Μας έχει λείψει πολύ ο κριτικός του λόγος; Ναι. Μας έχει λείψει η εικόνα και η δημόσια παρουσία του; Ναι. Απορούμε πώς τα κατάφερε τόσα χρόνια, από τότε που απολύθηκε (!) το 2003, δυο χρόνια πριν πάρει σύνταξη, από την «Καθημερινή», αυτός ο μέγιστος των κριτικών κινηματογράφου να αποσυρθεί εντελώς; Ναι. «Από ένα σημείο και μετά είπα, φτάνει», μου λέει.
Είναι τόσο σπάνια, σχεδόν αδιανόητη σήμερα η στάση που κράτησε. Δεν χρησιμοποίησε τις δυνατότητες του internet για να είναι παρών, δεν έδωσε ούτε μια συνέντευξη (ο Θεός ξέρει πόσο τον εκλιπαρούμε πολλοί δημοσιογράφοι χρόνια τώρα), δεν έβγαλε καν τις κριτικές του σε βιβλίο.
Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, στα 91 του χρόνια, όμως, μόνο αποσυρμένος δεν είναι. Βλέπει, σκέφτεται, κρίνει, συνδιαλέγεται με φίλους από το κινηματογραφικό συνάφι. Και, χθες, επιτέλους, έγινε και μια συγκινητική τελετή προς τιμήν του. Αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Ε.Κ.Π.Α. Το ίδιο κομψός με την τήβενο, όπως με το ανοιχτό καφέ κοτλέ σακκάκι και το μωβ πουλόβερ του.
Ακούστηκαν πολλά στη γεμάτη με ανθρώπους του ελληνικού σινεμά κεντρική αίθουσα τελετών του Ε.Κ.Π.Α. Τον προσφώνησε ο πρύτανης του Ε.Κ.Π.Α., Γεράσιμος Σιάσος και στη συνέχεια παρουσίασε το έργο και την προσφορά του η καθηγήτρια του τμήματος Θεατρικών Σπουδών Εύα Στεφανή, αυτή η λαμπρή κινηματογραφίστρια, που σίγουρα έπαιξε μεγάλο ρόλο στην όλη ιστορία. «Ξέρεις, τώρα», λέει, και γελάει, «η Εύα είναι λίγο σαν ξωτικό, σαν αέρινη».
Μια μέρα πριν την τελετή ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος ετοιμάζει την δική του ομιλία, δηλαδή, επίσης αδιανόητο, την… κόβει, να μην είναι μεγάλη. Να μην ξεπερνάει τα 20 λεπτά, παρόλο που του είπαν για 30. «Δεν μπορείς να σφυροκοπάς τον άλλο από κάτω, μην κοιτάς, εσείς είστε addict», λέει. Το χαίρεται που, όπως του λέω, ανάμεσα στους «αποκάτω» θα είναι και νέοι-ες κριτικοί σινεμά, που διαβάζουν ακόμα με πάθος τα κείμενά του. «Ωραία θα ήταν να μπορούσε να γίνει και συζήτηση μετά», λέει. Οπα, ο Μπακό, όπως όλοι τον λέμε, είναι πάλι εδώ, ανοιχτός, ζεστός, αλλά χωρίς να μασάει τα λόγια του και να χαιδεύει αφτιά.
Οπως θα 'χεις παρατηρήσει τα τελευταία χρόνια οι ταινίες είναι όλο και χειρότερες. Και οι κριτικοί γράφουν "ωσαννά", τι υπέροχη ταινία είναι αυτή και τι υπέροχη η άλλη. Ο διαφημιστικός λόγος επιβάλλεται στον κριτικό.»
Αυτός, που μετά τις σπουδές του στην Αθήνα (Νομική και Πολιτικές Επιστήμες) μαθήτευσε (σαν παραμύθι ακούγεται) στο Παρίσι, δίπλα στον θρύλο Ανρί Λανγκλουά, τον ιδρυτή της Γαλλικης Ταινιοθηκης, στα χρόνια που γεννιόταν η νουβέλ βαγκ. Αυτός που βρέθηκε μαζί με δικούς μας θρύλους (Αγλαΐα Μητροπούλου, Μάριο Πλωρίτη, Ελένη Βλάχου) στην περίφημη λέσχη του ΑΣΤΥ (δεκαετία του '50), πριν περάσει επίσημα στην κριτική, από τον «Σύγχρονο Κινηματογράφο» μέχρι την «Καθημερινή».
Αυτός που μέσα από την «Κινηματογραφική Λέσχη» της ΕΡΤ1, την δεκαετία του ’80, «καλλιέργησε και ακόνισε την κινηματογραφική σκέψη γενιών Ελλήνων», όπως είπε χθες η Εύα Στεφανή. Αυτός που έντεκα χρόνια (1993-2004) καθόρισε ως ειδικός σύμβουλος κινηματογραφίας του Υπουργείου Πολιτισμού την πορεία του ελληνικού σινεμά, δεν έχασε, βέβαια, την αιχμηρή του σκέψη, ούτε όμως και την «τιμιότητα και ευγένειά του, την αγάπη του για το σινεμά και την ταπεινοσύνη του απέναντι σε έργα και σκηνοθέτες, την λεπτότητα με την οποία πάντα πλησίαζε τις αδυναμίες τους», όπως πάλι η Εύα Στεφανή επισήμανε.
Βλέπω μια ταινία την ημέρα. Υπάρχουν σκηνοθέτες σύγχρονοι που είναι πάρα πολύ καλοί και τους ξέρω απ' έξω και ανακατωτά. Λατρεύω την Κλέρ Ντενί, τι μεγάλη δημιουργός! Θεωρώ την Κατρίν Μπρεγιά, την πιο φεμινίστρια σκηνοθέτρια, σε μια ταινία της μια γυναίκα αποπειράται να αυτοκτονήσει κι όταν την ρωτούν "γιατί;", απαντάει "γιατί είμαι γυναίκα". Τι φοβερή απάντηση».
Αλλά, όπως λέει, με την ομιλία του, πέρα από τα θεωρητικά (περί κριτικής και αναγκαιότητάς της), ήθελε να δείξει ότι σήμερα μαζί με την έκπτωση του σινεμά υπάρχει, μαζί πάνε αυτά, και έκπτωση της κριτικής. «Οπως θα 'χεις παρατηρήσει τα τελευταία χρόνια οι ταινίες είναι όλο και χειρότερες. Και οι κριτικοί γράφουν "ωσαννά", τι υπέροχη ταινία είναι αυτή και τι υπέροχη η άλλη. Ο διαφημιστικός λόγος επιβάλλεται στον κριτικό. Δεν θυμάσαι το σκάνδαλο με την Village Voice, που απέλυσε το 2012 έναν από τους καλύτερους κριτικούς σινεμά του κόσμου, τον Τζέι Χόμπερμαν, γιατί δεν έγραφε καλά για ταινίες που ήθελε το έντυπο; Δεν βλέπεις πώς και ο σούπερ διάσημος Πίτερ Μπράντσοου της «Guardian», ίσως από τους χειρότερους κριτικούς, κι ας γράφει τόσο ωραία, είναι ποπουλιστής, της σχολής "ό,τι τραβάει τον κόσμο", και το υποστηρίζει και θεωρητικά; Οτι δηλαδή το σινεμά είναι η τέχνη που γεννήθηκε στο πανηγύρι και πρέπει να κράταμε κι αυτή την πλευρά της. Δεν λέω πως δεν υπάρχουν σήμερα (και στην Ελλάδα) καλοί κριτικοί, ίσως, μάλιστα, θα έλεγα ότι κατά μέσον όρο οι κριτικοί είναι σήμερα καλύτεροι από παλιότερα, είναι πιο μορφωμένοι, έχουν προπαίδεια, είναι θεωρητικά καταρτισμένοι, εμείς παλιά είμασταν πιο αυτοσχέδιοι. Γράφουν, όμως, σε έντυπα με πολλή πίεση υπέρ των δημοφιλών ταινιών, πόσο να αντέξουν;».
Στην ομιλιά του χθες αναφέρθηκε μόνο σε έναν μεγάλο, σημερινό δημιουργό, τον τολμηρό Ρουμάνο Ράντου Ζούντε. Πάντα με εντυπωσίαζε πόσο στενά παρακολουθεί τον νέο κινηματογράφο. Θυμάμαι μια εποχή που εγώ ανακάλυπτα έκθαμβη, χάρη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, την Αγγλίδα σκηνοθέτρια Tζοάνα Χογκ, αυτός είχε δει ήδη το σύνολο του έργου της. «Βλέπω μια ταινία την ημέρα», μου λέει, «υπάρχουν σκηνοθέτες σύγχρονοι που είναι πάρα πολύ καλοί και τους ξέρω απ' έξω και ανακατωτά. Λατρεύω την Κλέρ Ντενί, τι μεγάλη δημιουργός! Θεωρώ την Κατρίν Μπρεγιά, την πιο φεμινίστρια σκηνοθέτρια, σε μια ταινία της μια γυναίκα αποπειράται να αυτοκτονήσει κι όταν την ρωτούν "γιατί;", απαντάει "γιατί είμαι γυναίκα". Τι φοβερή απάντηση».
Αλλά επειδή, όπως μου λέει, «το σινεμά δεν είναι μόνο το σήμερα και το χθες, αλλά και το προχθές και το παραπροχθές», του αρέσει να βλέπει και να ανακαλύπτει παλιές ταινίες, που αγνοούσε και την ύπαρξή τους. Μου προτείνει κι ένα εντυπωσιακό αυστραλέζικο σαιτ, το They shoot pictures, don’t they? του πιθανόν με ελληνική καταγωγή Bill Georgaris, που δημοσιευει έγκυρες λίστες ταινιών από όλο τον κόσμο βγάζοντας τον μέσο όρο της αντίληψης των ειδημόνων. Χαίρεται, που συνεχώς ανακαλύπτονται, ακόμα και χαμένες σε κάποια ταινιοθήκη, και σώζονται - θεωρεί πολύ σημαντική τη δουλειά του ινστιτουτου L’ Immagina Ritrovata της Μπολόνια και το ότι σχεδον κάθε μεγάλο φεστιβάλ έχει πια τμήμα για Κλασικές Ταινίες.
Ακόμα και λάθος υπαλλήλου να είχε γίνει (στη διαδικασία επιλογής ελληνικής ταινίας για τα Οσκαρ), ξεκινάς πειθαρχική διαδικασία, δεν αλλάζεις την επιτροπή. Αλλωστε το "Animal" της Εξάρχου δεν είναι τυχαία ταινία, βραβεύτηκε στο πιο δύσκολο φεστιβάλ, του Λοκάρνο.»
Και με το ελληνικό σινεμά, τι κάνει; Αφού δεν πολυβγαίνει σε αίθουσες, πώς το παρακολουθεί; «Είχα την τύχη να με κάνουν επίτιμο μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, η Κατερίνα Ευαγγελάκου το έκανε όταν ήταν πρόεδρός της. Βλέπω τα πάντα και ψηφίζω για τα βραβεία Ιρις».
Δεν αντέχω να μην το ρωτήσω για το τελευταίο σκάνδαλο με «Φόνισσα», «Animal» και εκπροσώπησή μας στα Οσκαρ. Πάντα συγκρατημένος (κάτι ξέρει από ΥΠΠΟ), σχολιάζει: «Ακόμα και λάθος υπαλλήλου να είχε γίνει, ξεκινάς πειθαρχική διαδικασία, δεν αλλάζεις την επιτροπή. Αλλωστε το "Animal" της Εξάρχου δεν είναι τυχαία ταινία, βραβεύτηκε στο πιο δύσκολο φεστιβάλ, του Λοκάρνο, και η ταινία και η πρωταγωνίστριά της. Και είναι στις τελικές υποψηφιότητες για το Ευρωπαϊκό Βραβείο ΚοινούLux”.»
Κάτι τελευταίο, που μπορεί και να σας διαφύγει, αν δεν διαβάσετε πολύ προσεχτικά την ομιλία του, τα βασικά σημεία της οποίας δημοσιεύουμε στη συνέχεια. Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος δεν φοβάται να γίνει δυσάρεστος με όλους μας. «Το σινεμά περνάει κρίση υποταγής σε μια θεματολογία και ιδεολογία επικαιρότητας. Δηλαδή; Υπερφεμινισμός. Υπερπροσφυγισμός. ΥπερLGBTQ… Ετσι γράφονται σενάρια σε ένα βράδυ, χωρίς καμμιά πραγματική ανάγκη», λέει.
Ελπίζουμε με κάποιο τρόπο να ξαναβρεθούμε όλοι μαζί του. Και, γιατί, όχι να γίνει και συζήτηση ανάμεσα στον Μπακό και τους νεώτερους...
Διαβάστε παρακάτω τα σημαντικότερα σημεία της ομιλίας του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου
Γιατί υπάρχει κριτική
Η κριτική είναι ένας λόγος πάνω σε έναν άλλο λόγο. Και ο πρώτος λόγος είναι ένας λόγος πλήρης, είναι ο λόγος της καλλιτεχνικής έκφρασης: η εικόνα, ο ήχος και το σύστημά τους. Η ταινία είναι ένας μικρόκοσμος που ζει μια αυτόνομη ζωή και απέναντί του βρίσκεται ο θεατής που διασταυρώνεται μαζί του. Τι σημασία μπορεί να έχει ανάμεσα ο δεύτερος λόγος, αυτή η μετά - γλώσσα της κριτικής; Και μάλιστα ένας λόγος με λέξεις που αναφέρονται σε εικόνες και ήχους;
Πώς γεννιέται η κριτική
Η κριτική γεννιέται μέσα από μια απουσία μέσα σε μια απουσία του σώματος του κινηματογράφου, σε ένα πεδίο στέρησης. Γιατί στερημένος από το σώμα γράφεις τον λόγο, το κείμενο. Όμως δείχνει προς το χώρο της απόλαυσης, την ταινία. Παράδοξη θέση. Πολλοί είπαν άχρηστη, άρα άχρηστος λόγος. Όμως η πραγματικότητα και η ιστορία όρισαν το αντίθετο.
Βέβαια, η σχέση των κριτικών με τους με τους καλλιτέχνες ήταν πάντοτε πολύ παράξενη -σχέση έρωτα και μίσους- και πολλοί καλλιτέχνες αρνούνται παντελώς τη χρησιμότητα της κριτικής. Υπάρχει συγχρόνως αδιαφορία και φοβερή εξάρτηση από τον κριτικό - είναι ένα περίεργο αίσθημα.
Για παράδειγμα, με τον Νίκο Κούνδουρο είχα στενή φιλία από την εποχή του «Δράκου». Ο Κούνδουρος, όμως, είχε την παιδιάστικη επιθετικότητα και λοιδορούσε πολλά πράγματα. Για τους κριτικούς έλεγε πως ήταν άχρηστοι, οι ευνούχοι του παλατιού. Όμως σε ένα ομαδικό τραπέζι στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποφάσισα να τον συνεφέρω: Τότε γιατί φιλάς επιμελώς τις κριτικές για τις ταινίες σου και τις εντάσσεις στα βιβλία που γράφουν για σένα; Σιωπή!…
Ο ιδανικός κριτικός
Η κριτική υπάρχει επειδή υπάρχει το πρωτότυπο έργο. Άρα είμαστε δεδομένα υποδεέστεροι. Ποτέ μου δεν ισχυρίστηκα ότι είμαι καλύτερος ή προηγούμαι από οποιονδήποτε αληθινό καλλιτέχνη. Ακόμα και κάποιον που τον κριτικάρω αρνητικά θεωρώ ότι είναι ίσως σπουδαιότερος από μένα, γιατί αυτός φτιάχνει, γεννάει την ταινία. Εντάξει, μπορεί να διαθέτω ευαισθησία και γνώση, αλλά αυτά είναι δευτερογενή.
Άρα ο κριτικός πρέπει να προσεγγίζει το έργο με ολοκληρωτική συμμετοχή, με μεγάλη αγάπη και ταπεινότητα. Αφήνεται στις εικόνες, στους ήχους, στις ιδανικές μορφές. Εμποτίζεται. Πηγαίνει προς το έργο και ακολουθεί την κίνησή του, χρονική, ρυθμική, κίνηση σαν της ζωής. Το φιλμ τελειώνει. Από ‘κει και πέρα αρχίζει και παίρνει τις αποστάσεις του, κάνει βηματάκια πίσω. Ένω “μηρυκάζει” το φιλμ, αρχίζει να προβάλλει την κρίση του και τη σκέψη του πάνω στο έργο και κάποια στιγμή να τη διατυπώνει. Όχι ένα απλό συμπέρασμα αλλά μια σύνθεση, έναν άλλο μικρόκοσμο του λόγου που να έχει επίσης, αν είναι δυνατόν, τον παλμό της ζωής. Να φτιάξει ένα κείμενο που να είναι μεστό και να μπορεί να ενδιαφέρει αυτόν που το διαβάζει.
Γιατί έχει σημασία και η ποιότητα της γραφής, ο κριτικός δεν είναι μόνο το τι λες αλλά είναι και η ομορφιά του κειμένου σου. Υπάρχουν κριτικοί στρυφνοί που δεν διαβάζονται με τίποτα και άλλοι κριτικοί που διαβάζονται με απόλαυση.
Προϋποθέσεις για την κριτική
Και για να μην κατηγορηθώ ότι μιλώ για συναισθήματα, όνειρα και… “μεταφυσική”, θα αναφέρω συνοπτικά τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την κριτική. Οι βοηθητικές γνώσεις από τις επιστήμες. Πρώτα η ψυχολογία και ειδικότερα η ψυχανάλυση. Ανάλυση των ηρώων της ταινίας αλλά και η διαπίστωση του υποκειμένου. Του δημιουργού, ίσως και του κριτικού, του άλλου “λόγου”. Ύστερα η κοινωνιολογία, η ιστορία, η οικονομία, η εξέλιξη των παραδοσιακών τεχνών, αλλά και των αισθητικών θεωριών. Τέλος, γραμματική και συντακτικό, παραγωγή και οικονομία, σενάριο, μοντάζ. Και βέβαια, η Ιστορία του. Δύο χιλιάδες ταινίες διαχρονικά, για να μην ανακαλύπτουμε κάτι παμπάλαιο και κοινότοπο, εκστασιασμένοι ως κάτι καινούργιο.
Νέο σινεμά
Εδώ και κάποια χρόνια εντείνεται ο συσχετισμός επιτάχυνση επί κατανάλωση. Η αξία και η απόλαυση απέναντι στο έργο συνδέονται με τον φετιχισμό του νέου, τη νέα ειδωλολατρία του αιώνα. Συνεχώς νέα προϊόντα, με όλο και πιο βραχεία ζωή. Σαν ακατάσχετη φυγή πανικού προς τα μπρος. Επειδή όμως αυτό το «νέο» δεν είναι πια αποτέλεσμα φυσικής ωρίμανσης, στη διαλεκτική σχέση του καλλιτέχνη με τον κόσμο, είναι ένα νέο τεχνητό και πλασματικό. Όμως, ούτε και ο αποδέκτης του είναι ώριμος, ούτε κι αυτός προλαβαίνει πια να αποκωδικοποιήσει, να αισθανθεί το αληθινό νέο απέναντι στο πλασματικό. Έτσι, ο δέκτης απορρίπτει, κατά μέσον όρο, το πραγματικό νέο και υιοθετεί το πλασματικό νέο. Δηλαδή απολαμβάνει την επανάληψη που προικίζεται με ένα τρικ για να μοιάζει ριζοσπαστικά νέα. Αλλάζει η επιφάνεια πάνω στο ίδιο, κατά βάθος στερεότυπο. Είναι δυνατόν να γυριστεί ένας σπουδαίος τρίτος Νοσφεράτου, όταν έχει προηγηθεί το αριστούργημα του Μουρνάου και ο αξιόλογος Νοσφεράτου του Χέρτσογκ;
Ιντερνετ και κριτική
Το ίντερνετ είναι ένας απέραντος κόσμος που ολοένα αναπτύσσεται και συγχρόνως είναι μια αχανής, απόλυτη δημοκρατία. Δηλαδή, για πρώτη φορά ανεβαίνει η φωνή πολύ περισσότερων ανθρώπων και γίνεται ισότιμη με τη φωνή της λεγόμενης επίσημης κριτικής που είχε πριν την εξουσία στα μίντια -ιδίως στην Αμερική ήταν πολύ δυνατή, η κριτική ανέβαζε και κατέβαζε ταινία μέσα σε μια εβδομάδα. Αυτό το πράγμα έχει ξεπεραστεί γιατί παίρνει κανείς πληροφορίες από παντού. Και ο διάσημος κριτικός έχει το μπλογκ του και απαντάει στους ανθρώπους που του γράφουν και δεν ντρέπεται να απαντήσει, δεν κάνει τον έξυπνο ότι μιλά από τον θώκο του. Σε όλα τα μεγάλα έντυπα έχουν δίπλα στις κριτικές και blogs (όπως οι New York Times) και οι κριτικοί έχουν τις ζω-ντανές συζητήσεις τους σε βίντεο.
Υπάρχει όμως κίνδυνος. Όλες οι πληροφορίες, χρήσιμες ή άχρηστες, παραγωγικές ή ανόητες, σερβίρονται μαζί, χύμα. Αν λοιπόν πέφτεις μονίμως, λίγο πολύ από σύμπτωση ή από συνήθεια, στα «κακά κανάλια», sites που είναι πολύ κουτσομπόλικα, πολύ προσωπικά, πληρωμένα πολλές φορές από τις εταιρείες, εκεί σου κάνει κακό ο ανεπεξέργαστος, πολύ μεγάλος όγκος των πληροφοριών, και σε ενίοτε λανθασμένων πληροφοριών.
Η κριτική κινηματογράφου σήμερα
Η κριτική κινηματογράφου βρίσκεται σήμερα σε κρίση από την τεράστια ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη των μέσων κοινωνικής επικοινωνίας και ενημέρωσης. Η πίεση είναι αφόρητη προς το στιγμιαίο, το ακαριαία αντιληπτό και κατανοητό. Άρα προς το επιφανειακό, το επιπόλαιο, αυτό που γυαλίζει και εντυπωσιάζει αμέσως, το σλόγκαν. Από τις λέξεις, το μοντάζ εικόνων, περάσαμε στο σήμα-σύνθημα, στις αφαιρέσεις των φωνηέντων, στο greeklish, στη βροντερή, γιγάντια, μονή εικόνα. Περάσαμε στα αστεράκια, στις βαθμολογίες, στα κυριαρχικά τοπς, όλα αυτά που ορίζουν το νέο κανόνα της επικοινωνίας και της αξίας στα σόσιαλ μίντια.
Ποια αξία; Δύο ισχυροί πόλοι.
Τα τελευταία χρόνια, στο σινεμά, ο νέος παράγων αξίας είναι η απλοϊκή ιδεολογία. Τα ψυχολογικά και κοινωνικά κινήματα επιβάλλουν επιτακτικά τη νέα θεματολογία. Φεμινισμός ως τα άκρα (me too κλπ), διεθνείς ανατροπές, πόλεμοι, κινήματα που γεννούν προσφυγιά και αναμείξεις και συγκρούσεις φυλών, πολιτισμών, ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών, κινήματα LGBT.
Όλα αυτά στρατοπεδεύουν στο προσκήνιο, με σχηματικές έως προσχηματικές μορφές, διαμορφωμένες βιαστικά στα γραφεία σεναρίων, σε σεμινάρια με έτοιμες φόρμουλες, χωρίς βαθύτερη ψυχική ωρίμαση και μορφολογική επεξεργασία, χωρίς τη θεμελιώδη αναγκαιότητα. Αποτέλεσμα: Επανάληψη του ιδίου, ταυτολογία, τελικά απονέκρωση.
Απέναντι στην ευτελή κριτική, έχουμε τον τύπο της επίπονα βαρύγδουπης, τάχατες επιστημονικής μελέτης. Απέναντι στη Σκύλα, έχουμε τη Χάρυβδη. Η σοβαροφάνεια, η γραφειοκρατία της δήθεν συστηματικής σκέψης, κλείνει τον ορίζοντα μέσα σε σχήματα από άπειρες, νεκρές βιβλιογραφικές παραπομπές, άκαμπτα θεωρητικά αξιώματα, συλλογή από τσιτάτα που σφυροκοπούν τον αναγνώστη, ως θέσφατα σε ακατάσχετη φιλολογική, ταυτολογική φλυαρία. Αυτοί οι μελετητές πνίγουν την κριτική στη λεπτομέρεια, στη βερμπαλιστική ηδονή της ανάλυσης, στον βομβαρδισμό με ένα κρυπτικό λεξιλόγιο, με πλήθος νεόκοπες λέξεις σε κεντρομόλο αυταπόδειξη. Η υπεροψία της υπο-θετικά επιστημονικής κριτικής ξεχνάει το ζωντανό σώμα της ταινίας και η ανάλυση χωρίς χαρά και φαντασία, γίνεται νεκροψία.
Απέναντι σε αυτή την απαισιόδοξη εικόνα που παρουσίασα, θέλω να αντιτάξω την πίστη μας στην αληθινή τέχνη. Ο Παπαδιαμάντης γράφει: Το ΄να παιδί καλό παιδί. Τ’ άλλο δεν είχε μάνα. Γράφει ο Σολωμός στον Πόρφυρα: Άστραψε φως κι εγνώρισαν ο νιός τον εαυτό του. Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Κλείνοντας, θ’ αναφερθώ στον πολύ σπουδαίο, νέο Ρουμάνο σκηνοθέτη, Ράντου Ζούντε και στον σημαδιακό τίτλο της ταινίας του, «Μην περιμένετε πολλά από το τέλος του κόσμου». Λέτε να φτάσει η ανθρωπότητα να είναι εκστατικός θεατής στο ολοκαύτωμα του τέλους της; Η αληθινή, συνεπής τέχνη θα αντισταθεί.