Δίπλα στις γαλλικές κομεντί και τις χοντροκομμένες ιταλικές κωμωδίες, τα ισπανόφωνα θρίλερ έχουν αναδειχθεί σε βασικό πρωταγωνιστή του πολύπαθου ελληνικού καλοκαιριού για την εγχώρια διανομή, με βασική διαφορά το γεγονός ότι –εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων– τα τελευταία παραδίδουν τουλάχιστον αυτά που υπόσχονται, ακόμα κι όταν δεν διαθέτουν περαιτέρω καλλιτεχνικές αξιώσεις.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και το ισπανο-αργεντίνικης καταγωγής «Στο Τέλος του Τούνελ», ένα αξιοπρεπέστατο θρίλερ που απαιτεί μεν από τον θεατή να αφήσει τη δυσπιστία του έξω από την αίθουσα προκειμένου να αγνοήσει τις ουκ ολίγες σεναριακές ευκολίες, αλλά τον αποζημιώνει στη συνέχεια με καλοκουρδισμένο σασπένες και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα.

Οι χιτσκοκικές αναφορές αποτελούν το κερασάκι στην τούρτα, καθώς το βασικό σεναριακό εύρημα του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Ροδρίγο Γκράντε αποτελεί κάτι παραπάνω από κλείσιμο του ματιού στον «Σιωπηλό Μάρτυρα». Εδώ, ο ήρωας Χοακίν, καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι εξαιτίας ενός ατυχήματος που του στέρησε τη σύζυγο και την κόρη του (ευτυχώς ο Γκράντε δεν εκμεταλλεύεται μελοδραματικά το παρελθόν του), αφουγκράζεται από το υπόγειο όπου εργάζεται επισκευάζοντας υπολογιστές το υποχθόνιο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) σχέδιο μιας συμμορίας να ληστέψει την κοντινή τράπεζα σκάβοντας λαγούμια που περνούν κάτω από το σπίτι του. Και αποφασίζει να παρέμβει – και όχι με τον πλέον αναμενόμενο τρόπο.

Η κατάσταση περιπλέκεται από την παρουσία μιας σέξι χορεύτριας και της μουγκής κόρης της, οι οποίες νοικιάζουν ένα από τα δωμάτια του σπιτιού του κι αναπόφευκτα καταλήγουν να μοιράζονται μια οικειότητα που αφήνει ανοιχτά περιθώρια για κάτι περισσότερο από μια απλή συγκατοίκηση. Η σχέση τους, αρχικά υπαινικτική και αργότερα αμφιλεγόμενη, αποτελεί το στοιχείο κλειδί στο οποίο ο Γκράντε επενδύει για να δώσει συναισθηματικό βάρος σε ένα μάλλον κλασικότροπο heist movie και να χτίσει δύο χαρακτήρες (τρεις, αν υπολογίσουμε και το ψυχολογικά ευάλωτο κορίτσι) που δίχως να το γνωρίζουν ή να το παραδέχονται έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλο.

Αν αφήσει κανείς στην άκρη τις αποτυχημένες απόπειρες του Γκράντε να αναδείξει την έλξη που αναπτύσσεται ανάμεσά στον μοναχικό άνδρα και την εξωστρεφή αλλά κατά βάθος ευαίσθητη νεαρή γυναίκα με μάλλον αμήχανες βιντεοκλιπίστικες τεχνικές, δεν μπορεί παρά να εκτιμήσει τον μεθοδικό τρόπο με τον οποίο ξετυλίγει την προετοιμασία της ληστείας, αλλά και την ολοένα μεγαλύτερη και πιο περίπλοκη εμπλοκή των φαινομενικά αθώων πρωταγωνιστών, με αξιοσημείωτη ένταση και γνώση των κανόνων του είδους. Πόσο μάλλον όταν καταφέρνει να διατηρήσει την αδρεναλίνη στα επιθυμητά επίπεδα, ακόμα κι όταν το παρακάνει με τις αλλεπάλληλες ανατροπές. Αλλά είπαμε, αυτές τουλάχιστον τις μετριοπαθείς φιλοδοξίες της η ταινία καταφέρνει να τις εκπληρώσει.