Σκοτάδι, μπαρόκ χρώμα, υγρασία, σάλιο, χύσια και βαφή μαλλιών, αυτά είναι τα συστατικά της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Νίκου Πάστρα, που παίρνει τον Τζον Χιουζ και τον Αντρέι Ζουλάφσκι και τους αναγκάζει να ενωθούν σ' ένα ιδρωμένο σεντόνι, με τον Γκασπάρ Νοέ, τελετάρχη, να κρυφοκοιτάζει από την κλειδαρότρυπα. Αισθησιακό, αισθαντικό και μαζί εξαιρετικά αθώο ή/και αφελές, μια νεανική παγανιστική επανάσταση που ψάχνει την αιτία της.

Διαβάστε ακόμη:

Τα εν λόγω μπάσταρδα είναι δέκα παιδιά, πέντε αγόρια και πέντε κορίτσια, που εγκαθίστανται σ' ένα εξοχικό σπίτι, στη λαύρα του ελληνικού καλοκαιριού και ξεκινούν το παιχνίδι. Μονολογούν (και κοιτάζοντας την κάμερα), συζητούν, κάνουν σεξ, ανταγωνίζονται, φιλιούνται και βρίζονται, μέσα στη φούσκα αυτού του απομονωμένου σπιτιού που τους επιτρέπει, προσωρινά έστω, μια αυτάρκεια και μια ανεξαρτησία. Εκεί θα φτιάξουν τους δικούς τους νόμους (ή θα προσπαθήσουν να καταλάβουν τι θέλουν να νομοθετήσουν), θ' αποκηρύξουν την κοινωνία που τα γέννησε (ή θα προσπαθήσουν να στήσουν μια νέα, με μοναδικό κανόνα το χωρίς κανόνες), θα ζήσουν ελεύθεροι - και πάγια εξαρτημένοι.

Με πάθος που ξεχειλίζει από την κάθε λέξη και το κάθε πλάνο, με τον Mazoha να δίνει τον τόνο και τον διευθυντή φωτογραφίας, Πέτρο Νούσια, να δίνει το βελούδινο βάθος ή το καμμένο πρωινό φως, ο Πάστρας κάνει μια ταινία που είναι κι η ίδια ένα παιχνίδι παιδικό. Πεισματάρικη, φορσέ κατά στιγμές, πολυλογού κατ' άλλες, σέξι και δροσερή χωρίς προσπάθεια. Και μαζί, έντονα πολιτική, με μια ιδεολογία που, από τη μια πλευρά, στη σκέψη του «ενήλικα» μοιάζει να μην έχει κανένα υπόβαθρο παρά μια επιπόλαια απόρριψη των πάντων χωρίς ουσιαστικές προτάσεις, μια ετσιθελική αντίδραση που τραβάει τιμωρία (κι η τιμωρία έρχεται, φυσικά, στο έξαλλο φινάλε που φέρνει μαζί του την αφρόκρεμα της σύγχρονης ελληνικής υποκριτικής αλλά και μια τελεσίδικη σφραγίδα αντι-επικοινωνίας).

Κι από την άλλη, μια ιδεολογία τόσο ταυτισμένη με την ίδια της την κολλεκτιβίστικη κατασκευή, μ' ένα τόσο αυθεντικό «τίποτα» της generation z, που νιώθεις την ανάγκη να την προστατεύσεις μ' ένα ζακετάκι, να τη φυσήξεις να κρυώσει, να την κοιτάξεις λαίμαργα και να την κλείσεις σ' ένα συρταράκι να μη φωνάζει. Γιατί το σύμπαν που είναι ικανός να φτιάξει ο Νίκος Πάστρας κι η ομορφιά που μπορεί να μοιράσει δημιουργούν ακριβώς αυτή τη love/hate σχέση που κάνει το σινεμά του εθιστικό, εκνευριστικό, τελικά τρυφερό κι ερωτεύσιμο, σαν παιδί που θέλεις να παίξεις μαζί του, αλλά πρέπει να το στείλεις να κάνει τα μαθήματά του.