Άποψη

To Flix διαλέγει τις 10 καλύτερες ταινίες του Γούντι Αλεν

στα 10

Σε αντίστροφη μέτρηση, οι συντάκτες του Flix διαλέγουν τις καλύτερες ταινίες από τη φιλμογραφία του Γούντι Αλεν.

Flix Team
To Flix διαλέγει τις 10 καλύτερες ταινίες του Γούντι Αλεν

Με διακριτικές εκπλήξεις, αλλά και ομόφωνη ψήφο στις πρώτες τουλάχιστον θέσεις, η δεκάδα που ακολουθεί είναι οι αγαπημένες μας ταινίες από την μεγάλη (όχι μόνο σε όγκο) φιλμογραφία του Γούντι Αλεν και μαζί ένας τέλειος οδηγός για αρχαρίους - προτείνουμε να τις δείτε (ή να τις ξαναδείτε) με τη σειρά που ακολουθεί.

Διαβάστε ακόμη: Ο Γούντι Αλεν μας συμβουλεύει: δείτε αυτές τις 10 ταινίες πριν γεράσετε!

Everyone Says I Love You 607

10. Ολοι Λένε Σ΄Αγαπώ (Everyone Says I Love You, 1996)

Πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα άλλο να πεις σε μια ταινία που κυριολεκτικά κάνει την καρδιά σου να τραγουδά και να χορεύει μαζί με τους πρωταγωνιστές αυτής της τόσο ελαφριάς και γλυκιάς ταινίας που μοιάζει με το πιο αφράτο, γευστικό παντεσπάνι που γεύτηκες ποτέ.

Μπορεί να μην είναι η πιο βαθιά η πολύπλοκη ταινία του Γούντι Αλεν, μα είναι δίχως αμφιβολία η πιο απολαυστική, ανάλαφρη και καλοφτιαγμένη. Από την πρώτη σκηνή όπου ο Εντουαρντ Νόρτον ξεκινά να τραγουδά δίχως λόγο στο ανοιξιάτικο Σέντραλ Παρκ, πολύ απλά γιατί αυτή είναι μια ταινία όπου οι άνθρωποι ξεκινούν να τραγουδούν και να χορεύουν δίχως λόγο, το «Ολοι Λένε Σ Αγαπώ» σε παρασύρει στον ακαταμάχητο ρυθμό του, ως το τέλος.

Από την Νέα Υόρκη στο Παρίσι και τη Βενετία, μέσα από κλασσικά τραγούδια και ευρηματικά μουσικοχορευτικά νούμερα - ανάμεσα σε άλλα ένα μασκέ πάρτι γεμάτο Γκράουτσο Μαρξ ή μια ομάδα από φαντάσματα που χορεύουν. Κι αν η ιστορία του δεν είναι κάτι παραπάνω από μια συρραφή από τις γνώριμες εμμονές του Γούντι Αλεν για την ζωή, τον έρωτα και μερικά αληθινά βαθιά ερωτήματα που καταλήγουν απλά one liners, ο τόνος του είναι τόσο πετυχημένος και η καρδιά του απολύτως στο σωστό μέρος ώστε δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Αν η δικιά σου καρδιά δεν ανταποκριθεί, τότε κάτι πάει στραβά μαζί σου.

Γιώργος Κρασσακόπουλος

Deconstructing Harry

9. Διαλύοντας τον Χάρι (Deconstructing Harry, 1997)

«Σημειώσεις για το μυθιστόρημα. Πιθανή αρχή: Ο Ρίφκιν ζει μία αλλοτριωμένη, αποξενωμένη ζωή. Μόνο το γράψιμο τον ηρεμούσε...»

Στα τέλη της δεκαετίας του 90, ο Γούντι Αλεν μάς επιτρέπει να κοιτάξουμε ξανά τον τσαλακωμένο αντικατοπτρισμό του. Ο κεντρικός ήρωας της νέας, επικής, κωμωδίας του είναι ένας συγγραφέας σε αδιέξοδο: δεν έχει την παραμικρή έμπνευση. Και αυτό το writer's block τον φέρνει αντιμέτωπο όχι απλά με τον πραγματικό κύκλο του (συζύγους, ερωμένες, φίλους, sex therapists) αλλά και με όλους τους ήρωες των μυθιστορημάτων του. Ο φαντασιόπληκτος Χάρι συνομιλεί με το μυθοπλαστικό του alter ego. Κι ο καλλιτέχνης Γούντι, με το κινηματογραφικό του. Και θα είναι ανελέητος. Δεν υπάρχει κριτική που να έχει γίνει στον Αλεν, που να μην την απαντά ο ίδιος ο Αλεν, μέσα από την ταινία. Επίσης αλλάζει τη γλώσσα της γραφής του: γράφει αθυρόστομα, βρώμικα, οριακά χυδαία. Και το κάνει να φαίνεται απλό, φυσικό, ταιριαστό, και τόσο, μα τόσο, αστείο.

Χρησιμοποιώντας ένα πολυάριθμο καστ ηθοποιών σε διάσημα guests, ο Γούντι Αλεν παίζει ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φιξιόν, τη ζωή και το θάνατο, την ενοχή και την κόλαση (του άντρα και του καλλιτέχνη) και καταλήγει σε μία... ερωτική εξομολόγηση. Στους ήρωές του, στο γράψιμο, στο ίδιο το σινεμά. «Σας αγαπώ, στ’ αλήθεια. Ολους. Μου χαρίσατε μερικές από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Και σε κάποιες δυστυχισμένες, μου σώσατε τη ζωή. Μου διδάξατε πράγματα, και σας είμαι ευγνώμων...»

Πόλυ Λυκούργου

Match Point 607

8. Match Point, 2005

«Εκείνος που είχε πει πως “προτιμώ να είμαι τυχερός παρά καλός” είχε βρει το νόημα της ζωής».

Με αυτά τα λόγια ξεκινά ίσως μια από τις καλύτερες και πιο αιχμηρές ταινίες του Γούντι Αλεν μέχρι και σήμερα. Με έντονες φιλοσοφικές πτυχές, και με αναφορές μέχρι και τον ίδιο τον Σοφοκλή, ο Γούντι Αλεν ψυχογραφεί μέσω των χαρακτήρων του την ίδια κοινωνία στην οποία ζούμε, καθώς θέτει στην πορεία του δύσκολα και, ίσως, αναπάντητα ερωτήματα όπως σε ποιο βαθμό είμαστε προετοιμασμένοι να παραμερίσουμε τις όποιες ηθικές μας αξίες για να ζήσουμε μέσα στην απληστία και τον εγωισμό αλλά και το πόσο μεγάλο ρόλο παίζει η τύχη στο πως εξελίσσεται η ζωή μας.

Βαθιά επηρεασμένος από το έργο του Ντοστογιέφσκι «Εγκλημα και Τιμωρία» (ήδη βλέπουμε από τα πρώτα πλάνα τον πρωταγωνιστή να το διαβάζει, προικονομώντας τη συνέχεια) αλλά και από την καρδιά της ελληνικής τραγωδίας, ο Γούντι Αλεν, στην πρώτη του ταινία την οποία γυρίζει στο Λονδίνο, εμπιστεύεται τη νέα του μούσα Σκάρλετ Τζοχάνσον, ανακατεύει αρκετές δόσεις θρίλερ και φιλμ νουάρ, σε ένα κυνικό και νιχιλιστικό δικό του κινηματογραφικό είδος - σαν ξανά από την αρχή. Εδώ τον ενδιαφέρει λιγότερο ο σαρκασμός και οι πνευματώδεις διάλογοι, καθώς εμπιστεύεται την πλοκή και τους προβληματικούς χαρακτήρες του στο κέντρο ενός διαρκούς παιχνιδιού με αντικείμενο ηθικά (ή και όχι) διλήμματα.

Ο πόθος και η απληστία, φυσικά, έχουν τον πρώτο λόγο, και με την βοήθεια της θεάς τύχης (!) καταφέρνουν στο τέλος να επικρατήσουν, σε μια από τις μεγάλες κριτικές και εμπορικές επιτυχίες της - με αφετηρία αυτήν την ταινία - επανεκκινημένης για ακόμη μια φορά φιλμογραφίας του Γούντι Αλεν.

Χρήστος Μπακατσέλος

Bullets over Broadway

7. Σφαίρες Πάνω από το Μπρόντγουεϊ (Bullets over Broadway, 1994)

Δεν χρειάζεται να πας βαθύτερα από μερικές ίντσες (για να παραφράσουμε μια από τις πολλές και σπουδαίες ατάκες ενός αριστουργηματικού σεναρίου - «Για μένα η αγάπη είναι πολύ βαθιά, το σεξ χρειάζεται να πηγαίνει μόνο μέχρι μερικές ίντσες») για να αντιληφθείς πως πίσω από το φόρο τιμής που αποδίδει ο Γούντι Αλεν στον κόσμο του θεάτρου κρύβεται, σε αυτήν την ταινία, μια από τις πιο μελαγχολίκες, ελαφριές, απενοχοποιημένα διασκεδαστικές και αυτόματα κλασικές πραγματείες του πάνω στην αφήγηση, τις λέξεις, τις ιστορίες, όλα όσα θα κάνουν πάντα έναν άνθρωπο που γράφει να αγωνιά...

Με alter ego του εδώ τον Τζον Κιούζακ, ο Γούντι Αλεν συνθέτει τον παραμορφωτικό - κωμικό, εκ των πραγμάτων - καθρέφτη του «Απιστίες και Αμαρτίες» σε ένα περιτύλιγμα που φέρνει τη Μαφία μέσα στο θέατρο ή και το ανάποδο, αφού σε αυτήν του την ταινία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, ο Γούντι Αλεν ράβει τους νευρωτικούς του χαρακτήρες πάνω στους πιο απροσδόκητους ήρωες, με φόντο την έτσι κι αλλιώς «σκοτεινή» δεκαετία του '20.

Δεν είναι μόνο ο ταλαντούχος μαφιόζος του Τζαζ Παλμιντιέρι ή η νευρωτική ντίβα της Ντάιαν Γουίστ που ανεβάζουν επίπεδο στη γουντιαλενική ερμηνεία (ειδικά το «Don't Speak» της Γουίστ θα έπρεπε να διδάσκεται από μόνο του σε σχολές υποκριτικής), ούτε καν αυτή η διαολεμένα απίστευτα πολύπλοκη μέσα στην απλοϊκότητά της ενζενί της Τζένιφερ Τίλι, αλλά ένας ρετρό θησαυρός από εκλεκτική τζαζ, άντρες που δεν ξέρουν τι θέλουν και γυναίκες που παίζουν στα δάχτυλά τους το μεγάλο έργο της αγάπης.

H επιτομή του «αυτόματα κλασικό».

Μανώλης Κρανάκης

Hannah and her Sisters 607

6. Η Χάνα και οι Αδελφές της (Hannah and her Sisters, 1986)

Αν ο Γούντι Αλεν, όπως ο ίδιος εδώ και χρόνια δηλώνει και προσπαθεί, θέλει να μιμηθεί σε παραγωγικότητα και συνέπεια τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν, αυτή εδώ είναι η (ως τότε) πιο «μπεργκμανική» ταινία του, βγαλμένη από οικογενειακά μυστικά, δυσλειτουργίες και μοναδικές σχέσης πίστης, αλλά και από την ανάλαφρα διατυπωμένη υπαρξιακή αγωνία του εάν κανείς ζει σε ικανό βαθμό της ζωή που του προσφέρεται.

Τοποθετημένη, αγκαλιασμένη σχεδόν, από δυο νοσταλγικής υφής φιλμ του Γούντι Αλεν, το «Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου» του 1985 και τις «Μέρες Ραδιοφώνου» του 1987, η ιστορία της Χάνα καταφέρνει κάτι μεγαλειώδες: ν' αποτυπώνει ταυτόχρονα ήρωες, σχέσεις και συναισθήματα ταυτόσημα με το κινηματογραφικό σύμπαν του Αλεν, με την προσωπική, ιδιοσυγκρασιακή οικογενειακή δομή του και με ό,τι έχει ζήσει, νιώσει και σκεφτεί όποιος είχε ποτέ μια εκτεταμένη οικογένεια, ή απλώς... αδελφές.

Η ιστορία ξετυλίγεται μεταξύ δυο γιορτών των Ευχαριστιών και παρακολουθεί τρεις συνδεόμενους άξονες. Η Χάνα (που ενσαρκώνει η Μία Φάροου και που η ίδια ανησύχησε ότι έμοιαζε υπερβολικά μ' εκείνη), σταθερή κι εσωστρεφής, είναι παντρεμένη με τον Ελιοτ του Μάικλ Κέιν. Ο Ελιοτ ερωτεύεται και ξεκινά μια παράνομη σχέση με τη μία αδελφή της Χάνα, τη ριψοκίνδυνη καλλιτέχνη Λι, ενώ η άλλη αδελφή της, η υποχόνδρια Χόλι της Νταϊάν Γουιστ, αρχίζει να βγαίνει με τον πρώην άντρα της Χάνα, τον Μίκι του Γούντι Αλεν. Η επόμενη χρονιά, η επόμενη Γιορτή των Ευχαριστιών, θα βρει την οικογένεια, μετά από ένα παιχνίδι... μουσικών καρεκλών, σε ελαφρώς διαφορετικές θέσεις και σχέσεις, αλλά εξίσου αγαπημένη κι ακόμα περισσότερο φορτισμένη ανομολόγητα συναισθήματα.

Μ' ένα σενάριο σαν λεπτή δαντέλα (βραβευμένο με Οσκαρ, όπως και οι Β' Ρόλοι της Νταϊάν Γουίστ και του Μάικλ Κέιν), πολύπλοκο, περιστρεφόμενο και απόλυτα αρμονικό στο σύνολό του, ο Γούντι Αλεν χτίζει μια κωμωδία τολμηρή, με πτυχές τόσο τρυφερές και αναγνωρίσιμες που καθώς τα δάκρυα αναβλύζουν από μέσα σου, βαθιά, μετατρέπονται σε γέλιο ώσπου να βγουν έξω. Η «Χάνα και οι Αδελφές της» είναι μια ταινία ακραία και ρηξικέλευθα διασκεδαστική και, μαζί, τόσο οικεία που, αφού τελειώσει κι αφού περάσουν τριάντα χρόνια, παραμένει στη μνήμη σαν ένα από εκείνα τα σημαντικά οικογενειακά τραπέζια, όπου συνέβησαν τα πάντα και το τίποτα και σε διαμόρφωσαν σ' έναν πληρέστερο άνθρωπο.

Λήδα Γαλανού

Blue Jasmine

5. Θλιμμένη Τζάσμιν (Blue Jasmine, 2013)

Το 2013, μετά από ένα διάλειμμα διασκεδαστικών ιλαροτραγωδιών κατά μήκος της Ευρώπης («Μεσάνυχτα στο Παρίσι», «Στη Ρώμη με Αγάπη»), ο Άλεν επέστρεψε στο είδος του ψυχογραφικού δράματος, εκείνο που επεξεργάστηκε όχι τόσο στο ντοστογιεφσκικής έμπνευσης «Match point» όσο στα σύνθετα γυναικεία φιλμικά του πορτρέτα στα τέλη της δεκαετίας του ’80.

Πρόσωπο προς ανατομία είναι εδώ η Τζάσμιν, που ενώ κάποτε γευόταν πλούτη και πολυτέλεια ως κακομαθημένη σύζυγος ενός χρηματιστή, έχει καταλήξει μόνη και απένταρη μετά τον εγκλεισμό του για οικονομικές απάτες. Κάτι που δεν την εμποδίζει, ωστόσο, να ταξιδέψει πρώτη θέση με τα πανάκριβα μπαγκάζια της από τη Νέα Υόρκη στο Σαν Φρανσίσκο, ζητώντας καταφύγιο στο φτωχικό διαμέρισμα της αδελφής της Τζίντζερ. Παιδιά υιοθετημένα και εντελώς διαφορετικά, οι δυο αδελφές αποξενώθηκαν ακόμα περισσότερο όταν ο πρώην σύζυγος της Τζίντζερ εξαπατήθηκε από εκείνον της Τζάσμιν. Παρόλα αυτά, η καλοσυνάτη Τζίντζερ την υποδέχεται θερμά, υπομένει την επικριτική της στάση για τον τρόπο ζωής και τον νέο σύντροφό της, και την παροτρύνει να βρει δουλειά στο γραφείο ενός οδοντιάτρου…

Oμως η επίμονα «Θλιμμένη Τζάσμιν» δεν είναι με τίποτα ικανοποιημένη, εξακολουθεί να ζει μέσα στο ψέμα και την άρνηση. Και, ως ηρωίδα θαρρείς κάποιου ψυχογραφικού έργου του αμερικανικού μεταπολεμικού θεάτρου, παραμένει χαμένη μέσα στη σύγχυση που επιφέρει η σύγκρουση του μίζερου παρόντος της με τις μνήμες του ένδοξου παρελθόντος που βαθμιαία ξέφτισε.

Ο Aλεν, σε μια από τις ομορφότερες όσο και πιο πικρές ταινίες της μακράς φιλμογραφίας του, βυθομετρεί αυτή την άρνηση σε όλες της τις εκφάνσεις και «μοντάρει» αυτή τη σύγχυση σαν ζογκλέρ. Κι αν η αλληλουχία των εικόνων στον κατακερματισμένο νου της Τζάσμιν, την οποία υποδύεται με υπερβολή επιβεβλημένη από τον χαρακτήρα η Κέιτ Μπλάνσετ (τιμημένη εδώ με το δεύτερο Όσκαρ της, οκτώ χρόνια μετά το «The Aviator»), δίνει το στίγμα της αφήγησης, η ρευστότητα τούτης της αφήγησης υποδηλώνει συνάμα την παθιασμένη απόπειρα του Άλεν να τον «συμμαζέψει», αποκαλύπτοντας την απέραντη κατανόηση, έως και την αγάπη του, προς την καθ’ όλα διαταραγμένη προσωπικότητα, την ίδια που κάποιο τυπικό μελό θα είχε εξορίσει στην περιφέρεια, τονίζοντας επιπόλαια τα αρνητικά του πρόσημα.

Είναι σαν ο Φρόιντ να πήρε την κάμερα στο χέρι από καθήκον επαγγελματικό, αλλά να κατέληξε να εμπλακεί συναισθηματικά με το γοητευτικό μέσα στη διαταραχή και την υστερία του υποκείμενό του. Τέτοια λάθη δε συγχωρούνται στην ψυχιατρική. Στο σινεμά, όμως, όχι απλά γίνονται δεκτά, αλλά μπορούν και να δώσουν συναρπαστικά έργα όπως αυτό.

Ρόμπυ Εκσιέλ

The Purple Rose of Cairo 607

4. Το Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου (The Purple Rose of Cairo, 1985)

«Μόλις γνώρισα έναν υπέροχο άντρα. Δεν είναι πραγματικός, αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα».

Ξεχειλίζοντας σπιρτάδα και μαζί μελαγχολία, το «Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου» αφηγείται την ιστορία της Σεσίλια που στο Νιου Τζέρσεϊ της γκρίζας δεκαετίας του τριάντα ξεφεύγει από την μελαγχολία της καθημερινότητας παρακολουθώντας ξανά και ξανά ασπρόμαυρές ταινίες. Μέχρι την στιγμή που ο πρωταγωνιστής της αγαπημένης της, θα αφήσει την οθόνη για να εξερευνήσει την αληθινή ζωή κι έναν έρωτα που δεν κάνει fade out όταν το πλάνο σβήνει. Και μαζί του ο Γούντι Αλεν θα εξερευνήσει μερικές από τις αγαπημένες του εμμονές σε μια ταινία που δεν σου ζητά να πιστέψεις στην μαγεία, μα που είναι από μόνη της μαγική. Διπλώνοντας τον φανταστικό κόσμο του σινεμά και την πραγματικότητα σαν ένα φύλλο χαρτί ώστε οι επιφάνειές τους να συναντηθούν, ο Αλεν φτιάχνει μια αληθινά αστεία κωμωδία και μαζί μια μελαγχολική παραβολή για το ανικανοποίητο του ανθρώπου και τον τρόπο που ο καθένας μας παγιδεύεται στην δική του πραγματικότητα.

Τρυφερά σουρεαλιστικό μα και αιχμηρά πραγματιστικό το «Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου» φυτεύει στον σπόρο ενός απλού ευρήματος μια ιστορία που απλώνει κλαδιά στο μυαλό και την καρδιά και ρίχνει εκεί την γλυκόπικρη σκιά του, πολύ καιρό αφού οι εικόνες του και η ανάμνηση του γέλιου σβήσουν από το μυαλό σου.

Γιώργος Κρασσακόπουλος

Crimes and Misdemeanors 607

3. Απιστίες και Αμαρτίες (Crimes and Misdemeanors, 1989)

Σε καμία άλλη ταινία της τόσο πλούσιας κι εκτενούς φιλμογραφίας του, δεν εξισορρόπησε ο Γούντι Αλεν τόσο αριστοτεχνικά τις δύο βασικές και κυρίαρχες τάσεις του έργου του, από τη μία πλευρά, την πιο σκοτεινή, υπαρξιακή και δραματική και από την άλλη την πιο ανάλαφρη, κωμική και νευρωτική, όσο στο «Απιστίες και Αμαρτίες», όπως απλοϊκά και μάλλον ανεπιτυχώς μεταφράστηκε στα ελληνικά και δυστυχώς παγιώθηκε το «Crimes and Misdemeanors» του 1989. Τα «Εγκλήματα και τα Πλημμελήματα» του πρωτότυπου τίτλου παραπέμπουν σαφώς, από τον τίτλο και μόνο, στο «Εγκλημα και Τιμωρία» του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι, του συγγραφέα που μαζί με τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν στάθηκαν οι δύο μεγαλύτερες επιρροές για τον Αμερικανό σκηνοθέτη, η ανάγνωση και η προσέγγιση του Αλεν, όμως, σ’ αυτό το τόσο εμβληματικό κι αρχετυπικό έργο δε θα μπορούσε παρά να είναι καθαρά... γουντιαλενική, μπολιασμένη από τις δικές του θρησκευτικές, υπαρξιακές και πολιτιστικές εμμονές και καταβολές, χωρίς αυτό επ’ ουδενί να σημαίνει ότι δεν κστάφερε να μεταφέρει ακέραιο σχεδόν τον προβληματισμό του βιβλίου από την ορθόδοξη τσαρική Ρωσία της ανέχειας στην εβραϊκή upper class Νέα Υόρκη.

Κι αν ο Ρασκόλνικοφ ανακάλυψε μέσα από το έγκλημα και την ενοχή το Θεό, ο πλούσιος οφθαλμίατρος με το καθόλου τυχαίο όνομα Τζούντα (ο Μάρτιν Λαντάου στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του, τουλάχιστον μέχρι το «Εντ Γουντ» του Τιμ Μπάρτον) θα ανακαλύψει μετά την ηθική αυτουργία στη δολοφονία της υστερικής ερωμένης του την απουσία του, σ’ ένα αμοραλιστικό σύμπαν όπου το πανοπτικό βλέμμα του Θεού, με το οποίο τον φόβιζε ο πατέρας του, μπορεί τελικά να κάνει τα στραβά μάτια κι όπου ο ραββίνος ασθενής-εξομολόγος του καταλήγει (καθόλου τυχαία επίσης) τυφλός.

Στη δεύτερη, παράλληλη μέχρι την τελευταία σκηνή, και φαινομενικά μόνο πιο ανάλφρη ιστορία, ένας νευρωτικός κι αποτυχημένος σκηνοθετης ντοκιμαντέρ (ερμηνευμένος ιδανικά από τον ίδιο τον Αλεν) θα αναγκαστεί για βιοποριστικούς σκοπούς να συνεργαστεί με τον κουνιάδο του, έναν υπερφίαλο και υπερεπιτυχημένο τηλεοπτικό παραγωγό, τον οποίο σιχαίνεται γιατί πρεσβεύει όλα όσα αυτός απεχθάνεται, και θα ερωτευτεί μια χωρισμένη βοηθό παραγωγής, θα πληρώσει όμως το δικό του ηθικό πταίσμα χάνοντάς τη από εκείνον που μισεί περισσότερο.

Το τέλος θα βρει τους δύο κεντρικούς πρωταγωνιστές σε μια δεξίωση γάμου να συναντιούνται πρόσκαιρα και να συνειδητοποιούν από κοινού κυνικά ότι κάθε άνθρωπος καθορίζεται τελικά από τις επιλογές του, στις οποίες η ηθική μπορεί να μην έχει καμία θέση, παρά να είναι μια προσωπική πολυτέλεια ή ένα πρόσκαιρο εμπόδιο ή απλώς μια ρομαντική και ιδεαλιστική θεώρηση ενός ωφελιμιστικού κόσμου, όπου όλα τελικά κρίνονται εκ του αποτελέσματος, ένα κομβικό σημείο στην κοσμοθεώρηση του ίδιου του Γούντι Αλεν, τόσο στο έργο του, όσο και στην προσωπική του ζωή. Αμφότερα έμελλαν λίγο μόλις χρόνια μετά να προκαλέσουν με περισσότερες απιστίες κι αμαρτίες.

Τάσος Χατζηευφραιμίδης

Manhattan 607

2. Μανχάταν (Manhattan,1979)

Ενας ύμνος στη Νέα Υόρκη και στους κατοίκους της, αλλά και στην ίδια τη χιμαιρική αναζήτηση της αγάπης και του έρωτα, το «Μανχάταν» είναι ταυτόχρονα η πιο κομψή και καλαίσθητη ταινία του Γούντι Αλεν, με τις μελωδίες του Τζορτζ Γκέρσουιν σε απόλυτη αρμονία και συγχρονισμό με την ασπρόμαυρη φωτογραφία του Γκόρντον Γουίλις, να συνθέτουν μια σχεδόν φαντασιακή εικόνα του σκηνοθέτη για την αγαπημένη του πόλη. «Λάτρευε τη Νέα Υόρκη… Γι’ αυτόν, όποια κι αν ήταν η εποχή, αυτή ήταν ακόμα μια πόλη που υπήρχε σε μαύρο και άσπρο και παλλόταν στους υπέροχους σκοπούς του Τζορτζ Γκέρσουιν» εξομολογείται ο Αλεν στον μονόλογο που ανοίγει την ταινία.

Μονάχα εκείνος, ωστόσο, θα μπορούσε να φανταστεί αυτή την εξιδανικευμένα κινηματογραφική και τόσο αβάσταχτα ρομαντική εικόνα να ρυτιδώνεται από τις χαρακτηριστικές νευρώσεις των μονίμως ανικανοποίητων χαρακτήρων του, οι οποίοι παραπαίουν ανάμεσα στα διανοουμενίστικα υπαρξιακά τους άγχη και στα συναισθηματικά τους βάσανα.

Περισσότερο από ποτέ, όμως, ο Αλεν σκύβει με συμπάθεια και κατανόηση πάνω από τις ανθρώπινες ατέλειες και τις εγωιστικές συμπεριφορές τους, εξισορροπώντας το άψογο κωμικό του timing με μια βαθιά μελαγχολία, καθώς ξεδιπλώνει το γαϊτανάκι των σχέσεων ανάμεσα στον κεντρικό ήρωα που υποδύεται ο ίδιος και στις γυναίκες που τον περιτριγυρίζουν (Ντάιαν Κίτον, Μάριελ Χέμινγουεϊ, Μέριλ Στριπ), με τις μπεργκμανικές επιρροές του να μοιάζουν ίσως εδώ πιο οργανικές από κάθε άλλη φορά.

Θανάσης Πατσαβός

Annie Hall 607

1. Νευρικός Εραστής (Annie Hall, 1977)

Ο Αλβι Σίνγκερ είναι ο σύγχρονος άντρας της 70ς Νέας Υόρκης: δεν έχει προβλήματα, έχει προβληματισμούς. Δεν είναι macho είναι intellectual. Δεν μπορεί να ταυτιστεί με τους ήρωες στην μεγάλη οθόνη των πρώτων ραντεβού του. Δεν είναι Τζέιμς Ντιν, Μάρλον Μπράντο, Γουόρεν Μπίτι. Είναι μύωπας, κοντούλης, αστείος, φοβικός, τρυφερός, ευφυής, ανασφαλής, με εμμονή με το θάνατο. Είναι νευρικός εραστής. Σύμπτωμα των καιρών του. Αυτοσαρκαστικό σύμβολο της μετά-60ς γενιάς αντρών που ερωτεύονται με απαίτηση κι εγωιστική ακρίβεια: το ειδύλλιο χτίζεται στο μυαλό τους κακομαθημένα, κι αν είναι ρομαντικοί, κινηματογραφικά. Για να έρθει μετά η χαιρέκακη πραγματικότητα και να ρίξει τους τίτλους τέλους. Μόνο που η Ανι Χολ (δεν είναι τυχαίο ότι ο τίτλος δεν αναφέρεται σ' αυτόν, αλλά σε εκείνη) δεν σκηνοθετείται. Είναι η νέα εξίσου ευφυής, εξίσου ασυμβίβαστη, εξίσου ανασφαλής, εξίσου ανικανοποίητη γυναίκα. Ο έρωτάς τους θα είναι μοντέρνος, αστικός: εκθέσεις, θέατρα, σινεμά, βιβλιοπωλεία. Ατελείωτες συζητήσεις πάνω στην τέχνη, την ύπαρξη, το θάνατο. Μόνο που κάτι λείπει. Η παραδοχή του ότι δεν ερωτευόμαστε σε ταινίες, ίσως. Ο συμβιβασμός των εγωισμών. Δε θα το μάθουμε ποτέ. Θα τους δούμε απλά να χωρίζουν λόγω γεωγραφίας. Ή μάλλον, επειδή δεν σκηνοθετούσαν το ίδιο σενάριο.

Ο Γούντι Αλεν αποφασίζει να αφήσει πίσω του τις μπουφόνικες κωμωδίες και να σκηνοθετήσει την πρώτη «δραμεντί» - χρόνια πριν καθιερωθεί το είδος. Εκείνος ονόμασε αυτό τον κινηματογραφικό έρωτα «θρίλερ μυστηρίου», ίσως γιατί παρακολουθούμε ακόμα και σήμερα με κομμένη την ανάσα δύο εραστές να προσπαθούν να ισορροπήσουν στο τεντωμένο σχοινί των μοντέρνων σχέσεων. Γιατί δε λέμε αυτό που εννοούμε και χρειαζόμαστε «υπότιτλους»; Γιατί οι δυνατές γυναίκες μάς έλκουν και μας τρομοκρατούν ταυτόχρονα; Γιατί κι εκείνες, αντί να παλέψουν, εγκαταλείπουν σα φαντάσματα– το κρεβάτι, την αγάπη, την Νέα Υόρκη;

Κάπως έτσι, μια ταινία που αρχικά γράφτηκε με ατάκες σε χαρτοπετσέτες ξενοδοχείων, δεν ξεπεράστηκε ποτέ. Κέρδισε 4 Οσκαρ, καθιέρωσε τον Αλεν ως κοινωνικό ανατόμο κι όχι μόνο χαριτωμένο κωμικό, έχτισε το μύθο της πρωταγωνίστριας που φορά τα παντελόνια με την εικόνα της μοναδικής Νταϊάν Κίτον. Πάνω από όλα, στέκεται διαχρονικά για να συνεχίζει (και σε ακόμα κυνικότερους καιρούς) να μας θυμίζει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος νομίζει ότι έχει απομυθοποιήσει τους άπιαστους έρωτες που παίζονται σε μεγάλες οθόνες (κυριολεκτικές ή του μυαλού του). Νομίζει ότι, επειδή παραδέχεται την αδεξιότητα και νευρικότητά του ως εραστής, δεν έχει ανάγκη το χάπι εντ του. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι καταδικασμένος να σκιρτά κάθε φορά που βλέπει το γλυκόπικρο φλάσμπακ του τέλους [Κλείσιμο ματιού: 40 χρόνια πριν το «La la Land», η Ανι Χολ τραγουδούσε «La-di-da, la-di-da, la la»].

Πόλυ Λυκούργου