Είναι φανερό τι αποπειράται να κάνει η Λιβανέζα Λίλι Μάτα στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της (μετά από το «When Life Keeps Getting In The Way» του 2014), ένα φιλόδοξο μεν, άτεχνο και χωρίς ένταση δε action movie με υπαρξιακές απολήξεις και μια διάσταση που κάνει τα πάντα να αποδειχθεί μεγαλύτερη από τη μικρή κεντρική της ιστορία, μια ομηρία στον αναπάντεχο χώρο μιας γκαλερί τέχνης που λειτουργεί καλύτερα ως pitching για να χρηματοδοτήσει κάποιος την ταινία σου παρά όταν τελικά τη βλέπει.

Με κεντρική ιδέα έναν πρώην στρατιώτη στο Ιράκ και το Αφγανιστάν που μια τυχαία συνάντηση με έναν φίλο της γυναίκας του θα του ενεργοποιήσει εκ νέου το μετατραυματικό στρες από το οποίο μάταια προσπαθεί να ξεφύγει, με αποτέλεσμα να τον σκοτώσει και να φυγαδευτεί σε μια γκαλερί στο κέντρο της λεωφόρο Μέλροουζ, κρατώντας όμηρους όλους τους επισκέπτες των εγκαινίων μιας φωτογραφικής έκθεσης, η Μάτα προσπαθεί να φέρει τραυματισμένους ανθρώπους σε ένα κοινό τόπο αποθεραπείας.

Με αφορμή την ομηρία, ένας ένας από τους παρευρισκόμενους θα αποκαλύψει το τραύμα που κουβαλάει, προσωπικό (ένα διαζύγιο ή η αυτοκτονία ενός παιδιού μπροστά στα μάτια του πατέρα του) ή οικουμενικό (ο πόλεμος στο Λίβανο) και καθώς ο πρώην πεζοναύτης προσπαθεί να αποφασίσει τι ακριβώς ωφελεί η απονενοημένη αυτή πράξη του - εκτός από το να του κερδίσει χρόνο - όλοι όσοι βρίσκονται μέσα στη γκαλερί θα ενώσουν τη φωνή τους κόντρα σε όσα τους κρατούν ευάλωτους απέναντι στη βία.

Αλλάζοντας ρόλους θύτη και θύματος, ο πρώην πεζοναύτης θα βρεθεί απέναντι σε ένα «χορό» από συμπάσχοντες που θα προσπαθήσουν να τον ηρεμήσουν, σώζοντας όχι μόνο τη δική τους αλλά και τη δική του ζωή.

Πριν προλάβετε να αναφωνήσετε «ωραία ιδέα», να ξεκαθαρίσουμε πως απλά πρόκειται για μια ωραία ιδέα, που ορμώμενη και από την καταγωγή της σκηνοθέτη στοχεύει μεν σε ένα κινηματογραφικό μανιφέστο ομόνοιας, αλληλεγγύης και κατανόησης για τον «άλλον», αλλά δεν διαθέτει ούτε τα ελάχιστα για να το υποστηρίξει. Κακοπαιγμένο, άτονα γυρισμένο και γραμμένο πάνω σε μια σειρά κλισέ που υπονομεύουν ακόμη και την ειλικρινή διάθεση για κάτι πραγματικά ανεξάρτητο και διαφορετικό, το «Οδός Μελρόουζ Οδός 86» ισοπεδώνεται από μια σειρά flash backs που είναι σκηνοθέτημένα σαν από μαθητές σε άσκηση για σχολικά σκετς και από ένα τρίτο μέρος που αλλάζει τον τόνο του φιλμ - σχιζοφρενικά, κάπου ανάμεσα στο αστυνομικό θρίλερ και τη ρομαντική κομεντί.

Από πολύ νωρίς, το φιλμ της Λίλι Μάτα προδίδει όλα τα ελαττώματά του, με κυριότερη την ιδέα του για την έννοια «πολιτικό σινεμά» που θυμίζει περισσότερο υπερφύαλο σχόλιο ανάμεσα σε δύο ποτά στα όρθια σε ένα βερνισάζ μιας έκθεσης, αλλά και την πασιφανή του προχειρότητα στη διαχείριση του πολύ μικρού budget του, του ensemble cast που θεωρητικά είναι και ο κορμός του μηνύματός του και τελικά της σοβαρότητας της ιστορίας του σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα.