Πριν την πρώτη προβολή του Διαιτητή στο Αστορ την Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου στις 20.00 θα προηγηθεί στις 18.30 συζήτηση με θέμα «Διαιτητής: μέρος του παιχνιδιού ή αποδιοπομπαίος τράγος;» με πάνελ αθλητών, κριτικών κινηματογράφου, δημοσιογράφων και αθλητικογράφων σε συνεργασία με το περιοδικό Humba.

Στην Γ' Εθνική της Σαρδηνίας, η Atletico Pabarile είναι η ντροπή του χωριού: ατάλαντοι, ανίδεοι, ακόμα και ανήλικοι, παίκτες, τυφλός προπονητής. Το γήπεδο χωμάτινο, οι κερκίδες άδειες, κατσίκια να διακόπτουν τον αγώνα για να διασχίσουν το χώρο. Στην ουσία οι φτωχοί, απλήρωτοι εργάτες του χωριού γνωρίζουν την ήττα σε όλα τους τα επίπεδα: καθημερινά δουλεύουν για τον φεουδάρχη (και ιδιοκτήτη της αντίπαλης, νικητήριας ομάδας Montecrastu) ο οποίος τους εξαπατά και τους κλέβει, τις Κυριακές, φεύγουν από το γήπεδο διπλά ηττημένοι από τον ίδιο. Μέχρι που όλα αλλάζουν. Επιστρέφει ο Ματσούτζι - το αστέρι του χωριού που είχε πάρει μεταγραφή σε ομάδα της Αργεντινής. Με τη βοήθειά του, η Atletico Pabarile αρχίζει και κερδίζει τον έναν αγώνα μετά τον άλλον. Μέχρι που φτάνει στον τελικό της κατηγορίας με την Montecrastu. Σε αυτό το σημείο συναντάμε τον Διαιτητή Κρουσιάνι, ο οποίος έχει κι εκείνος τη δική του ιστορία. Εχει αποσταλεί στην Γ' Εθνική ως τιμωρία: ένα σκάνδαλο διαφθοράς τερμάτισε άδοξα τη διεθνή του καριέρα. Πώς θα κρίνει αυτό τον τελικό, που δεν σημαίνει τίποτα για τον ίδιον αλλά είναι ιστορικός για το χωριό;

Εμπνευσμένος από μια σειρά πραγματικών σκανδάλων από τον κόσμο του ποδοσφαίρου, ο Πάολο Ζούκα κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, επεκτείνοντας στην ουσία την πολυβραβευμένη, ομώνυμη μικρού μήκους ταινία του. Ο σκοπός του είναι ίδιος: σάτιρα, καυστικό σχόλιο αλλά και στοργική κατανόηση για το πάθος των μεσογειακών λαών με το ποδόσφαιρο - μία διεφθαρμένη μπίζνα που όμως αποτελούσε, αποτελεί και θα αποτελεί το «όπιο» των λαών.

Με ασπρόμαυρη, εντυπωσιακή φωτογραφία, ο Ζούκα περνάει το μύνημα διαχρονικότητας του θέματός του και ταυτόχρονα αποστασιοποιείται από «την πραγματικότητα», ίσως για να την περιπαίξει με μεγαλύτερη ευκολία. Πρώτα από όλα, υπόσχεται μία παραδοσιακή κωμωδία που παραπέμπει στο ύφος του παλιού ιταλικού σινεμά και πραγματικά η ταινία εμπεριέρχει αρκετά μπουφόνικα, λαϊκά στοιχεία - στο στήσιμο των πλάνων, στην σκιαγράφηση των ηρώων, στους διαλόγους.

Γρήγορα όμως συνειδητοποιείς ότι δεν μένει σε αυτό. Ο ρυθμός είναι πιο αργός από ό,τι περιμένεις, το ύφος κυκλοθυμικό (συνεχώς εναλλασσόμενο από κωμωδία σε δράμα), η κινηματογράφηση στοιχειωμένη από φαντάσματα σπαγγέτι γουέστερν και μιούζικαλ ιντερλούδια ξεσπάσματα, ενώ το σενάριο καταφέρνει να χωρέσει έρωτες, εργατικό δίκαιο και βιβλικές αναφορές. Ο Διαιτητής παρουσιάζεται σαν το Χριστό που σταυρώνεται κάθε Κυριακή σηκώνοντας τις αμαρτίες όλης της ανθρωπότητας, προσφέροντας κάθαρση. Η ποδοσφαιρική διαφθορά δεν είναι παρά η αντανάκλαση της καπιταλιστικής μαφίας που σε περιμένει κι όταν βγεις από το γήπεδο - οι ίδιοι άνθρωποι σε ταπεινώνουν. Η δικαιοσύνη είναι τυφλή. Κυριολεκτικά.

Παρόλο που όλα αυτά τα ενδιαφέροντα στοιχεία συνυπάρχουν κι η τόλμη του Ζούκα να πειραματιστεί με τα κινηματογραφικά είδη είναι αξιέπαινη, το αποτέλεσμα είναι κάπως κατώτερο των προσδοκιών. Ο ρυθμός της ταινίας τη φλατάρει - δεν προσδίδει πόντους στη «μαύρη κωμωδία» η (επίτηδες) κυνική απόσταση που κρατά η κάμερα, ή το στήσιμο των ηθοποιών. Αντίθετα, μοιάζει το αστείο να μην έχει ποτέ κορύφωση, να λείπει το punch line. Ενώ υπάρχουν ιδέες, τρέλα, σουρεαλισμός, ο Ζούκα δεν τα βάζει στο γήπεδο, τα κρατά στον πάγκο. Και είναι κρίμα, γιατί η υπόσχεση της ταινίας έμοιαζε με γκολ από τα αποδυτήρια...

Διαβάστε ακόμη: Το Flix παίζει μονότερμα τον Πάολο Ζούκα