Θα είχε πλάκα να αναλύσει κανείς σε τέτοιο βαθμό τη νέα ταινία του Νάνι Μορέτι, ώστε να προσπαθήσει να βρει όλες τις αναφορές που υπάρχουν στη μέχρι σήμερα φιλμογραφία του.
Πρόχειρα θα μπορούσε κανείς να βρει την ωμή πολιτική γλώσσα του ντεμπούτο του «Ιo sono un Autarchico» του 1976, το ύπτιο στην πισίνα του «Palombella Rossa» από το 1989, το δίπολο αντρας-γυναίκα με δυναμικές που εναλλάσσονται στο «Bianca» του 1984, την εμμονή του Ιταλού σκηνοθέτη με την (μη) αισθητική της βίας - όταν στο «Αγαπημένο μου Ημερολόγιο» κυνηγούσε να σκοτώσει τον κριτικό που είχε γράψει πως το «Χένρι, Το Πορτρέτο Ενος Δολοφόνου» ήταν ένα αριστούργημα και εδώ προσπαθεί να σταματήσει μια σκηνή πυροβολισμού παίρνοντας τηλέφωνο τον Μάρτιν Σκορσέζε για να εξηγήσει πως γίνεται σωστά.
Κλασικός Μορέτι ή μια από τα ίδια; Η απάντηση είναι ταυτόχρονα εύκολη και δύσκολη, σχεδόν όσο η ζωή.
Τα χρόνια πέρασαν και η βέσπα με την οποία ο Μορέτι τριγύριζε στη Ρώμη έχει γίνει πια πατίνι για τις ανάγκες του location scouting και η μοναξιά του (σκηνοθέτη) μοιάζει με ένα απέραντο σκηνικό ταινίας που όταν φύγουν όλοι για τα σπίτια τους μπορείς να παίξεις ποδόσφαιρο με soundtrack το «Et si tu n’existais pas» του Τζο Ντασέν. Ολες τους σκηνές από ένα greatest hits που αναγκάζει κάθε φανατικό των ταινιών του να χαμογελάσει με την ελαφρότητα μιας νοσταλγικής μελαγχολίας αλλά και τη σιγουριά πως παρά τη γνώριμη υφή, κάτι έχει σίγουρα αλλάξει.
Στα 70 του χρόνια, ο Νάνι Μορέτι ξέρει ότι δεν είναι πλέον ο χαριτωμένος ψηλόλιγνος Ιταλός αυτοαναφορικός, αλαζόνας, νευρωτικός, αφόρητος και μαζί με όλα αυτά γοητευτικός Γούντι Αλεν, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να τον υποδύεται και έτσι η ανασκολόπηση της φιλμογραφίας του αποκτά ένα επιπλέον νόημα, ειδικά όταν το «Ενα Καινούργιο Αύριο» μιλάει πρωτίστως για το σινεμά - όπως δεν το κάνουν πια. Κοιτώντας πίσω (και ευτυχώς, ξεχνώντας το ατόπημα της προηγούμενης ταινίας του), φτιάχνει ένα δικό του «8 1/2» όπου η πραγματική ζωή μπλέκεται με την ταινία που γυρίζεται και - σε μια πραγματικά υπέροχη ιδέα - μπλέκεται και με μια ταινία που ο δημιουργός της θα προτιμούσε να γυρίζει.
Αυτή η τελευταία είναι μια ερωτική ιστορία δύο νέων γεμάτη με δεκάδες αγαπημένα ιταλικά τραγούδια. Αντ’ αυτής, ο Τζιοβάνι - όπως είναι το όνομα του alter ego του Μορέτι στην ταινία - γυρίζει μια ταινία εποχής για την εποχή που το κομμουνιστικό κόμμα της Ιταλίας αποδεσμεύτηκε από το ζυγό της Σοβιετικής Ενωσης όταν οι δυνάμεις της αποφάσισαν να καταστείλουν την επανάσταση στην Ουγγαρία το 1956. Δεν έχει χρήματα, η ταινία είναι ακριβή, οι ηθοποιοί του θέλουν να αυτοσχεδιάζουν την ώρα που αυτός απαιτεί πίστη στο σενάριο, το Netflix (και άρα και η νέα εποχή του σινεμά) καραδοκεί θέλοντας να μπει στην ταινία και την ίδια στιγμή η γυναίκα του και παραγωγός του τον εγκαταλείπει και το φινάλε της ταινίας του μοιάζει πλέον με μια καταχρηστική ωδή στην απογοήτευση.
Εδώ όμως μιλάμε για μια πορεία προς ένα… καινούργιο αύριο που ο Μορέτι θα διανθίσει με ασταμάτητη ροή αστείων φτιαγμένων πρωτίστως από τις (σινεφίλ και όχι μόνο) εμμονές του. Αλλά λειτουργούν και τα περισσότερα όχι. Αλλά είναι αυτοαναφορικά και άλλα τελείως ερμητικά μέσα στην ιταλική ποπ (ή και όχι) κουλτούρα. Η εναλλαγή τους με μερικές πραγματικά αφοπλιστικές στιγμές μελαγχολίας τον δικαιώνουν, όχι όμως όσο άλλες προσμίξεις πιο «σχολικών» αστείων και ακόμη πιο εύκολων αναγωγών στην πολιτική της δημιουργίας, το άγχος του να κάνεις σινεμά, το βάσανο του να προσπαθείς να ελέγξεις τα πάντα, ενώ όλα γύρω σου δρουν ανεξέλεγκτα και ερήμην σου.
Το χαμόγελο είναι μόνιμο στα χείλη, όχι τόσο για την πρωτοτυπία των αστείων, όσο για την επιμονή του Μορέτι να μην εγκαταλείψει (ως Μορέτι, ως Τζιοβάνι, ως ένας άντρας 70 ετών…) και - μεταξύ μας - να πει, έστω και με τη σιγουριά της μανιέρα του ένα, δυο σοφά πράγματα για το σινεμά και τη ζωή. Είναι σαφές πως το «Ενα Καινούργιο Αύριο» θα ενδιαφέρει και κάπως θα αρέσει ίσως μόνο στους φανατικούς της πρώτης περιόδου του, αλλά δεν ξέρουμε αν και ποτέ ο Νάνι Μορέτι απευθύνθηκε ποτέ σε κάποιους άλλους από όσους λατρεύουν να (μην) τον αντέχουν.