Τα καλά νέα είναι ότι η «Κατηγορούμενη» είναι ένα αφοσιωμένο θρίλερ με αυξημένη αίσθηση της έντασης, μια ταινία μυστηρίου με γρήγορο ρυθμό και μια ευκολοχώνευτη αφήγηση που προσφέρει άμεσα προσβάσιμη διασκέδαση. Τα κακά νέα, όμως, είναι ότι η ταινία του Γκονζάλο Τομπάλ, η οποία έκανε ντεμπούτο στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας προς απορία πολλών, τα κάνει όλα με έναν πεζό, ανέμπνευστο και τελικά υποτιμητικό προς τον θεατή τρόπο, μειώνοντας τόσο τους ήρωες της ιστορίας του αλλά και τους θεατές-κριτές που καλούνται να βγάλουν τη δική τους ετυμηγορία.
Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται η Ντολόρες, μια φοιτήτρια από εύπορη οικογένεια που βλέπει τη ζωή της να αλλάζει όταν η η καλύτερή της φίλη δολοφονείται άγρια. Δύο χρόνια μετά, παραμένει η μόνη κατηγορούμενη για το έγκλημα και βρίσκεται στο επίκεντρο μιας πρωτοφανούς δημοσιότητας, όσο η ίδια ετοιμάζει την υπεράσπισή της, με την υποστήριξη της οικογένειάς της και του προσωπικού της δικηγόρου. Ο κόσμος, τα media, οι γείτονες και κάθε πολίτης της χώρας έχει τη δική του άποψη για την Ντολόρες (καθόλου διακριτικά, το όνομά της στα ισπανικά σημαίνει «πόνος»). Είναι όμως τελικά η ίδια ο θύτης της υπόθεσης ή απλά ένα ακόμη παράπλευρο θύμα;
Αυτό το ερώτημα είναι που σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ο Τομπάλ θέτει απευθείας στο πρόσωπο του θεατή. Η ιστορία του δεν είναι ένα μυστήριο σχετικά με το ποιος δολοφόνησε πραγματικά τη φίλη της Ντολόρες, αλλά μια εξερεύνηση της υποψίας ότι εκείνη είναι ο δολοφόνος. Η «Κατηγορούμενη» έχει την υφή, το ρυθμό και την ένταση ενός μυστηρίου που όντως θα μπορούσε να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον και το συνδυάζει με μία κοινωνική ματιά που υπονοεί ότι υπάρχει κάτι σαθρό στα θεμέλια όχι μόνο της συγκεκριμένης οικογένειας αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας που αφορά.
Μόνο που -επιπλέον- η ταινία του Τομπάλ είναι εκείνο το φιλμ που θα πει ξανά και ξανά το ίδιο για να εξασφαλίσει με το ζόρι ότι έχει γίνει κατανοητό. Είναι εκείνη η αφήγηση που ό,τι έχει να πει θα το φωνάξει, χωρίς ίχνος διακριτικότητας, για να τονίσει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη σημαντικότητα της δήλωσης. Είναι εκείνη η ταινία που, ακόμα κι όταν η ιστορία δεν το ευνοεί έμφυτα, θα αυξάνει πάντα την ένταση με ένα μονίμως ηχηρό soundtrack που δεν αφήνει καμία σιωπή να αναπνεύσει. Και είναι εκείνο το φιλμ που νομίζει ότι δημιουργεί ένα κοινωνικό μανιφέστο, όταν απλά εκμεταλλεύεται χωρίς δημιουργικότητα τη δυναμική του θέματός του.
Γι' αυτό και το τελικό αποτέλεσμα προκύπτει τόσο γενικόλογο και κενό, πέρα από την (αντίστοιχη της λαμπερής οικογένειας) φωτογένεια της παραγωγής. Αυτός είναι και ο λόγος που η ενδιαφέρουσα μορφή της διάσημης στη χώρα της Λαλί Εσποζίτο καταλήγει απλά να είναι μια όμορφη παρουσία, χωρίς πυγμή ή δυναμικότητα. Ολοι οι χαρακτήρες είναι απλά πιόνια μιας αφήγησης που ενδιαφέρεται μόνο για την «επόμενη δυνατή στιγμή», αγνοώντας στην ουσία τη δική τους ψυχοσύνθεση. Ειρωνικά, αυτό που κάνει ο διψασμένος για θέαμα τηλεοπτικός παραγωγός του Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ στον διασκεδαστικό μικρό του ρόλο, είναι και αυτό που ακολουθεί μόνιμα ο Τομπάλ. Και από αυτήν την προσέγγιση, αθώα ή μη, η ηρωίδα του σίγουρα δεν μπορεί να βγει κερδισμένη.