Ενας γάμος που θα γίνει στο πατρικό των γονιών της, θα φέρει τη Λιν αντιμέτωπη με την δυσλειτουργική οικογένειά της, τον πρώην άντρα της και την καταπιεστική γυναίκα του, τους μπερδεμένους γιους της και την γεμάτη φυχολογικά προβλήματα κόρη της, σε αυτό το πορτρέτο μιας οικογένειας που μπορείς να την χαρακτηρίσεις οτιδήποτε άλλο εκτός από φυσιολογική.
Από την πρώτη στιγμή μέχρι την τελευταία, κάποιος μιλά στην ταινία του Σαμ Λέβινσον, κάποιος παραπονιέται, κάποιος γκρινιάζει, κάποιος μουτρώνει, κάποιος ξεσπά, κάποιος λιποθυμά, κάποιος αρρωσταίνει, κάποιος καυγαδίζει, κάποιος μεθά, κάποιος παίρνει ναρκωτικά, κάποιος χειροδικεί, κάποιος νιώθει ενοχές, κάποιος κλαίει, κάποιος βρίζει, κάποιος δολοπλοκεί.
Κανείς δεν πίνει έναν καφέ ήσυχος διαβάζοντας μια εφημερίδα. Κανείς δεν κάνει τίποτα που να μην είναι φορτισμένο δραματικά, συναισθηματικά, «αστεία». Και ακόμη χειρότερα; Τίποτα απ όλα αυτά, δεν είναι στην ένταση της αληθινής ζωής.
Το πρόβλημα με το «Αλλη μια Χαρούμενη Μέρα», δεν είναι το πως τόσοι «προβληματικοί» χαρακτήρες μπορεί να χωρέσουν σε μια οικογένεια, ούτε το πως τόσο έντονες στιγμές αντιπαράθεσης, αυτογνωσίας, θυμού και μετάνοιας, κλάματος και γέλιου μπορούν να χωρέσουν σε ένα σαββατοκύριακο. Ολοι όσοι έχουμε βρεθεί σε έναν οικογενειακό γάμο και κυρίως όλοι όσοι έχουμε δει μια ταινία του αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά για έναν γάμο, ξέρουμε πως πράγματα σαν τα παραπάνω, μπορεί να συμβούν στην αληθινή ζωή και πως θα συμβούν χωρίς αμφιβολία στο σινεμά.
Το πρόβλημα με την ταινία του Λέβινσον, είναι ο τόνος στον οποίο συμβαίνουν, τα ντεσιμπέλ στα οποία το φιλμ ουρλιάζει το κάθε τι, από τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες ως τα πιο δραματικά οικογενειακά ρήγματα.
Ναι, η υπερβολή ξεκινά από την συσσώρευση στο σενάριο τόσων προβλημάτων που θα μπορούσαν να κρατήσουν όλους του ψυχολόγους του Μανχάταν απασχολημένους για μια εβδομάδα και καταλήγει, αλλά δεν εξαντλείται στο πως τα πάντα μοιάζουν να μεγεθύνονται με τρόπο που τα κάνει εκκωφαντικά και κουραστικά.
Αντίθετα από τον πατέρα του, Μπάρι, που ξέρει στις ταινίες του να ακούει ακόμη και τους ψίθυρους των ηρώων του, ο γιος του Σαμ μπερδεύει το δράμα με το γκροτέσκο και το χιούμορ με την ανηλεή εξυπνάδα. Και κυρίως δείχνει να μην αγαπά καθόλου τους ήρωες του: από την γενιά των κληροδοτών των δεινών παππούδων ως τα άμοιρα ευθυνών εγγόνια, όλοι μοιάζουν με ανθρώπους που η μόνη επαφή που θα ήθελες να έχεις μαζί τους, θα ήταν για να τους ρίξεις μια σφαλιάρα.
Τα ονόματα των ηθοποιών είναι εντυπωσιακά και ναι, κάπου κάπου το φιλμ αγγίζει επώδυνες αλήθειες , αλλά μέχρι ν ανοιγοκλείσεις τα μάτια η στιγμή έχει περάσει και το οικογενειακό freak show έχει πάρει και πάλι το πάνω χέρι. Ισως πάλι ο Λέβινσον Τζούνιορ να ήθελε ακριβώς αυτό: να σου θυμίσει την ανυπόφορη βοή των οικογενειακών συγκεντρώσεων, να σε εγκλωβίσει στην χειρότερη εκδοχή ενός συγγενικού εφιάλτη. Μόνο που ακόμη κι έτσι, πέραν αυτού του αμφίβολου κατορθώματος δεν πετυχαίνει πολλά άλλα.
Αφήστε που σε κάθε περίπτωση δεν χρειάζεται να πας σινεμά για να βιώσεις κάτι τέτοιο. Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, δεν είναι άλλωστε πολύ μακριά...