Ενα παιδί βαδίζει στον διάδρομο ενός νοσοκομείου. Βιάζεται να αποχαιρετήσει τη μητέρα του για τελευταία φορά. Η κάμερα περνάει στο δωμάτιο όπου η μητέρα του, κατάκοιτη, προσεγγίζει την ισοηλεκτρική γραμμή με μεγάλη ταχύτητα. Το παιδί ανοίγει την πόρτα αλλά η μητέρα του έχει ήδη φύγει για το μεγάλο ταξίδι. Η «Ακρόαση» του Τακάσι Μίικε, το horror διαμάντι από το 1999 που τον καθιέρωσε διεθνώς ως μετρ του τρόμου και ουσιαστικά εφηύρε το είδος του j-horror, μας ξεγελάει από τα πρώτα δευτερόλεπτα: παρουσιάζεται ως ένα δράμα και στη συνέχεια μεταμφιέζεται σε ρομαντική κομεντί. Βασισμένος στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ριγιού Μουρακάμι από το 1997, ο Μίικε, με μια εξαιρετική και υπομονετική σκηνοθεσία, μπήγει πολύ αποτελεσματικά τα νύχια του τρόμου βαθιά στο δέρμα μας.

Επτά χρόνια μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο Σιγκέχικο (Τέτσου Σάβακι) και ο πατέρας του, Σιγκέχαρου (Ρίο Ισίμπασι) ψαρεύουν σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ο θάνατος της μητέρας φαίνεται να ανήκει στο παρελθόν. Γρήγορα, ο γιος παροτρύνει τον πατέρα του να προχωρήσει με τη ζωή του και να βρει μια νέα σύντροφο, πράγμα που θυμίζει αμυδρά τις συναντήσεις από το «Αγρυπνοι στο Σιάτλ». Ο Σιγκέχαρου λοιπόν έχει μια φαεινή ιδέα, η οποία θα μπορούσε να υπηρετεί το σενάριο μιας απολαυστικής κωμωδίας: χρησιμοποιώντας τη βοήθεια ενός φίλου του που είναι παραγωγός ταινιών, διοργανώνει μια ψεύτικη οντισιόν για μια φανταστική ταινία, με σκοπό να βρει τη νέα του σύντροφο.

Στην προσπάθεια θεραπείας της μοναξιάς του πρωταγωνιστή, ο Γιασούχισα (Τζουν Κουνιμούρα) διοργανώνει την οντισιόν. Ο Σιγκέχαρου μελετά προσεκτικά τις καρτέλες των υποψηφίων πριν τις συναντήσει. Συζητά με τον Σιγκέχαρου με μια αφοπλιστική και εκνευριστική αλαζονεία: «Νιώθω σαν να αγοράζω το πρώτο μου αμάξι», αστειεύεται, καθώς ο φίλος του τον συμβουλεύει να μην κοιτάει τις φωτογραφίες αλλά να δίνει βαρύτητα στο κείμενο και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των υποψηφίων. Αυτή η αισχρή αντικειμενοποίηση των γυναικών αρθρώνεται ύπουλα και ανερυθρίαστα από τις αρσενικές φιγούρες της ταινίας. Χλευάζοντας τον εγγενή και βαθιά ριζωμένο μισογυνισμό της ιαπωνικής κοινωνίας, η δραματουργία κινεί τους μηχανισμούς μιας αναπόδραστης εκδίκησης.

Μεταξύ των πολλών υποψηφίων, ο Σιγκέχαρου έχει ξεχωρίσει την Ασάμι, μια πρώην μπαλαρίνα, μια γοητευτική μελαχρινη με ομιχλώδες παρελθόν η οποία «φαίνεται να ζει με μεγάλο στοχασμό», όπως παρατηρεί ο πρωταγωνιστής. Συμπληρώνει την αίτησή της μιλώντας για την αναπόφευκτη τραγωδία της ζωής και την αποδοχή του θανάτου. Ο Σιγκέχαρου γοητεύεται τρομερά από τη μυστηριώδη αυτή παρουσία, παρά τις προειδοποιήσεις του φίλου του πως η συγκεκριμένη υποψήφια του φαίνεται κάπως ύποπτη. Την ημέρα της ακρόασης ο ενθουσιασμός του γιγαντώνεται και είναι πλέον ασυγκράτητος και εκρηκτικός.

Καθώς το ζευγάρι επικυρώνει τον έρωτά του και η ταινία εξελίσσεται σε ένα ιδιόμορφο ρομάντζο, o Σιγκέχαρου αρχίζει να διερευνά το παρελθόν της αγαπημένης του. Ο Μίικε υιοθετεί μια νουάρ αύρα και αισθητική, μεταμορφώνει τους στείρους και λευκούς ιαπωνικούς διαδρόμους σε σκιώδη καταγώγια φωτισμένα με κατακόκκινα χρώματα και οδηγεί το ανυποψίαστο κοινό στο σοκαριστικό του φινάλε. Η ίδια η οπτική του πρωταγωνιστή αρχίζει να παραμορφώνεται, κάνοντας μνεία σε λιντσεϊκές αφηγήσεις. Η έρευνά του τον οδηγεί στα σκοτάδια που υπάρχουν κάτω από την επιφάνεια του ιδανικού του ρομάντζου.

Η «Ακρόαση» δεν είναι η πιο τολμηρή ταινία του Μίικε. Είναι όμως η πιο υπομονετική. Ο σκηνοθέτης δεν παραδίδεται ολοκληρωτικά σε ένα ντελίριο βίας και αίματος, αλλά δημιουργεί ένα αργόσυρτο δραματικό ρομάντζο με φρικτή κορύφωση. Ο Μίικε μελετά προσεκτικά τους χαρακτήρες του, δίνοντάς τους υπόσταση και βάθος. Ταυτόχρονα, παρουσιάζει χάσματα μεταξύ των αρσενικών και θηλυκών χαρακτήρων του τόσο βαθιά, που μπορεί να τα γεφυρώσει μονάχα η βία.