Αν κάτι αναδύεται κυρίαρχο στο πρώτο έγχρωμο φιλμ του Φράντισεκ Βλάτσιλ αυτό είναι μια βαθιά αίσθηση αποξένωσης, μοναξιάς, απομόνωσης, έννοιες συνυφασμένες με την εποχή στην οποία διαδραματίζεται η «Αδελαΐδα», το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εννοιες που περιγράφουν περισσότερο από οποιαδήποτε αναπαράσταση, μια Ευρώπη άδεια από παρελθόν, μέλλον και ελπίδα. Εννοιες τελικά που κλείνουν μέσα τους όλες τις μικρές, μεγάλες, ανεπαίσθητες και συνταρακτικές τραγωδίες που εκτυλίχθηκαν ερήμην ή συνειδητά πάνω στην κατακερματισμένη γεωγραφία της ανθρώπινης αντοχής.
Οπως μια μεγάλη ιστορία αγάπης, καταδικασμένης πιο πολύ από την ίδια της τη φύση που στο κέντρο ενός σχεδόν θεατρικού φιλμ, γίνεται η κινηματογραφική αναφορά για ένα δοκίμιο πάνω στη ματαιότητα του πολέμου και την οριστική νίκη του αναπόφευκτου, που ο Βλάτσιλ κινηματογραφεί στις διαστάσεις σχεδόν ενός ασφυκτικού κάδρου που δεν μπορεί να χωρέσει παρά ψήγματα της διαχρονικά κατακερματισμένης καρδιάς όσων, παρά τις πληγές, τα ανοιχτά τραύματα και τις ανεξίτηλες ενοχές, μπορούν έστω και σπασμωδικά να νιώσουν… κάτι.
Δεν είναι τυχαίο, ότι η «Αδελαϊδα» ξεκινάει και τελειώνει ασπρόμαυρα, έχοντας στο ενδιάμεσο αποθεώσει την φωτογραφική απεικόνιση μιας εποχής που βρίσκεται στα όρια του έγχρωμου - σέπια και φωτεινές αναλαμπές σαν υπογράμμιση της συναισθηματικής διακύμανσης των συν-αισθημάτων και των αισθήσεων. Ετη φωτός μακριά από τις αδιανόητα επικές - αν και χειροποίητες - διαστάσεις του «Μαρκέτα Λαζάροβα», ο Φράντισεκ Βλάτσιλ παραδίδει τη δική του εκδοχή πάνω στην τραυματισμένη Ευρώπη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στη μορφή ενός σε στιγμές μεγαλειώδους, άλλοτε άτεχνου και τελικά ατελούς δοκιμίου πάνω στην συγχώρεση.
Βρισκόμαστε στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ο Τσέχος Λοχαγός Τσοτοβίκι επιστρέφει στην πατρίδα του την Τσεχοσλοβακία, έχοντας ως αποστολή να γίνει ο οικονόμος μιας έπαυλης που ανήκε σε ένα αξιωματικό των Ναζί. Εκεί θα συναντήσει την κόρη του, που ξεπεσμένη, βωβή, τραγική φιγούρα μιας ακούσιας «κληρονομιάς», αναλαμβάνει χρέη υπηρέτριας, κρύβοντας πίσω από το μελαγχολικό της πρόσωπο σχεδόν ολόκληρη την ματαιότητα μιας κτηνωδίας που πλέον μεταφράζεται σε κύματα κοσμικής ενοχής αλλά και μια «κρυψώνα» για τα τελευταία απομεινάρια ανθρωπισμού που επεβίωσαν μέσα στην τραγωδία.
Με υπόκρουση - θλιμμένη αλλά και στιβαρή - τον Μπαχ και τον Στράους, ο Βλάτσιλ απλώνει μια ιστορία δωματίου (βασισμένη στο μυθιστόρημα του Βλαντιμίρ Κόρνερ) στις διαστάσεις μιας μεγάλου μήκους ταινίας, αφήνοντας την αίσθηση να μιλήσει περισσότερο από το σενάριο ή την ίδια τη σχέση των δύο «εχθρών», σε μια βαθιά ανθρώπινη αλλά και τραυματισμένη ισορροπία που κάνει την «Αδελαϊδα» να μοιάζει με μια άσκηση - σχεδόν πειραματική ή ακόμη και τόσο στιλιζαρισμένη ώστε να απομακρύνεται με πείσμα από την πραγματικότητα.
Μακριά από την ιστορική της «ακρίβεια», ίσως μακριά και από την ίδια τη χρονολογία της δημιουργίας της, η ταινία του Βλάτσιλ αποτελεί ένα κινηματογραφικό αξιοπερίεργο που σκορπά θλίψη για το ανθρώπινο γένος - όχι άδικα, αν και εμμονοληπτικά, άξια να ανακαλυφθεί από νέες γενιές θεατών που αναρωτιούνται ακόμη για το πώς το ευρωπαϊκό σινεμά είδε (διαχρονικά) το τέλος μιας τραγωδίας που βρήκε τον κόσμο διχασμένο - μέχρι και τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές.