Blindspotting είναι το φαινόμενο εκείνο κατά το οποίο σε μια αμφίσημη κατάσταση ή εικόνα το μυαλό μπλοκάρει υποσυνείδητα τη μία ερμηνεία ή εκδοχή και εμμένει στην άλλη. Κυριολεκτικά συνδέεται με τους περιορισμούς της οπτικής αντίληψης, μεταφορικά όμως είναι το αποτέλεσμα πολυποίκιλων παραγόντων, κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, ακόμα και γλωσσικών, οι οποίοι οδηγούν στην επιλεκτική ανάγνωση κι ερμηνεία της πραγματικότητας.
Αυτό το Τυφλό Σημείο στην καρδιά της Αμερικής των ανισοτήτων, της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού και της πολυπολιτισμικότητας φιλοδοξεί να εξερευνήσει η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Κάρλος Λόπεζ Εστραδα, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα και την υλοποίηση ενός μακροχρόνιου ονείρου ζωής για τους δύο παραγωγούς, σεναριογράφους και πρωταγωνιστές, Νταβίντ Ντιγκς και Ραφαέλ Καζάλ. Μετά από εννιά χρόνια καθυστερήσεων στην παραγωγή οι δύο παιδικοί φίλοι είδαν επιτέλους το project τους για την υποβαθμισμένη περιοχή του Όουκλαντ της Καλιφόρνια στην οποία μεγάλωσαν να παίρνει σάρκα και οστά και να φτάνει μέχρι το διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ του Σάντανς. Ο ενθουσιασμός αυτός, όμως, σε συνδυασμό με τις υπέρμετρες φιλοδοξίες των τριών αναμφίβολα ταλαντούχων καλλιτεχνών για ένα πολυεπίπεδο σχόλιο πάνω σε όλες τις ενδογενείς αντιφάσεις που συνθέτουν την αμερικανική κουλτούρα οδηγεί τελικά την ταινία στις παιδικές ασθένειες του εύκολου εντυπωσιασμού και της αμετροέπειας που συνοδεύουν ένα κατά τα άλλα δυνατό και πολύ ενδιαφέρον πρωτόλειο.
Ο Κόλιν (Νταβίντ Ντιγκς) είναι ένας νεαρός Αφροαμερικανός κατάδικος, που έχει αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους και διανύει τις τρεις τελευταίες μέρες της αυστηρής επιτήρησής του. Αποφασισμένος να αφήσει πίσω τα λάθη του παρελθόντος, δουλεύει σε μια μεταφορική εταιρεία μαζί με τον παιδικό του φίλο Μάιλς (Ραφαέλ Καζάλ) και καθημερινά βιώνει τις αντιφάσεις και τις αλλαγές που συντελούνται στο Όουκλαντ, την περιοχή στην οποία μεγάλωσε: από τη μία η απόπειρα του εξωραϊσμού και χιπστεροποίησης της πρώην υποβαθμισμένου αστικού τοπίου κι από την άλλη η κοινωνική παθογένεια των φυλετικών και κοινωνικών ανισοτήτων που δυναμιτίζουν την ατμόσφαιρα και μπορούν ανά πάσα στιγμή να οδηγήσουν στην έκρηξη. Όταν ο Κόλιν γίνει ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας ενός επεισοδίου αστυνομικής βίας και ο Μάιλς αγοράσει ένα όπλο για “λόγους ασφαλείας”, τα πράγματα θα οδηγηθούν στα άκρα και η φιλία τους θα δοκιμαστεί.
Από τους τίτλους έναρξης που συνδυάζουν κάπως ανορθόδοξα τα split screen πλάνα ενός παλλόμενου από ζωή Όουκλαντ με το εβληματικό Libiamo ne' lieti calici από την Τραβιάτα του Βέρντι προεικάζει κανείς τις φιλοδοξίες για ένα έργο που θα ξεφεύγει από τα στεγανά άλλου ενός στεροτυπικού urban δράματος για τα αδιέξοδα των μειονοτήτων και τη φυλετική ανισότητα και η πεποίθηση αυτή ενισχύεται από την εντυπωσιακή εισαγωγή που μέσα σε λίγα μόλις λεπτά εισάγει τα πολλαπλά πεδία των αντιθέσεων και των προκλήσεων που αντιμέτωπίζουν οι δύο κεντρικοί ήρωες. Ταυτόχρονα, όμως, αρχιζει να γίνεται αντιληπτή και η δυσαρμονία ανάμεσα σε μια εφετζίδικη σκηνοθεσία που μαρτυρά την προσπάθεια ενός σκηνοθέτη να δείξει με το ντεμπούτο του όλες τις ικανότητές του και σε ένα σενάριο που δίνει έμφαση στη σημασία του αυτοσχέδιου ραπ ποιητικού λόγου ως μορφή αυτογνωσίας και αντίστασης.
Ο Κόλιν και ο Μάιλς, ο ένας μαύρος και ο άλλος λευκός, έχουν χτίσει τη φιλία τους κι έχουν γαλουχηθεί μέσα από αυτή για να επιβιώσουν αλληλοσυμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον σε ένα αστικό περιβάλλον επικίνδυνο, ο πρώτος μονίμως ύποπτος λόγω του χρώματος του δέρματός του και ο δεύτερος με έναν ευερέθιστο και ευέξαπτο χαρακτήρα που τον βάζει συνεχώς σε μπελάδες. Ο λόγος είναι το κοινό σημείο αναφοράς και οριοθέτησης του κόσμου τους και οι έμμετρες στιχομυθίες στις οποίες καταφεύγουν δίνουν μια σεξπιρική διάσταση στους διαλόγους. Οι λέξεις θα καταδείξουν και το σημείο στο οποίο εθελοτυφλούν και οι δύο μπροστά στις σαρωτικές αλλαγές της αστικής αναβάθμισης και στον ετεροπροσδιορισμό των κοινωνικών τους ταυτοτήτων. Κι ενώ θα περίμενε κανείς πως το όπλο που εμφανίζεται στην αρχή της ταινίας θα κορυφώσει τσεχοφικά το δράμα, ένας συνταρακτικός, χειμαρρώδης μονόλογος, μέσα από τον οποίο ο Κόλιν θα ξεδιπλώσει όλη την σωρευμένη του οργή, θα δώσει στο Blindspotting την πιο δυνατή στιγμή του.
Αμήχανος ως προς την προσέγγιση ενός τόσο μεστού σεναρίου, ο Εστράδα βαδίζει στο δρόμο που χάραξε ο Σπάικ Λι στην αποτύπωση των φυλετικών αντιθέσεων, δεν κάνει ωστόσο το σωστό, χάνοντας το δρόμο και την ισορροπία ανάμεσα στους κωμικούς και τους δραματικούς τόνους και δίνοντας μια αδικαιολόγητη διάσταση υποβόσκουσας και αποπροσαναστολιστικής υστερίας στην ταινία. Αντιθέτως, ο Νταβίντ Ντιγκς δικαιολογεί απόλυτα το hype που απέκτησε μετά το βραβείο Τόνι για το Χάμιλτον και δίνει μια αποκαλυπτική ερμηνεία στο ρόλο του Κόλιν αποτυπώνοντας με ακρίβεια τη θλίψη, τις ενοχές και την υπαρξιακή ανάγκη για επαναπροσδιορισμό και για μία εκφραστική διέξοδο, ενώ ο Ραφαέλ Καζάλ, αν και πιο αδύναμος ερμηνευτικά, διαθέτει μια πρωτεϊκή ορμή που τον καθιστά απειλητικό και γοητευτικό ταυτόχρονα σε όλα τα συναισθηματικά κι ερμηνευτικά σκαμπανεβάσματα του.
Το Blinspotting δικαιώνει ειρωνικά τον τίτλο του, όταν κρατά υψωμένο το δάχτυλο της δραματουργικής ευκολίας και του διδακτισμού, προσφέρει όμως κάποιες αναπάντεχα απολαυστικές σκηνές (“Fuck Alfred Hitchcock!”), ενω καταφέρνει σε σημεία να αποκτήσει καθαρότητα στη ματιά του πάνω σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη και αντιφατική χώρα που συνεχώς αλλάζει, αλλά μένει πάντα η ίδια, ειδικά ως προς την αντιμετώπιση των φυλετικών κοινοτήτων, όταν φέρνει απροσδόκητα τον Βίτγκενστάιν στο hood και υπενθυμίζει ότι τα όρια του ανθρώπου καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του.