«Μπορώ να μείνω εδώ;», ρωτάει ο χαροκαμένος Γιάννης, 50άρης γιατρός, την κυρία που νοίκιαζε το εξοχικό της σπίτι στον άνθρωπο (κόρη; φίλη; συγγενή;) που ο Γιάννης μόλις έχασε σε τροχαίο εκεί κοντά, σε χαντάκι κάτω από μια γέφυρα. Είναι και η σύζυγός του μαζί, η Κατερίνα, αλλά ο Γιάννης μιλάει στον ενικό. Ίσως να εννοεί το αυτονόητο, να μείνουν μαζί, και οι δύο. Ίσως πάλι να θέλει να μείνει μόνος, να διαχειριστεί σόλο το ξαφνικό πένθος του.
Ο Γιάννης και η Κατερίνα, γιατρός κι αυτή, ψυχίατρος, έχουν έρθει στο παράκτιο θέρετρο να αναγνωρίσουν το πτώμα του θύματος. Ο αστυνομικός επί της υπόθεσης τούς ενημερώνει για τις πιθανές συνθήκες του δυστυχήματος, για την ύπαρξη ενός ακόμη επιβάτη, επίσης νεκρού, και τους παραδίδει τα προσωπικά αντικείμενα της εκλιπούσης. Ανάμεσά τους και το κινητό της, εκεί όπου ο Γιάννης θα δει αργότερα, σε βίντεο άσεμνο, το πρόσωπο του άλλου επιβάτη, του άντρα που διατηρούσε σχέση με το θύμα, το οποίο ο Γιάννης νόμιζε πως λείπει σε συνέδριο στο Λονδίνο.
Τι κρύβει αυτή η πλάνη, και ποια τελικά είναι η ταυτότητα του θύματος; Ποιο είναι το κορίτσι που κοιτά επίμονα την Κατερίνα έξω από το παράθυρο του συνοδηγού, κι ενώ ο Γιάννης έχει κοκαλώσει το αμάξι μετά από ένα νυχτερινό σπιντάρισμα οργής στη μοιραία γέφυρα; Και ποιος ο νεαρός που εκείνη, πάλι, βλέπει να τριγυρίζει στο εξοχικό σπίτι σαν να ήταν δικό του, σαν να ζούσε κάποτε εκεί;
Είναι κάπου εδώ, σε αυτή τη θέαση, που αρχίζει να μορφοποιείται η λύση στο αίνιγμα. Και στην ακόλουθη ξενάγηση της Κατερίνας στο παραθαλάσσιο τοπικό στέκι να διαφαίνονται οι απαντήσεις. Εκεί όπου οι ζωντανοί συνυπάρχουν με τους νεκρούς, με τα πνεύματα που κυκλοφορούν ανήσυχα στον τόπο, γιατί οι δικοί τους αρνούνται να τους αφήσουν να φύγουν για το υπερπέραν. Ένα νεκροταφείο το μπαρ «Αρκάντια», απ’ όπου και ο τίτλος της νέας ταινίας του Γιώργου Ζώη. Μια εκκρεμότητα δυσβάσταχτη και σκοτεινή, ένας καθρέφτης της λερωμένης συνείδησης όσων επέζησαν από μοιραία λάθη και θλιβερές απώλειες, καταδικασμένοι να κουβαλούν μόνιμα τις σκιές των χαμένων αγαπημένων.
Σκιές που παίρνουν σάρκα και οστά μπροστά στον φακό του Γιώργου Ζώη, αλλού τραχιά και δυσοίωνα, μέσα από τo γκροτέσκο ποζάρισμα ενός Ούλριχ Ζάιντλ, αλλού αέρινα έως και χιουμοριστικά (μας ήρθαν στον νου εικόνες από το ghost town story «Αν τα Γουρούνια Είχαν Φτερά» της κάποτε ιέρειας του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά Σάρα Ντράιβερ), αλλού με τους τρόπους ενός pop μεταφυσικού θρίλερ (τύπου «Έκτη Αίσθηση»), πάντα όμως με ένα (πολανσκικό) κοίταγμα στο απόκοσμο ως κάτι κοινό και οικείο, μια υφολογική προσέγγιση που έλκει την καταγωγή της από τον μαγικό ρεαλισμό.
Οι επιρροές δένουν αρμονικά μεταξύ τους και συνδιαλέγονται ζωτικά με τα σύμβολα (τα υποδήματα, από δείκτες του κοινωνικού στάτους μέχρι δεσμοφύλακες των νεκρών στα επίγεια, έχουν εδώ μια πολυσημία καινοφανή στα κινηματογραφικά πράγματα), η στενόχωρη απορία στο βλέμμα της Αγγελικής Παπούλια και το κουρασμένο πρόσωπο του Βαγγέλη Μουρίκη χαρτογραφούν από μόνα τους νομίζεις όλο το βάρος των ενοχών, και το αποτέλεσμα, μια ψυχανάλυση με τις συνεδρίες νοούμενες ως φιλμικές σεκάνς και περατωμένη επιδέξια -από τη μετάνοια έως την κάθαρση- με τους όρους του fantasy, φανερώνουν ένα δημιουργό πολύ πιο συγκροτημένο από εκείνον του «Interruption» προ οκταετίας, του πρώτου, εξαιρετικά ενδιαφέροντος, αλλά και πραφορτωμένου μεγάλου μήκους πειράματός του.