«Ανοιξε τα μάτια», «Ανοιξε τα μάτια», «Ανοιξε τα μάτια». Αυτό είναι το ξυπνητήρι του Σέζαρ - του 25χρονου Μαδριλένου που μοιάζει να τα έχει όλα: ομορφιά, γυναίκες, περιουσία που κληρονόμησε από τους γονείς του. Η ηχογράφηση του προστάγματος έχει γίνει εν αγνοία του από την Νάιρα, μία σέξι κατάκτησή του με την οποία έχουν περάσει κάποια βράδια μαζί. Εκείνη τον έχει ερωτευτεί, εκείνος τη βλέπει ως το περιστασιακό one night stand. Μέχρι που ένα βράδυ, στο πάρτι των γενεθλίων του, ο Σέζαρ γνωρίζει τη Σοφία, το κορίτσι του φίλου του. Την ερωτεύεται, κι αυτό τρελαίνει την Νάιρα. Τον βάζει στο αυτοκίντηό της, πατάει γκάζει και πέφτουν μαζί από έναν γκρεμό. Εκείνη σκοτώνεται, εκείνος παραμορφώνεται. Χάνει την ομορφιά του, χάνει και τη Σοφία. Ή έτσι νομίζει, καθώς εκείνη επιστρέφει, του ζητά συγγνώμη που τον εγκατέλειψε, του ομολογεί ότι τον αγαπά. Οπως και οι γιατροί του βρισκουν λύση, μία πρωτοποριακή πλαστική εγχείρηση που αποκαθιστά πλήρως το πρόσωπό του. «Ανοιξε τα μάτια», «Ανοιξε τα μάτια», «Ανοιξε τα μάτια». Ο εφιάλτης τώρα αρχίζει.

To μακρινό 1997, ο Αλεχάνδρο Αμενάμπαρ γράφει (μαζί με τον Ματέο Γκιλ) και σκηνοθετεί τη δεύτερη μεγάλου μήκους του. Με μία εκρηκτική ιδέα, πρωτοποριακή ανατρεπτική αφήγηση και μυστηριώδη ατμόσφαιρα, αυτό το θρίλερ ανοίγει τα μάτια και την καριέρα του Αμενάμπαρ σε ένα διεθνές κοινό - ο αστικός μύθος θέλει τον Τομ Κρουζ να παίρνει τηλέφωνο για να αγοράσει τα δικαιώματα (η διάσημη αμερικανική εκδοχή που γύρισε ο ίδιος ήταν το «Vanilla Sky» του Κάμερον Κρόου) πριν ακόμα τελειώσουν οι τίτλοι τέλους.

Η περίοδος ήταν ιστορικά φορτισμένη: το πέρασμα στο νέο μιλένιουμ είχε ανοίξει έναν τεράστιο διάλογο για το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας, το διακύβευμα ήταν τεράστιο, και η μεγάλη οθόνη είχε αποτυπώσει αυτή την αγωνία με πολλές ιδέες - από την σάπια «Αμερικανική Ομορφιά», μέχρι το «με γνώρισες σε μία περίεργη περίοδο της ζωής μου» φινάλε του «Fight Club» που μάς ανατίναξε το μυαλό.

Ακολουθώντας την βαριά κληρονομιά του Χίτσκοκ («το συνεχές ξύπνημα στον εφιάλτη»), συνδυάζοντας στοιχεία sci-fi, ερωτικού μελοδράματος και γερμανικού εξπρεσιονισμού, ο Αμενάμπαρ κατασκευάζει ένα γοητευτικό θρίλερ ως macguffin, ενώ στην ουσία έχει να πει πολλά περισσότερα. Γιατί ένας άντρας με διπλό πρόσωπο (το όμορφο και το κατεστραμμένο πίσω από την μάσκα) παραπατά ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο, την πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση, τη ζωή και το θάνατο; Προσεγγίζοντας τόσο την αφήγηση, αλλά ακόμα περισσότερο την κινηματογραφική εικόνα, μέσα από ένα στιβαρό ψυχαναλυτικό φίλτρο, ο Αμενάμπαρ παίζει με τις αντιθέσεις - την αλήθεια και το ψέμα, την ηδονή και τον αληθινό έρωτα, την νεοπλουτίστικη επιτυχία και την πραγματική ευτυχία, τα όνειρα και τον μεγάλο εφιάλτη της ζωής.

Η επιδερμίδα της ταινίας είναι άψογη, όμορφη, σαγηνευτική. Η κίνηση της κάμερας του Αμενάμπαρ συνεχώς αιφνιδιάζει, τα κάδρα του είναι άψογα, οι φωτοσκιάσεις του κουβαλούν βαθιές επιρροές, αναφορές, ιστορική μελέτη του είδους. Το αποτέλεσμα είναι ένα σαγηνευτικό παραμύθι, ένας φωτογενής γρίφος, ένα σέξι θρίλερ που σου τραβάει συνεχώς το χαλί κάτω από τα πόδια.

Δυστυχώς όμως, εκεί είναι που η ταινία ανοίγει τα μάτια της. Αναμετριέται και χάνει στα σημεία. Ο Χίτσκοκ πάντα υποστήριζε ότι «όλα στο τέλος πρέπει να εξηγούνται». Εδώ όμως, η επεξήγηση του μυστηρίου είναι κάτι παραπάνω από δυσνόητη - είναι εκβιαστική, σαθρή, κούφια. Ενα κυριολεκτικό, συμβολικό, επιδειξιομανές άλμα στο κενό - ανάμεσα στην οθόνη, την λογική και την αντίληψη του θεατή.

Παρόλα αυτά, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει το επιδραστικό αντίκτυπο του Αμενάμπαρ με αυτή την ταινία. Πώς μεταλαμπάδευσε το στυλ, το ύφος, τις ιδέες σε σκηνοθέτες, όπως ο Κρίστοφερ Νόλαν για παράδειγμα, πώς επηρέασε το ρου του κινηματογράφου των τελευταίων 25 χρόνων. Και ο ίδιος ήταν τότε μόνο 25 χρονών.