Ο βραβευμένος στις Κάννες, για το ντοκιμαντέρ «Armadillo» του 2010, Δανός Γιάνους Μετς, μεταφράζει σε γουέστερν - από την προετοιμασία και την προοδευτική αύξηση της έντασης, ως την τελική αναμέτρηση - τον διάσημο αγώνα τένις του Μπιορν Μποργκ και του Τζον ΜακΕνρό στο Γουίμπλντον το 1980, αν όχι με ιδιαίτερο βάθος στο ψυχογράφημα της σχέσης των δυο ηρώων, σίγουρα με ενθουσιασμό, υπέροχες πρωταγωνιστικές ερμηνείες και στιλ στο... σερβίς.

Η χρονιά είναι το 1980 και οι δυο τενίστες θα βρεθούν αντίπαλοι στο Γουίμπλντον. Ο Μπιορν Μποργκ, ο Σουηδός πρωταθλητής, σούπερ σταρ όχι μόνο της ρακέτας, αλλά και του κοινού που καρδιοχτυπά στο κάθε του πέρασμα. Κι ο Τζον ΜακΕνρό, το «νέο» αίμα από την Αμερική, σε πρεμιέρα σε συνάντηση τέτοιου βεληνεκούς, διαβόητου για το εκρηκτικό του ταμπεραμέντο, την οργή που σκορπίζει μεγαλόφωνα σε κάθε του παιχνίδι.

Ο Μποργκ, απόλυτα προγραμματισμένος, τρομοκρατημένος μην ξεφύγει τίποτα από το σχέδιό του, μεταφράζοντας τον τρόμο του σε τελειομανία ή προκατάληψη: κοιμάται σε θερμοκρασία πολικού ψύχους, τεστάρει μαζί με τον προπονητή του (σκέτη δύναμη στο δεύτερο ρόλο ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ), δεκάδες ρακέτες με συγκεκριμένη τελετουργία για να βρει την πιο σωστή για το παιχνίδι του, ταξιδεύει με ακριβώς υπολογισμένα ρούχα, κάλτσες, μπαντό, περικάρπια στις αποσκευές του, τοποθετημένα με τον ίδιο, γεωμετρικά ορθό τρόπο, μοναχικός, με εμμονή στην αυτοσυγκέντρωση, την ησυχία. Κι ο ΜακΕνρό, που πριν από κάθε παιχνίδι απλώς τα πίνει και τα σπάει, καλύπτοντας απλώς έτσι τον δικό του τρόμο μην τυχόν δεν φανεί τέλειος. Δυο εμβληματικοί αντίπαλοι, θεωρητικά αντίθετοι που, στην ψυχή και στη μέθοδό τους, μπορεί να είναι απλώς ο ίδιος άνθρωπος, με διαφορετικές εκφράσεις της ανασφάλειάς του.

Ο Μετς δομεί την ταινία του σε δυο παράλληλους άξονες. Στον ένα, στρώνει το δρόμο προς τον τελικό, την προετοιμασία για το παιχνίδι, τις προσωπικές κι οικογενειακές σχέσεις που βασανίζονται να επιβιώσουν κάτω από τέτοια, υπεράνθρωπη πίεση ανταπόκρισης στις απαιτήσεις, που σημαίνει ο πρωταθλητισμός. Στον άλλον, τρυπώνει στα παιδικά, εφηβικά χρόνια των δυο αθλητών, εξερευνώντας όσα συνέβησαν εκεί και διαμόρφωσαν τους ψυχαναγκαστικούς χαρακτήρες τους. Και στις δυο αφηγήσεις, η έμφαση πέφτει στον Μπιορν Μποργκ, με τον ΜακΕνρο να λειτουργεί περισσότερο ως καταλύτης για την ανάλυση του Σουηδού.

Φωτίζοντας τα πλάνα του με το πορτοκαλί, τα έντονα χρώματα και το ζεστό ήλιο της ανάμνησης του '80, περιορίζοντας την ψυχρότητα στα εσωτερικά και εσωστρεφή πλάνα, ο Μετς στήνει μια ταινία συμβατική μεν, αλλά που δείχνει το ευρωπαϊκό προφίλ της, στις αμηχανίες που καταλαμβάνουν το χρόνο τους, στο πώς στήνει την κάμερα απέναντι από τους ήρωες, παρατηρητικά. Αλλά απογειώνεται πραγματικά όταν σκηνοθετεί το ίδιο το ματς, με εναλλαγές κοντινών και γενικών, με ρυθμό, σκανταλιά, ιδρώτα και πάθος.

Με υλικό μια τέτοια, ανατρεπτική, πολύπλευρη αληθινή ανθρώπινη ιστορία, ο Μετς θα μπορούσε να κοιτάξει λίγο πιο βαθιά στη σχέση των δυο πρωταθλητών, να τους χαρίσει περισσότερο κοινό χρόνο στην οθόνη, να πάει ένα βήμα πέρα από τα πρώτα συμπεράσματα, ενώ επιμένει περισσότερο στις επικεφαλίδες και στο σπορ. Αλλά το κέρδος του βρίσκεται στους δυο πρωταγωνιστές του, τον Σάια ΛαΜπεφ, έτσι κι αλλιώς ηθοποιό-δυναμίτη, παρά το παροξυσμικό προφίλ του, με εκρήξεις που φυσικά θυμίζουν αυτές του ΜακΕνρό σε μια πρώτη ματιά. Και τον Σβέριρ Γκούντνασον, που καταφέρνει να συνδυάσει τον έλεγχο με τον αισθησιασμό, την τελειότητα του σώματος και του μηχανισμού του με το παιδικό βλέμμα, σ' ένα ρόλο καριέρας. Δυο πρωταγωνιστές αντάξιοι των ινδαλμάτων που πριν μπόλικες δεκαετίες στόλισαν τους παιδικούς τοίχους μας, σε μια ταινία που ανταποκρίνεται στην ανάμνηση.