Το 1952 ο Ζωρζ Σιμενόν γράφει το «Ο Θάνατος της Μπελ», ένα εκ των χαρακτηριστικότερων έργων του, το οποίο εμπίπτει στην κατηγορία των επονομαζόμενων «romans durs», βιβλίων που εστίαζαν στη σκοτεινή ψυχολογία των χαρακτήρων τους, υπό το περίβλημα της πλοκής ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Μέσω της ιστορίας ενός ήσυχου δημόσιου υπαλλήλου που έρχεται αντιμέτωπος με κατηγορίες εις βάρος του για φόνο, ο Σιμενόν διερευνά - όπως πάντα - με αναλυτική ματιά το αίσθημα του εγκλωβισμού και της απόγνωσης, ως απότοκα της κοινωνικής κατακραυγής που επιφέρει η άτυπη μεταμόρφωση μίας κοινότητας σε λαϊκό δικαστήριο.
Σχεδόν 70 (!) χρόνια μετά, το μυθιστόρημά του μεταπηδά στη μεγάλη οθόνη, αποδεικνύοντας ότι η γραφή του αντέχει στον χρόνο, παραμένοντας σύγχρονη της (όποιας) εποχής. Υπό τη σκηνοθετική του ματιά του Μπενουά Ζακό, «Ο Θάνατος της Μπελ», μετατρέπεται σε μία σπουδή στην υποκρισία που διατρέχει τις ανθρώπινες σχέσεις και, κατ’ επέκταση, στην ευκολία με την οποία οι κοινωνίες αναζητούν εξιλαστήρια θύματα, προκειμένου να αποδώσουν ευθύνες στο πρόσωπό τους, εν είδει μίας πλασματικής μεν, ανακουφιστικής δε κάθαρσης. Κοινώς, αυτό που μας ενδιαφέρει στην εν λόγω μεταφορά δεν είναι η λύση του μυστηρίου, αλλά η μελέτη του πώς αυτό λειτουργεί ως καταλύτης για συλλογικές προβολές, ενοχές και διαστρεβλώσεις.
Ο Πιέρ και η σύζυγός του, Κλέα ζουν μία φαινομενικά ήσυχη ζωή σε μία μικρή επαρχιακή πόλη της Γαλλίας. Εκείνος διδάσκει στο τοπικό σχολείο, ενώ εκείνη διατηρεί ένα κατάστημα οπτικών. Οταν η Μπελ, κόρη μίας φίλης του ζευγαριού, βρίσκεται δολοφονημένη μέσα στο σπίτι τους, όπου ο Πιέρ είναι ο μόνος παρών, η καθημερινότητά τους καταρρέει, καθώς από αξιοσέβαστος πολίτης μετατρέπεται σε κύριο ύποπτο, ενώ παράλληλα βρίσκεται αντιμέτωπος όχι μόνο με την αστυνομική ανάκριση, αλλά και τη σταδιακή αποδόμησή του από τον κοινωνικό του περίγυρο.
Επιλέγοντας να μεταφέρει την υπόθεση στη γαλλική επαρχία του σήμερα, και όχι στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του '60, ο Ζακό σκιαγραφεί το πορτρέτο μίας κοινωνίας που στερείται ουσίας και βασίζεται σε επιφανειακά ηθικά θεμέλια, τα οποία εξαντλούνται στην (εμμονική) στηλίτευση του Αλλου. Ωστοσο, παρά τη στιβαρή προσέγγιση που επιτάσσει η γραφή του Σιμενόν, το αποτέλεσμα είναι ένα neo-noir που, κόντρα στη σύντομη διάρκειά του, καταλήγει να προσομοιάζει περισσότερο σε φιλμ βραδείας καύσης εξαιτίας των φλατ σκηνοθετικών επιλογών που διαδέχονται η μία την άλλη, με το καστ - τον ρόλο της Κλέα υποδύεται η σπουδαία Σαρλότ Γκενσμπούρ - να παραμένει αναξιοποίητο και το συνολικό αποτέλεσμα να μην ανταποκρίνεται στην πρωτογενή πηγή του.