Στο night club Ρόξι, όλοι χορεύουν κόνγκα. Ο Μπίλυ δεν χορεύει κόνγκα, γιατί μια κόνγκα είναι η ζωή του. Αντρες και γυναίκες, με πανομοιότυπες κινήσεις, ξεκινούν με την εντολή του ανιματέρ, δυο βήματα μπροστά, ένα δεξιά, ένα αριστερά, επανάληψη. Απ' αυτή τη ζωή ο Μπίλυ θα ήθελε να ξεφύγει - να πάει στο Λονδίνο, να γίνει σεναριογράφος ή συγγραφέας, να παντρευτεί την ανεξάρτητη και τυχοδιώκτρια Λιζ.
Αλλά προς το παρόν ζει με τους γονείς και τη γιαγιά του σε μια μικρή πόλη στο Γιορκσάιρ, δουλεύει σ' ένα γραφείο τελετών όπου, από απλή βαρεμάρα κι ανευθυνότητα βρίσκεται συνέχεια μπλεγμένος, είναι αρραβωνιασμένος με δυο κορίτσια που μοιράζονται ένα δαχτυλίδι, λέει ασταμάτητα ψέματα για να γλιτώσει απ' οτιδήποτε δεν του αρέσει, δηλαδή τα πάντα. Και ξεφεύγει, ναι, αλλά μόνο στη φαντασία του, σε μια χώρα που έχει πλάσει ο ίδιος, την Αμβροσία, της οποίας είναι πρωθυπουργός, αρχιστράτηγος, επικεφαλής κάθε είδους, απελευθερωτής, δημιουργός πάρκων και στολών και ευτυχίας, άλλων και δικής του - στη φαντασία του, στην Αμβροσία.
Το 1963, ο νεότατος, ακόμα, Τζον Σλέσιντζερ, σκηνοθέτης του προκλητικού, τότε, «A Kind of Loving», διασκεύασε για το σινεμά το μυθιστόρημα και θεατρικό έργο του Κιθ Γουότερχαους, επέλεξε για πρωταγωνιστή του τον Τομ Κόρτνεϊ (αντικαταστάτη του Αλμπερτ Φίνεϊ στη θεατρική εκδοχή), έβαλε δίπλα του την άγνωστη, ακόμα, Τζούλι Κρίστι που λίγο αργότερα θ' αποθέωνε στο «Darling» κι έκανε μια από τις χαρακτηριστικότερες ταινίες του Νέου Βρετανικού Σινεμά, του free cinema, δηλαδή, ανάλαφρα και τραγικά, σαν τον ήρωά του.
Η ιστορία που ο Μπίλυ ζει κι εκείνη που ονειρεύεται - κι οι δυο σε ασπρόμαυρο σινεμασκόπ, σ' αυτό το μοναδικό συνδυασμό ρεαλισμού και μαγείας - ξεδιπλώνονται με χιούμορ, περιγράφοντας μια χαμένη γενιά, μια σειρά από παραλίγο επαναστάτες, όχι της εργατικής τάξης αλλά μεσοαστούς, οι οποίοι ξεκίνησαν να σχεδιάζουν το λαμπρό μέλλον και παραστράτησαν για ν' αγοράσουν ένα κουτάκι γάλα. Αυτή είναι η ταινία, χαρωπή, θλιμμένη, φαντασιακή, τεμαχισμένη, που συνδέει τη νουβέλ βαγκ, τον Γκοντάρ και τον Τριφό, με... τον Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ: σκηνοθετικά καινοτόμος, σεναριακά αφοσιωμένη στο νεανικό αγνκστ της εποχής της και ιδεολογικά αποκαρδιωμένη. Μια ταινία κοινωνικού ρεαλισμού που μοιάζει κι αυτός ο ίδιος να θέλει να ξεφύγει, σαν τον Μπίλυ, στην κωμωδία.
Είναι όλοι οι δεύτεροι ήρωες που στήνουν το γαϊτανάκι της εποχής και της αποτυχίας: οι γονείς που μιλούν πολύ αλλά ο καθένας μόνος του, ο εργοδότης με την υπεροψία του, οι δυο αρραβωνιαστικές που καμιά τους δεν είναι πρόθυμη να δει την αλήθεια στα ψέματα του Μπίλυ, η Λιζ με το λαμπερό, ελεύθερο βλέμμα της Τζούλι Κρίστι που, θαρραλέα, ξεφεύγει ξανά και ξανά. Ανάμεσά τους, ο Τομ Κόρτνεϊ χτίζει ένα υπερβατικό one man show, με σωματικότητα κι ένα πρόσωπο τόσο ευμετάβλητο, με δαιμόνιο κέφι και οργισμένη απογοήτευση, παλιοχαρακτήρας κι αξιολάτρευτος κι αξιοθρήνητος μαζί.
Υπέροχα παραληρηματικός, ο «Μπίλυ ο Ψεύτης» μιλά με τόση ειλικρίνεια για το δισταγμό εκείνης της γενιάς, που ακούγεται σε κάθε γενιά. Είναι τόσο πολύ μοντέρνος για την εποχή του, που παραμένει μοντέρνος σε κάθε εποχή. Κι όπως τότε, πριν εξήντα χρόνια, έτσι και σήμερα, παραμένει μια από τις πιο πνευματώδεις κωμωδίες για τη δυστυχία, στο ευρωπαϊκό σινεμά.