Ο Ντουάιτ Εβανς είναι ένας μυστηριώδης άστεγος: ζει μαζεύοντας κονσερβοκούτια απ’ όπου βρει, ανοίγοντας σπίτια για να κάνει μπάνιο, αναζητώντας τροφή στα σκουπίδια. Το αυτοκίνητο του, μια μπλε Πόντιακ, είναι το σπίτι του, ένα σκουριασμένο σιδερένιο κουτί γεμάτο τρύπες από σφαίρες. Όταν ο Ντουάιτ βρει μπροστά του την αστυνομία δεν θα εκπλαγεί - μόνο που οι αρχές δεν τον αναζητούν για τις παρανομίες του, αλλά για να τον ενημερώσουν ότι ο άνθρωπος που πριν είκοσι χρόνια δολοφόνησε τους γονείς του αποφυλακίστηκε. Πανικόβλητος, ο Ντουάιτ ξεκινά ένα οδοιπορικό εκδίκησης, μόνο που αποδεικνύεται ανίκανος να το φέρει σε πέρας.

Μέσα σε κάθε μικρό ή μεγάλο πλάνο του «Blue Ruin» κρύβεται ένα αστείρευτο απόθεμα οργής, μια απέραντη μοναξιά, ένα αχαρτογράφητο no man’s land στο οποίο γεννιούνται και πεθαίνουν οι ανθρώπινες προσδοκίες και το μόνο που επιβιώνει είναι το μηδέν, το απόλυτο τίποτα, το κουφάρι ενός κόσμου ποτισμένου με μίσος, θυμό και τρόμο.

Ισως γι’ αυτό και το βραβευμένο στις Κάννες σχεδόν DIY και χρηματοδοτημένο με crowdfunding φιλμ του Τζέρεμι Σολνιέ είναι ταυτόχρονα μια ταινία τρόμου και μια ταινία επιβίωσης, ένα σύγχρονο γουέστερν και μαζί ένα μελόδραμα, ένα μονόπρακτο για ένα άνθρωπο που παίζει τα πάντα προκειμένου να αποδράσει από το θάνατο σκορπώντας... θάνατο.

Στο όριο των κινηματογραφικών ειδών και της ακύρωσής τους, ο Σολνιέρ προτιμά να μην ακολουθεί κανόνες και κινηματογραφικές αναφορές, αλλά να απλώσει το φιλμικό του σύμπαν ακριβώς στο σημείο όπου η άσκηση συναντά την αυστηρή αφήγηση και η έλλειψη μέσων και χρημάτων αναδεικνύει λειτουργικά την ακατέργαστη καρδιά της ιστορίας του.

Δεν είναι μόνο ο εσωτερικός ρυθμός του που σαν ένα video game που αλλάζει πίστες οδηγεί το βλέμμα σου ολοένα και βαθύτερα στην τελική αναμέτρηση με ένα υπαρξιακό και υπερρεαλιστικό δράμα, ούτε η υπέροχη φωτογραφία που υπογράφει ο ίδιος ο έμπειρος διευθυντής φωτογραφίας δημιουργός του, ούτε μόνο οι «τσόντες» από σπλατεριά και κοενικό μαύρο χιούμορ που διαμελίζουν το σασπένς υπενθυμίζοντας την pulp υφή ακόμη και της πιο μελαγχολικής americana.

Είναι κυρίως τα μεγάλα πληγωμένα μάτια του υπέροχου Μέικον Μπλερ που στη μοναχική πορεία του vigilante ήρωά του, μένουν διάπλατα ανοιχτά στη φρίκη αποφασισμένα να μην κλείσουν ακόμη και όταν το μόνο που θα ήθελαν θα ήταν να σταματήσουν να κοιτάνε στο παρελθόν και να ρίξουν λοξή ματιά στο όποιο μέλλον.

Με απόλυτη γνώση των περιορισμών του budget του και κρατώντας τις διαστάσεις του χειροποίητου έπους του στο επίπεδο μιας ταινίας που ξέρει πως να κάνει την εμπειρία να αντέξει μέχρι το φινάλε, ο Σολνιέ ολοκληρώνει μια μικρή ωδή πάνω στη μελαγχολία, τους αντιήρωες αυτού του κόσμου και ενώ δεν αρνείται παρά ελάχιστα το απόλυτο σκοτάδι στο οποίο ζει ο κόσμος τον οποίο περιγράφει, φωτίζει μια φαινομενικά άδεια ταινία με λάμψεις απολαυστικού σινεμά και μιας τελικής λύτρωσης που δεν ζητάει την άδεια (κινηματογραφικών και κοινωνικών) νόμων.