Οι αρχικοί τίτλοι τούτης της τριπλοβραβευμένης με Όσκαρ (Α’ Γυναικείου Ρόλου, Πρωτότυπου Σεναρίου, Ενδυματολογίας) ταινίας του λεγόμενου βρετανικού φρι σίνεμα πέφτουν πάνω σε έναν πελώριο τοίχο με προανηρτημένες φωτογραφίες πεινασμένων παιδιών στην Αφρική. Eνας αφισοκολλητής σκεπάζει βαθμιαία τις παλιές εικόνες με νέες, και μέχρι να πέσει το τελευταίο όνομα στα ζενερίκ, εκείνο του σκηνοθέτη Τζον Σλέσιντζερ, έχει σχηματιστεί το πρόσωπο ενός όμορφου μοντέλου που προτείνεται ως η «Ιδανική Γυναίκα» από το ομότιτλο διαφημιζόμενο περιοδικό.
Εν προκειμένω, το «μήνυμα» είναι προφανές, και θα επανέρχεται με την ίδια προφάνεια στη διάρκεια του φιλμ. Δείπνα αριστοκρατών, φιλανθρωπικά πάρτι με μαύρα παιδάκια σε κουστούμια εποχής, ευτραφείς κυρίες που αφαιρούν και τρώνε το περιεχόμενο ενός εδέσματος αφήνοντας το ψωμάκι άθικτο, ποτά και φαγητά που ρίχνονται για χαβαλέ σε μια γυάλα με χρυσόψαρα πριν αυτά βρουν τον θάνατο. Χλίδα και σπατάλη, αδιαφορία και υποκρισία, δημόσια εικόνα και προβολή του «ιδανικού». Τίποτα καινούργιο. Μια πενταετία πριν, ο Φεντερίκο Φελίνι τα είχε πει όλα αυτά πολύ πιο αποτελεσματικά στη «Γλυκιά Ζωή».
Εκείνο που δεν είναι προφανές εδώ είναι η χαρακτηρολογία. Το ποιόν, δηλαδή, και τα κίνητρα αυτής της κοπέλας. Της Νταϊάνα Σκοτ, που τη φωνάζαν όλοι darling από μικρή, όπως η ίδια αφηγείται τα έργα της σε voiceover. Το πώς έγινε μοντέλο, άφησε τον ανώριμο άνδρα της για να σπιτωθεί με έναν καλλιεργημένο τηλεπαρουσιαστή που επίσης χώρισε τη γυναίκα του για κείνην, έμπλεξε με έναν δημοσιοσχεσίτη με χρήσιμες γνωριμίες μέσα κι έξω από την Αγγλία, έπιασε φιλίες με έναν γκέι φωτογράφο, γνώρισε στην Ιταλία έναν πολύτεκνο αριστοκράτη που την ήθελε για σύζυγο.
Δεν είναι προφανής η χαρακτηρολογία, γιατί είναι αμφίσημη. Σε μια πρώτη ματιά, είναι εύκολο να πει κανείς την Νταϊάνα μια ανήθικη αριβίστρια, όπως έκανε το μεγαλύτερο μέρος του κοινού και των κριτικών της εποχής. Ομως η ανηθικότητα προϋποθέτει συνειδητότητα, και ο αριβισμός κάποιο σχέδιο. Από τον τρόπο που αφηγείται τις περιπέτειές της (και ο Σλέσιντζερ ευθυγραμμίζεται με τούτη την σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση), η Νταϊάνα δε μοιάζει να έχει την παραμικρή επίγνωση της σημασίας των εκάστοτε «σάλτων» της και των συνεπειών τους (σε αντίθεση με τον δημοσιοσχεσίτη, τον μόνο πραγματικά ανήθικο χαρακτήρα της ιστορίας). Είναι ένα κορίτσι ανέμελο μέχρι ανευθυνότητας και νάρκισσο μέχρι αναλγησίας. Δεν έχει αίσθηση των πληγών που προξενεί στο «γλυκό» πέρασμά της. Ούτε όμως και του τι ακριβώς αντιπροσωπεύει η γενιά της. «Μισώ τις συμβάσεις, δε σ’ αφήνουν να ανασάνεις, πρέπει να ξεφεύγεις απ’ αυτές», λέει στον ρεπόρτερ που θα γίνει σύντομα εραστής της. «Μα δεν είναι οι φυγές του χθες οι συμβάσεις του σήμερα;», τη ρωτά εκείνος. «Αν είναι έτσι, πρέπει να ξεφεύγεις ξανά!», απαντά.
Ηδη απ’ αυτήν τη (δημόσια) στιχομυθία γίνεται φανερό πως δεν πρόκειται για το προφίλ μιας απατεώνα. Ωστόσο, κι εφόσον καταλήγουμε να μιλάμε για μια ηρωίδα που αγνοεί τη σημασία της κοινωνικής συνείδησης, ούτε ακριβώς και για ένα τυπικό δείγμα του φρι σίνεμα. Ναι, το swinging London είναι εκεί, όμως η παρουσία του σαν φόντο λογίζεται μάλλον παρά σαν πρωταγωνιστική, στο περιθώριο ενός γυναικείου πορτρέτου δουλεμένου πρωτίστως ως «δράμα του νεροχύτη».
Εδώ που τα λέμε, καλύτερα έτσι. Γιατί σαν δείγμα εκείνου του κινηματογραφικού κινήματος το «Darling» δεν θα άντεχε στο χρόνο, παρά τις ακροβασίες του Σλέσιντζερ στον ρεαλισμό του δρόμου ή τις (όχι και τόσο τολμηρές ούτε για την εποχή) αναφορές του στην άμβλωση, την ομοφυλοφιλία ή την αμφιφυλοφιλία. Ενώ σαν γυναικείο δράμα όχι μόνο «στέκεται» ακόμη, αλλά και σε κατατρύχει με σκηνές που επικυρώνουν μοναδικά το υποείδος, όπως αυτή όπου η Νταϊάνα καρφώνει το βλέμμα στην αντανάκλασή της στον καθρέφτη καθώς ετοιμάζεται να κάνει έρωτα, ή εκείνη του κλιμακούμενης έντασης τσακωμού του ζεύγους στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό.