Αν υπήρξε αδιαπραγμάτευτα κάτι ο Νάνι Μορέτι, ήδη από τα χρόνια του «Είμαι ένας Αυταρχικός» μέχρι και το «Mia Madre» του 2015, σε μια φιλμογραφία που τελικά μοιράστηκε ανάμεσα σε κωμωδίες και δράματα χωρίς ποτέ να χτίσει τοίχους ανάμεσα στο τι είναι τελικά αυτό που σε κάνει να γελάς και αυτό που μπορεί να σε κάνει να σπαράξεις στο κλαμα, ήταν το γεγονός ότι ήταν πάντα παρών.

Οχι μόνο ως αυτοβιογραφούμενος auteur, από τους λίγους στην ιστορία του σινεμά (εξ ου και ο παραλληλισμός του με τον Γούντι Αλεν), αλλά αδιαπραγμάτευτα παρών ακόμη και σε ρόλους καθαρά μυθοπλαστικούς: πίσω από την κάμερα με το ίδιο μειδίαμα του κυνικού που λυγίζει πάντα μπροστά στην ανθρωπιά και μπροστά από την κάμερα ως ο πάντα off beat ρόλος ενός άντρα που προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο γύρω του.

Στα «Τρία Πατώματα» ο Νάνι Μορέτι δεν υπάρχει πουθενά. Ούτε πίσω, ούτε μπροστά από την κάμερα. Δεν υπάρχει σε κανέναν από τους μονοδιάστατους χαρακτήρες που ξεκινούν και ολοκληρώνουν τη διαδρομή της σαν να μην υπήρξε ενδιάμεσα καμία μικρή η μεγάλη τραγωδία. Δεν υπάρχει σε καμία από τις «τηλεοπτικές» συμπτώσεις που έχουν γραφτεί με μοναδικό σκοπό για να πυκνώσουν την πλοκή και να δημιουργήσουν ψευδό-διλήμματα ηθικής. Δεν υπάρχει ούτε στην στενά ιδεολογική πλευρά των ιστοριών, υιοθετώντας ένα συντηρητικό και αντιδραστικό ευαγγέλιο κανόνων που αποθεώνουν αυτό ακριβώς που υποτίθεται ότι υπονομεύουν.

Μπορείς να καταλάβεις (μέχρι ενός σημείου) γιατί ο Νάνι Μορέτι θέλησε να διασκευάσει το ομότιτλο μυθιστόρημα του Ισραηλινού Εσκολ Νέβο από το 2017, μεταφέροντας φυσικά την ιστορία στη Ρώμη, εδώ στο πρώτο του μη πρωτότυπο σενάριο.

Τρεις διαφορετικές ιστορίες, χαρτογραφούν το σύγχρονο χάος ανάμεσα στην πατριαρχία, την επιθυμία, τη μοναξιά, τη βία και την μάταιη αναζήτησή της ευτυχίας. Τρεις διαφορετικές ιστορίες που δεν θα μπορούσαν παρά να συμβούν σε μια μεγάλη πόλη, εκεί όπου οι άνθρωποι παραμένουν ανώνυμοι ακόμη κι όταν ζουν με τη ψευδαίσθηση μιας γειτνίασης με τους άλλους. Τρεις διαφορετικές ιστορίες για την οικογένεια ενός δικαστή που θα έρθει αντιμέτωπος με τα κυριολεκτικά και μεταφορικά εγκλήματα του γιου του, για την οικογένεια μιας γυναίκας που θα μάθει αργά στη ζωή της το μέλλον που δεν της επέτρεψε ο σύζυγος της, για την οικογένεια ενός καθημερινού ζευγαριού που θα συγκλονιστεί από την υποτιθέμενη σεξουαλική παρενόχληση της ανήλικης κόρης του από έναν ηλικιωμένο άντρα.

Αυτό που ενώνει και τις τρεις ιστορίες είναι, σεναριακά, η αμφιβολία που (καταχρηστικά) εισβάλλει για να τραντάξει τις βεβαιότητες και να επαναφέρει στην τάξη τους κατοίκους μιας φαινομενικά συνηθισμένης πολυκατοικίας. Πίσω από τις κλειστές πόρτες, το παρελθόν, τα ψυχολογικά ελλείμματα, η πεποίθηση πως αν δεν σταματήσουμε εμείς το χρόνο αυτός μπορεί να τρέχει στο διηνεκές, φέρνει τους ήρωες αντιμέτωπους με διλήμματα ή με την πιο σκληρή πλευρά του εαυτούς τους, με την κοινωνική νόρμα που μπορεί να ραγίζει κάθε φορά που κάποιος φωνάζει πάνω από τα ντεσιμπέλ της κανονικότητας, αλλά δεν σπάει ποτέ για να ελευθερώσει αιώνες από δεδομένα που ορίζουν και (θα;) ορίζουν αυτές και τις επόμενες γενιές.

Σαν ένας άλλος - σίγουρα όχι ο Νάνι Μορέτι του αριστουργηματικού «Δωμάτιο του Γιού Μου» ή ο Νάνι Μορέτι του περισσότερου αριστουργηματικού «Αγαπημένο μου Ημερολόγιο», δυο πλευρές ενός βαθιά αριστερού, ακόμη βαθύτερα θιασώτη της ελαττωματικής ανθρώπινης υπόστασης - ο Νάνι Μορέτι σκηνοθετεί αυτό το σπονδυλωτό δράμα με όρους που όχι μόνο μοιάζουν με φτηνή τηλεόραση, αλλά και με αψυχολόγητη δραματουργική τρικυμία εν κρανίω. Καμία ιστορία δεν συντονίζεται ρυθμικά με την άλλη, όλες οι ιστορίες μοιάζουν «αντιδραστικές», φτιαγμένες για να επιβεβαιώσουν στερεότυπα όπως τη θυματοποίηση των θυμάτων, τη σκανδαλιστική φύση των γυναικών, το κλισέ του αδέκαστου δικαστή, τη νεύρωση μιας μητέρας που γεννάει και μεγαλώνει τελικά μόνη της ένα παιδί που έχει και πατέρα.

Αψυχολόγητοι, αντιπαθείς, αδιάφοροι για τον θεατή, οι κάτοικοι των τριών αυτών πατωμάτων είναι οι ήρωες μιας φτηνής σαπουνόπερας που μοιάζει να διαδραματίζεται τουλάχιστον στα 90s, αν όχι ακόμη πιο οπισθοδρομικά. Κάθε προσπάθεια του σεναρίου να δηλώσει «παρών» σε ανοιχτά debates της εποχής μας πέφτει στο κενό, καθώς ο Μορέτι νιώθει όχι μόνο άβολα απέναντι στο υλικό του αλλά και τους ίδιους τους ηθοποιούς του, αλλά κυρίως (και αυτό είναι που κατεδαφίζει το όλο οικοδόμημα) τον ήρωά του. Στη χειρότερη ερμηνεία της καριέρας του, με πρόζα που δεν πιστεύει και αναπαράγει μηχανικά, βρίσκεται στην κορυφή μιας πυραμίδας που βρίσκει τον Ρικάρντο Σκαμάρτσιο και την Αλμπα Ρορβάκερ να προσπαθούν, σε δύο από τους χειρότερους ρόλους που τους πρότειναν ποτέ. Με επιπλέον τροχοπέδη το βίαιο πέρασμα του χρόνου (η ταινία αλλάζει τρεις εποχές), τα «Τρία Πατώματα» ξεκινούν από το 0 για να καταλήξουν (τουλάχιστον) στο -3, μια πτώση που ακόμη και πιο αφοσιωμένος θαυμαστής του Νάνι Μορέτι (σ.σ. το κείμενο το υπογράφει ένας από τους μεγαλύτερους) οφείλει να παραδεχτεί, να νιώσει πικρά στο πετσί του και να αναδείξει.

Αν δεν γνώριζε κανείς πως αυτή η ταινία φέρει την υπογραφή του Νάνι Μορέτι, θα την πετούσε χωρίς δεύτερη σκέψη στον κάλαθο των αχρήστων ως ένα φτηνό τηλεοπτικό μελόδραμα. Τώρα οφείλει να σταθεί με θάρρος απέναντι της, να βρει μερικά, απειροελάχιστα σημεία που αξίζουν (η μουσική του Φράνκο Πιερσάντι που είναι ο μόνος που έχει καταλάβει τις λεπτές αποχρώσεις ανάμεσα στην ενοχή και την εξιλέωση…) και να κλείσει τα μάτια, διαγράφοντας τη για πάντα από τη μνήμη του. Ισως έτσι ξεχαστεί για πάντα…