Μπορεί να μην είναι (ακόμα) οι προγνώστες του «Minority Report» οι ντετέκτιβ που κατοικούν το πολύ κοντινό μέλλον της νέας ταινίας του Αντριου Νίκολ, να μην προλαβαίνουν, δηλαδή, τα εγκλήματα πριν αυτά διαπραχθούν, πάντως ξέρουν ήδη τα πάντα και για τον εγκληματία, και για το θύμα, και για τον καθένα που σχετίζεται μαζί τους από την εντελώς πρώτη στιγμή που το έγκλημα τελείται, κι αυτό είναι από μόνο του ένας άθλος αστυνομικής πρόληψης.

Ομως το τίμημα του να φθάσεις σε αυτόν τον άθλο είναι βαρύ, λέει ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Καθώς, στην πραγματικότητα του «Anon», όλοι τα ξέρουν όλα για όλους –με την πρώτη ματιά. Ο, τι πληροφορία έχουμε σήμερα για το οτιδήποτε και τον οποιονδήποτε μέσω συσκευών, και κάτι παραπάνω, εδώ έχει αποθηκευτεί δια νόμου και υποχρεωτικά στον ανθρώπινο νου, ο οποίος μετατρέπεται σε τερέν κατεβατών από data με το που ερεθίζεται από το οπτικό νεύρο (αν δεν κάνουμε λάθος, δεν υπάρχει ούτε στιγμιότυπο στο φιλμ που να φιλοξενεί κάποιο κινητό ή έστω μια οθόνη). Η ανωνυμία είναι αδύνατη, η ιδιωτικότητα ανύπαρκτη. Μόνο την ούρηση ή συναφείς βιολογικές δραστηριότητες μπορείς να κρύψεις, κι αυτές για τρία το πολύ λεπτά!

Μολαταύτα, ο αστυνομικός ντεντέκτιβ Σαλ Φρίλαντ είναι μπερδεμένος. Μια σειρά φόνων έχει αποδειχθεί ανεξιχνίαστη, καθώς δεν ευσταθεί καμία καταγεγραμμένη μνήμη, ούτε των θυμάτων ούτε και του δράστη. Οι υποψίες πέφτουν πάνω σε μια άγνωστη κοπέλα που ο Σαλ βλέπει ενίοτε στο δρόμο χωρίς ποτέ να μπορεί να τη «διαβάσει». Ένα «φάντασμα», στη γλώσσα των Αρχών, που έχει την ικανότητα, όπως θα μάθουμε σύντομα, να χακάρει βλέμματα και να αλλοιώνει μητρώα μνημών.

Εξαιρετικό το κόνσεπτ του Νίκολ, τού δίνει την ευκαιρία να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα το θέμα της απειλούμενης από τα τεχνολογικά άλματα ιδιωτικότητας που είχε εξερευνήσει στα «The Truman Show» (ως σεναριογράφος) και «Gattaca» (ως πλήρης δημιουργός) «Δεν είναι ότι έχω κάτι να κρύψω, απλά δεν έχω τίποτα που να θέλω να δεις», λέει κάποια στιγμή η βασική ύποπτος στον Σαλ. Ο Νίκολ υιοθετεί την άρνηση και την προτείνει ως ανησυχία, η οποία μάλιστα γίνεται πολλαπλά επιτακτική τώρα, στον απόηχο του σκανδάλου διαρροής προσωπικών δεδομένων χρηστών του facebook (και πρόσφατα και του twitter) για προεκλογικούς σκοπούς.

Υποσχόμενη και η επιλογή του σκηνοθέτη να εκπέμψει τούτη την ανησυχία με τους όρους ενός αστυνομικού νουάρ. Πράγματι, απορροφάσαι αβίαστα στην όλη διάδραση μεταξύ του ντεντέκτιβ με το πικρό παρελθόν και της αγνώστου ταυτότητας μοιραίας γυναίκας, παρασυρμένος από το τεχνολογικό μυστήριο που διασταύρωσε τους δρόμους τους, γοητευμένος κι από το κόντρα στον διάκοσμο, ρετρό στιλιζάρισμα και τις ασυνήθιστες για το είδος γωνίες λήψης, συχνότατα πάνω από τα υποκείμενα, σε ελαφρύ πλονζέ (να’ ναι ο Δημιουργός, ο απόλυτος γνώστης πάσας ιδιωτικότητας, που παρακολουθεί από ψηλά;).

Ωστόσο, μετά την πρώτη ώρα, το οικοδόμημα που νόμιζες για γερό αρχίζει να εμφανίζει ρωγμές. Οι ελέω χακαρισμένων οφθαλμών παραισθήσεις πυκνώνουν κλιμακωτά, οι υποκειμενικές οπτικές γωνίες συνωθούνται αποπροσανατολιστικά, οι ευκολίες στη δράση αυξάνονται κατά το δοκούν. Ώσπου τα πάντα καταρρέουν με πάταγο σ’ ένα φινάλε εξοργιστικής ανεπάρκειας σε κίνητρα και εξηγήσεις, και το μόνο που σού μένει τελικά από τούτο το hi tec νεονουάρ είναι η αρχική ιδέα, ένα-δυο κομψά στιλιστικά παιχνίδια και τα μεγάλα, εκφραστικά μάτια της πανέμορφης Αμάντα Σέιφριντ