Λούτον, 1987. Ο 16χρονος Τζάβεντ βρίσκεται εγκλωβισμένος ανάμεσα στον βαθύ πουριτανισμό της πακιστανικής οικογένειάς του και τον ρατσισμό στους δρόμους της Θατσερικής Αγγλίας. Καταπιεσμένος, αταίριαστος, μπερδεμένος, νιώθει πως δεν ανήκει πουθενά - ούτε ανάμεσα στους εθισμένους στην Brit-pop συμμαθητές του, ούτε στους 4 τοίχους του αυστηρού πατρικού του στο γκέτο των μεταναστών. Γράφει στίχους και τους κρύβει, λέει ότι σπουδάζει οικονομικά και πηγαίνει κρυφά σε μαθήματα συγγραφής, ονειρεύεται πώς θα δραπετεύσει από αυτό το βρωμότοπο. Ειδικά όταν ο πατέρας του απολύεται από τη φάμπρικα που δούλευε 14 χρόνια και μένει άνεργος, η ασφυξία και το αδιέξοδο του μεγαλώνουν. Μέχρι που κάτι συμβαίνει. Ενας συμμαθητής του τού δίνει να ακούσει τους δίσκους του Μπρους Σπρίνγκστιν και όλα αλλάζουν. Οσα νιώθει, όσα σκέφτεται έρχονται και κουμπώνουν, εξηγούνται, και βρίσκουν παρηγοριά στους στίχους ενός άλλου γιου της εργατικής τάξης από το μακρινό Νιου Τζέρσεϊ. Στην ηλικία που κανείς δε σε καταλαβαίνει, που δεν ανήκεις πουθενά, που δεν σε χωράει ούτε το δέρμα σου, το rock n' roll έρχεται να σε σώσει. Ο Τζάβεντ τώρα πρέπει να επαναστατήσει στην οικογένειά του και να ακολουθήσει τα όνειρά του. Θα τα καταφέρει;
Ο Τζάβεντ υπάρχει, είναι αληθινό πρόσωπο. Το όνομά του είναι Σαφράζ Μανζούρ και είναι πλέον διάσημος δημοσιογράφος. Το 2007 έγραψε την αυτοβιογραφία του «Greetings From Bury Park» («Greetings From Asbury Park» είναι το πρώτο άλμπουμ του Μπρους Σπρίνγκστιν κι ο τρόπος που συστήθηκε στον κόσμο «από τον σκουπιδότοπο της Νέας Υόρκης, το Νιου Τζέρσεϊ») αποδίδοντας την πορεία της ζωής του στην ελπίδα, το φως και το κουράγιο που του χάρισε η μουσική του Αφεντικού. Η Γκούριντερ Τσάντα («Κάπως Οπως ο Μπέκαμ») συνεργάστηκε μαζί του για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου και της ιστορίας του σε μια feel-good κομεντί for the ones who have the notion, the notion deep inside.
Oι ιστορίες μεταναστών με όνειρα πολύ μεγαλύτερα από τα στενά όρια της προδιαγεγραμμένης μοίρας τους είναι συνήθως ο κύριος άξονας της Τσάντα στις περισσότερες ταινίες της. Σκοπός της η ενσυναίσθηση και η συγκίνηση του θεατή και υλικά της οι feel good κωμικές στιγμές που ανακατεύονται με μπόλικο μελό για να καταλήξουν σε μία larger-than-life δικαίωση των ηρώων της και μία καθαρτική, θριαμβευτική, συλλογική, ανακούφιση για το κοινό. Ο κόσμος είναι άδικος, δεν επιλέγεις που γεννιέσαι, η ζωή θα στα φέρει δύσκολα, αλλά κανείς δεν μπορεί να σου κλέψει τα όνειρά σου.
Αν αφαιρέσεις το εύκολο μελό, αυτό είναι και το σύμπαν του Μπρους Σπρίνγκστιν. Για αυτό και όταν ο Τζάβεντ πατάει το play για πρώτη φορά, προσέχει τους στίχους και νιώθει τα ντραμς και τις ηλεκτρικές κιθάρες στο στομάχι του, συμβαίνει μια έκρηξη. Η μουσική παύει να είναι κάτι που απλώς τραγουδιέται ή χορεύεται. Γίνεται η φωνή που δεν είχες. Μπορεί ο Σπρίνγκστιν να μην μιλάει για τους πακιστανούς μετανάστες, ή τον εγκλωβισμό σου σ' ένα ελληνικό μικροαστικό σπίτι, αλλά αυτή είναι και η απόδειξη ότι το rock 'n' roll , όπως ακριβώς και το σινεμά, δεν έχει σύνορα. Οσοι βαπτίστηκαν στην κολυμπήθρα των αξιών του Born to Run, παραμένουν πιστοί με τις αξίες του Αφεντικού. Την ασυμβίβαστη πάλη του για ισότητα και δικαιοσύνη («nobody wins, unless everybody wins»). Την ανάγκη του να ξεφύγει από τον μικρόκοσμο, την πόλη, τους δαίμονες, τον γεμάτο τραύματα εαυτό του («our families – they make us and they break us»). Την αξία της φιλίας, το ντοπάρισμα του έρωτα, το ασυμβίβαστο των ονείρων («show a little faith, there's magic in the night»). Την απενοχοποιημένη τρέλα, τα γκάζια, την ατόφια χαρά της ζωής («it ain't no sin to be glad that you're alive»). Τον αθεράπευτο ρομαντισμό του, που καταφέρνει πάντα να σε συντονίζει με τον καλύτερο εαυτό σου.
Η πραγματική ιστορία του Σαφράζ Μανζούρ εμποτισμένη με τις μουσικές του ήρωά του λοιπόν φαινόταν ως βούτυρο στο ψωμί της Τσάντα. Ο μικρός Τζάβεντ έχει πολλά και σημαντικά να μας πει - και για τις προσωπικές αντιξοότητες της εφηβείας του και για την μεγαλύτερη εικόνα της σιδηράς πολιτικής και οικονομικής ασφυξίας της χώρας του. Κι όλα αυτά παίρνουν φωτιά όταν η κινηματογραφική εικόνα πλημμυρίζει από τους ήχους και τους στίχους του «Badlands» («Talk about a dream / Try to make it real / You wake up in the night with a fear so real / Ypu spend your life waiting for a moment that just don't come») ή του «Promised Land» («I've done my best to live the right way / I get up every morning and go to work each day / But your eyes go blind and your blood runs cold / Sometimes I feel so weak I just want to explode / Explode and tear this old town apart / Take a knife and cut this pain from my heart»).
Για αυτό και η σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το εύρημα να βλέπουμε τους στίχους στην οθόνη, ή τον Τζάβεντ να τους απαγγέλει ως διάλογο σε κομβικές σκηνές. Αλλά αν αυτό το εύρημα είναι έξυπνο ή ακόμα κι αναγκαίο, για να μυηθεί κι ένα κοινό που δεν ακούει Σπρίνγκστιν, πολλά άλλα στα οποία καταφεύγει η Τσάντα δεν λειτουργούν. Αφέλειες, μιούζικαλ δρώμενα, μία υπογραμμισμένη συναισθηματική υπερβολή, κιτς φολκλόρ - όλα ρηγμένα στο μίξερ με μπόλικες δόσεις από κλισέ. Από την μία εμπιστεύεται το Αφεντικό για να κοινωνήσει τα μηνύματα, από την άλλη τον ευτελίζει με χαριτωμενιές.
Η ταινία θα μπορούσε να είναι εξίσου feel good, εξίσου φιλόξενη στο mainstream κοινό με λίγο πιο προσεχτικές ισορροπίες και λιγότερες ευκολίες. Δεν τις χρειαζόταν. Είχε μία γερή πρώτη ύλη (την αληθινή της ιστορία), έναν γοητευτικό πρωταγωνιστή (ο Βιβέκ Κάλρα ερμηνεύει με συγκινητική γενναιοδωρία και πελώρια, εκφραστικά, θλιμμένα βλέμματα τον ήρωά του) κι όχημα έναν ρόκερ με το χάρισμα να μεταδίδει την ενέργεια, την αλήθεια και τη συγκίνησή του πολύ πιο αβίαστα και στιβαρά - ξεπηδάει από ενισχυτές και ηχεία και γλιστράει από την οθόνη κατευθείαν στο αίμα, την υγρασία των ματιών, το χτυποκάρδι. Οχι, δεν χρειαζόμασταν το «Thunder Road» σε αλά «Mamma Mia!» μουσικοχορευτική σκηνή.