Ο Μιχάλης είναι μαθητής Λυκείου σε μία υποβαθμισμένη λαϊκή συνοικία της Αθήνας. Μιας Αθήνας που πλήττεται από πολλά χειρότερα από την πανδημία. Η οικονομική κρίση έχει ροκανίσει τις αντοχές του πληθυσμού, τις διαπροσωπικές σχέσεις, την ηθική. Ο συλλογικός τρόμος της ανέχειας έχει δώσει λίπασμα στον φασισμό και τα νέα παιδιά που μεγαλώνουν σε σκληρές ή, ακόμα χειρότερα αδιάφορες, οικογένειες βρίσκουν καταφύγιο στους κόλπους του.

Ετσι και οι συμμαθητές του Μιχάλη - ο Πάνος, ο Στάθης και ο Στέλιος, καθώς κι ένας εικοσάχρονος φίλος τους, ο Ηλίας, που έχει, μόλις, απολυθεί απ’ τον στρατό. Η βία των σπιτιών τους έχει μεταφραστεί σε νεοναζιστικό bullying - στο σχολείο, στο γήπεδο, στους νυχτερινούς δρόμους της πόλης με τους μετανάστες, τους γκέι, τους άστεγους. Ο Μιχάλης είναι διαφορετικός - προστατεύει από ένστικτο τους αδύναμους. Ερωτεύεται κι ονειρεύεται να γίνει 18. Θα προλάβει; Γιατί όποιος είναι διαφορετικός, γίνεται στόχος.

Ο Βασίλης Δούβλης («Η Επιστροφή») επιστρέφει. Και βουτά με το κεφάλι σε κάτι που φαίνεται πόσο τον απασχολεί, τον πονά, τον οργίζει, τον ορίζει. Από την «Ακρη της Πόλης» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, μέχρι το «Park» της Σοφίας Έξαρχου, τα νιάτα του περιθωρίου μπορεί έχουν καταγραφεί με μια πιο φρέσκια, επιθετική και άβολη για τον θεατή, κινηματογραφική ματιά. Μπορεί. Ομως υπάρχει κάτι συγκινητικά πατρικό στο βλέμμα του Δούβλη. Μια ενήλικη ακεραιότητα στη γραφή του, μία αλάνθαστη θερμοκρασία, ένας άξονας αξιοπρέπειας που κρατά και το focus στην κάμερα σταθερό - κυριολεκτικά και μεταφορικά. Παρατηρεί και καταγράφει με κατεπείγουσα ένταση, και χωρίς εύκολους διδακτισμούς, κάτι που ελλοχεύει στον κοινωνικό ιστό και ξερνά συνέπειες. Για αυτό και συγχωρείς και τις όποιες μικρές αδυναμίες της ταινίας - κάποιες πιο σχηματικές καταγραφές ηρώων (κάποιες στιγμές που νιώθει κανείς ένα «ενήλικο», πιο κουρασμένο βλέμμα στα νιάτα), ή και χώρων (όπως το σχολείο, λόγω γυρισμάτων μέσα στην πανδημία, σχεδόν άδειο από παιδιά, θυμίζει γύρισμα με κομπάρσους κι όχι τη βοή της πραγματικότητας).

Η μεγάλη εικόνα της ταινίας όμως λάμπει. Εχοντας για δεξί του χέρι τον διπλά κάτοχο Χρυσού Φοίνικα Γιώργο Βαλσαμή στη διεύθυνση φωτογραφίας, ο Δούβλης ακολουθεί με θάρρος τους ήρωές του στα σκοτάδια τους - κυριολεκτικά ή συμβολικά - αλλά ξέρει και πότε να τους λούσει με άπλετο φως - κυρίως γιατί το «18» θα έπρεπε, αυτόματα, να κωδικοποιεί μέσα μας την ελπίδα αυτού του κόσμου. Οχι την αποτυχία του. Ετσι, είτε ο φακός εγκλωβίζεται στα εφηβικά υπνοδωμάτια, είτε σε στριμώχνει στα επικίνδυνα σοκάκια, είτε αναπνέει ελεύθερα στις ερωτευμένες καλοκαιρινές βόλτες με ένα σκούτερ, ο Δούβλης καταφέρνει μία ατμόσφαιρα πυκνή, σαγηνευτική, δεκαοχτάχρονη.

Αξονα στην ταινία όμως αποτελεί το εξαιρετικά μελετημένο, αξιόλογο κάστινγκ των ηθοποιών του. Φορούν τους ήρωές τους νατουραλιστικά ρομαντικούς ή γενναιόδωρα τσαλακωμένους, ενηλικιώνονται μπροστά στα μάτια σου, σε πείθουν για τα νιάτα και την απελπισία τους, την οργή και το τραύμα τους. Ειδική μνεία στον Νικολάκη Ζεγκίνογλου, που σηκώνει και το βάρος της ανατροπής του τολμηρού φινάλε.