντίνο.
Ολα αυτά κάπως βγάζουν μια διασκέδαση στην αρχή, αλλά ο Μος δεν έχει αίσθηση του μέτρου, με την προσέγγισή του, αν και ενθουσιώδης, να καταλήγει να υπονομεύει τα ίδια τα πράγματα που θα έπρεπε να κάνουν το «Boy Kills World» να γίνει αυτομάτως μια cult και συναρπαστική ταινία δράσης. Ακόμα και οι σκηνές μάχης μοιάζουν κάπως ασυνάρτητες στο σύνολό τους, ως ένα παραληρηματικό συνονθύλευμα, με ορισμένες σκηνές γυρισμένες με μακρά, αδιάκοπη χορογραφία και άλλες τόσο δυσανάγνωστες που είναι αδύνατο να παρακολουθήσουμε το τι πραγματικά συμβαίνει.
Ολο αυτό βαραίνει και την πλοκή του η οποία, πέρα του ότι μοιάζει χαμένη σαν βελόνα μέσα στα άχυρα, είναι επαναλαμβανόμενη και δεν βγάζει κανένα νόημα (ακόμα και η ανατροπή στο τέλος δεν φαίνεται να στέκει από όπου και να το δει κάποιος). Μας δίνεται πολύ λίγη αίσθηση της συναισθηματικής σύνδεσης μεταξύ του Boy και της οικογένειάς του ή του Σαμάνου, χωρίς να μπορείς να νοιαστείς πραγματικά για κανέναν από αυτούς ή για το τι εκδικείται ο Boy. Ακόμα και όταν σπάει τον τέταρτο τοίχο για μερικά από τα (παιδικά) αστεία του, σπάνια καταφέρνουν να πετύχουν τον στόχο τους.
Τουλάχιστον ο Μπιλ Σκάρσγκαρντ στον ρόλο του Boy βγάζει μια ανεξάντλητη ενέργεια και ο Χ. Τζον Μπέντζαμιν (τον οποίο έχουμε ακούσει να δανείζει τη φωνή του και σε άλλους αγαπημένους χαρακτήρες, όπως στα «Bob's Burgers» και «Archer»), είναι μια τέλεια επιλογή για τη φωνή της συνείδησής του, αλλά και το υπόλοιπο καστ προσπαθεί να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί.
Το «Boy Kills World» φιλοδοξεί να είναι η αρχή ενός franchise και έχει ήδη λανσάρει ένα spin-off video game, ενώ αργότερα ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει και μια σειρά κινουμένων σχεδίων. Αλλά ήδη από την πρώτη κιόλας ταινία νιώθεις πως αυτό το franchise έχει ξεπεράσει τα όρια του overkill.