Η Μίλντρεντ Ελίζαμπεθ Γκίλαρς, πιο γνωστή με το ψευδώνυμο «Axis Sally» («Η Σάλι του Αξονα») όπως την αποκολούσαν οι Αμερικανοί στρατιώτες, ήταν Αμερικανίδα εκφωνήτρια ναζιστικής προπαγάνδας στο γερμανικό ραδιόφωνο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Γεννήθηκε στο Πόρτλαντ του Μέιν. Αρχικά είχε ξεκινήσει σπουδές θεάτρου τις οποίες δεν ολοκλήρωσε. Μετά από μια αποτυχημένη θεατρική καριέρα στην Αμερική, εγκαταστάθηκε το 1935 στη Γερμανία και έγινε εκφωνήτρια και παραγωγός στο Radio Berlin το 1940, αγαπημένο όργανο του Τζόζεφ Γκέμπελς. Η Axis Sally επέλεγε αγαπημένα τραγούδια που προκαλούσαν νοσταλγία για το αγγλόφωνο προπαγανδιστικό πρόγραμμα «Home Sweet Home» το οποίο απευθυνόταν σε Αμερικανούς στρατιώτες που υπηρετούσαν στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική, μακριά από τη χώρα και τις αγαπημένες τους, προσπαθώντας να κάμψει έτσι το ηθικό τους.
Παράλληλα εκφωνούσε προπαγανδιστικά ανακοινωθέντα και αποπροσανατολιστικές πληροφορίες γύρω από τις θέσεις και τις προθέσεις του εχθρού.
Μετά το τέλος του πολέμου συνελήφθη στο Βερολίνο και στάλθηκε στην Αμερική όπου έγινε η πρώτη γυναίκα που δικάστηκε και καταδικάστηκε για προδοσία το 1949. Παρέμεινε 12 χρόνια στη φυλακή και αποφυλακίστηκε το 1961. Το 1973 ολοκλήρωσε τις σπουδές θεάτρου που είχε ξεκινήσει το 1918. Δίδαξε Γερμανικά και Γαλλικά στο υπόλοιπο της ζωής της. Πέθανε το 1988.
Τις σκοτεινές, σε στιγμές συγκλονιστικές, αποτρόπαιες αλλά και γεμάτες από ιδεολογικά διλήμματα λεπτομέρειες του παραπάνω - εν είδει Wikipedia - βιογραφικού της Axis Sally μπορείτε να τις βρείτε σε βιβλία ιστορίας, εγκυκλοπαίδειες, συγκεντρωμένες επίσης στο βιβλίο «Axis Sally Confidential» που έγραψε ο Γουίλιαμ Οουεν, παρών ως νεαρός μαθητευτόμενος δικηγόρος σε όλη τη δίκη της Μίλντρεντ Γκίλαρς.
Σίγουρα δεν θα τις βρείτε σε αυτήν την ταινία που ενώ την υπογράφουν δύο αδέλφια, πάλαι πότε μεγάλες υποσχέσεις του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά, οι Μάικλ και Μαρκ Πόλις (στη σκηνοθεσία και το σενάριο αντίστοιχα) του «Twin Falls Idaho», δεν φέρει τίποτα από την ατμόσφαιρα, τα συναισθηματικά και ψυχολογικά επίπεδα και την ιστορική βαρύτητα που νιώθεις ότι κρύβεται στην ιστορία αυτής της γυναίκας.
Αυτό που βλέπεις είναι μια στεγνή, ωραία καδραρισμένη ανασύσταση εποχής που προσπαθεί μάταια να σκιαγραφήσει ένα χαρακτήρα, γραμμένο (στο σενάριο συνεργάζεται ο Ντάριλ Χικς, αλλά και ο γιος του Γουίλιαμ Οουεν, Βανς) χωρίς φροντίδα, χωρίς καμία εμβάθυνση στην πολύπλευρη ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας που ήταν ταυτόχρονα κυρία των πράξεων της αλλά και θύμα μιας πρωτόγνωρης βίας. Θύμα εδώ και της Μέντοου Γούλιαμς (μια μέτρια ηθοποιός με credits παραγωγού επιπέδου «Den of Thieves» και «After»), που ερμηνεύει την Γκίλαρς ως μια ξεπεσμένη femme fatale, με το ίδιο ακριβώς μακιγιάζ και την ίδια έκφραση είτε στο παρελθόν, είτε στο παρόν, είτε μέσα στο κελί της φυλακής είτε στην αίθουσα του δικαστηρίου, είτε όταν προσπαθεί να επιβάλλει την αλήθεια της είτε όταν καταρρέει κοιτάζοντας πίσω μια χαμένη ζωή.
Ανίκανος να ταυτιστεί μαζί της, με το δράμα της, ακόμη και με την… «προδοσία» της, ο θεατής προσπαθεί να κρατηθεί από μια χάρτινη αφήγηση που «διαβάζει» αλλά δεν λέει την ιστορία της, δεν προσπαθεί ούτε στο ελάχιστο να φέρει τις θεματικές με τις οποίες ασχολείται στο παρόν και σε κάθε περίπτωση δεν δημιουργεί το δικαστικό θρίλερ που όλοι φαντάζονται ότι θα δουν, σε μια τόσο περίπλοκη, γεμάτη αντιφάσεις και «άλλοθι» υπόθεση.
Ο Αλ Πατσίνο, μόνος του, κάπου στην άκρη μιας ταινίας που ευτυχώς τον τοποθετεί στο κέντρο όταν δεν ξέρει τι άλλο να κάνει, παίζει με την υπερβολή του σπουδαίου τον δικηγόρο της Γκίλαρς, Τζέιμς Λάφλιν. Γίνεται γραφικός και γκροτέσκος, αλλά τελικά δίνει την μοναδική διάσταση που έχει αυτή η ταινία: αυτή της φρίκης ενός πολέμου που θα άλλαζε την ιστορία για πάντα και της διαχρονικής απαίτησης για την ελευθερία του λόγου. Οι σκηνές του είναι το μόνο πράγμα που αξίζει σε μια ταινία που σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια της είναι κατώτερη - σίγουρα της Ιστορίας, αλλά σε κάθε περίπτωση των περιστάσεων.