Καλοκαίρι στη σύγχρονη Αθήνα. Με αφορμή την αιφνίδια διακοπή ρεύματος, πέντε διαφορετικά ζευγάρια καθημερινών ανθρώπων εγκλωβίζονται σε πέντε ακινητοποιημένους θαλάμους ασανσέρ. Η αναγκαστική συνύπαρξη του ενός με τον άλλον βγάζει στην επιφάνεια εσωτερικές φοβίες κι αληθινά συναισθήματα, καλά κρυμμένα έως τότε. Σε μια κόλαση τεσσάρων τετραγωνικών, ο πόλεμος ξεκινάει.
Μια δεκαετία μετά τους «Σκλάβους στα Δεσμά τους», ο Τώνης Λυκουρέσης κοιτάζει το σήμερα μιας Ελλάδας που προσπαθεί να αναπνεύσει στα λίγα τετραγωνικά μιας εποχής σε μόνιμο blackout. Στο Flix μιλάει για το δικό του ορισμό της «Επαφής», το σινεμά του και το ελληνικό σινεμά που έμειναν ίδια αλλά και άλλαξαν και τη δική του ματιά πάνω στην κρίση.
H «Eπαφή» είναι η καταγραφή ενός έκτακτου εγκλεισμού ανθρώπων και των απρόβλεπτων συμπεριφορών τους.... Καθημερινοί, συνηθισμένοι χαρακτήρες παγιδεύονται μέσα σε ακινητοποιημένα ασανσέρ, λόγω ενός καλοκαιρινού blackout στην καρδιά της Αθήνας. Tίποτα δεν προδίδει εξαρχής τις εντάσεις που θα αναπτυχθούν σταδιακά, καθώς ο χρόνος παραμονής μέσα στους τέσσερις τοίχους των θαλάμων και της κατ’ ανάγκην επαφής μεταξύ τους επιμηκύνεται. Οι αρχικά οικείες συμπεριφορές θα μετατραπούν σε συγκρουσιακές εκρήξεις και άγνωστα, ακόμα και στους ίδιους, συναισθήματα θα βγουν στην επιφάνεια προκαλώντας στιγμές απρόβλεπτης βίας.
Η ταινία εμπνέεται από τις κρυφές μας φοβίες και τα αλόγιστα συναισθήματα που μπορούν να μας κυριεύσουν κάτω από ειδικές συνθήκες, καθώς μάλιστα όλοι ανήκουμε σε μια κοινωνία καθημερινής έντασης και έλλειψης ουσιαστικού διαλόγου ακόμα και με τους πιο κοντινούς μας ανθρώπους. Όλες οι επί μέρους ιστορίες είναι φανταστικές αλλά κάτω από τη σεναριακή τους επιφάνεια βρίσκει κανείς προσωπικές εμπειρίες, εικόνες ή και αφηγήσεις που στοιχειώνουν τη ζωή μας.
Περιορίζοντας σαν χώρο δράσης το εσωτερικό των ασανσέρ όπου εξελίσσονται οι περιπέτειες των εγκλείστων, όπως και το μισοσκόταδο που κυριαρχεί στους ακινητοποιημένους θαλάμους, επέλεξα εξαρχής αναγκαστικές στάσεις ή ελάχιστες κινήσεις των σωμάτων και με τη δεδομένη κινηματογράφηση τους σε κοντινά πλάνα, πιέζω τους χαρακτήρες κυριολεκτικά πάνω στην επιφάνεια της οθόνης. Η αγωνία όλων των ηρώων να λήξει το blackout και να συνεχίσουν στα καθημερινά τους προβλήματα, πολλαπλασιάζεται παράλληλα μ’ ένα αίσθημα δυσφορίας, τόσο οικείο στους θεατές της ταινίας, καθώς πολλοί από εμάς έχουμε μιαν αντίστοιχη περιπέτεια εγκλεισμού.
Επιλέγω τους ηθοποιούς μου πάντα με τον ίδιο τρόπο: Αφενός, τα ηλικιακά και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά τους, που περιγράφουν τον χαρακτήρα που θα ερμηνεύσουν. Αφετέρου, η δεδομένη ποιότητα της επαγγελματικής ερμηνείας τους και η μέθοδος που χρησιμοποιούν για να «διαβάσουν» τη δραματουργική ανάπτυξη, πίσω από τις λέξεις του σεναρίου. Επιπλέον, οι προηγούμενες συνεργασίες μου με αρκετούς από αυτούς, με διευκολύνουν στη διαδικασία να συνθέσουμε μαζί τα πρόσωπα της ταινίας, έστω και αν είναι διαφορετικά από τους προηγούμενους ρόλους τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην «Επαφή», ο Ακης Σακελλαρίου. Είχαμε συνεργαστεί θαυμάσια στους «Σκλάβους στα Δεσμά τους», όπου ερμήνευσε τον ρόλο ενός γιατρού, ανερχόμενου πολιτευτή της Κέρκυρας του 1900. Εδώ ανέλαβε να συνθέσει την εικόνα ενός ελληνοποιημένου πλέον Αλβανού, καταγράφοντας με την οργισμένη συμπεριφορά του έγκλειστου ήρωα του όλα τα αρνητικά επίκτητα μιας κοινωνίας όπου έχει ενταχθεί πλήρως.
Ειλικρινά δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια από τις παράλληλες δράσεις, καθώς έχω συνεργαστεί σε όλη τη γραφή του σεναρίου και έχω ταυτιστεί σταδιακά με όλους τους χαρακτήρες και τις μύχιες σκέψεις τους. Η ιστορία του τραυματιοφορέα- Χρήστου Λούλη με εκφράζει περισσότερο, καθώς έχει πολλά στοιχεία από τη ματαιότητα της ύλης απέναντι στην ανθρώπινη ύπαρξη και προβάλλει μια τολμηρή μονοχρωματική αισθητική της σκηνοθετικής μου άποψης. Αντίστοιχα, το ασανσέρ με τα εικαστικά σλόγκαν στους τοίχους του με επανασύνδεσε συναισθηματικά με την πρώιμη ζωγραφική περίοδο της νιότης μου, πριν αφοσιωθώ ολόψυχα στην κινηματογραφική εικόνα.
Η δυσκολία να επικοινωνήσουμε με τον εαυτό μας και τα απωθημένα συναισθήματα του επεκτείνεται και στην αδυναμία μας να επικοινωνήσουμε ουσιαστικά και σε βάθος ακόμα και με τα πιο οικεία μας πρόσωπα. Ο τίτλος "Επαφή" είναι διττός, ρεαλιστικός και ειρωνικός μαζί, όπως συμβαίνει συχνά στη πραγματικότητα. Κάθε ειλικρινής επαφή με τους γύρω μας είναι μια διαδρομή που θα μας φέρει πιο κοντά στον ίδιο μας τον εαυτό, αλλιώς όλα καταλήγουν αβέβαια και τραυματικά, όπως συμβαίνει στους χαρακτήρες της ταινίας.»
Μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια από τους «Σκλαβους στα Δεσμά τους», κυρίως άλλαξε η θεματική της αφήγησης μου. Με ενδιαφέρει λιγότερο η ίντριγκα της δράσης και πολύ περισσότερο η ανάπτυξη συμπεριφορών, η σχεδόν ψυχαναλυτική διείσδυση στα πρόσωπα που προβάλλονται στην οθόνη και που οι όποιες αντιδράσεις τους, περισσότερο καλύπτουν παρά φωτίζουν, τα πραγματικά τους συναισθήματα. Πλησίασα αυτήν τη φορά, τολμηρά θα έλεγα, τα πρόσωπα και τα σώματα των ηθοποιών, αφήνοντας πίσω μου τα ανοιχτά τοπία και το Ιόνιο φως των «Σκλάβων», ώστε να δω τώρα κινηματογραφικά την πραγματικότητα που μας συμπιέζει και που όλοι μας διεκδικούμε να διαχειριστούμε αποτελεσματικά.
Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου είναι δεκαετίες τώρα ο σιτοβολώνας του κινηματογράφου μας. Ολοι μας, μαζί κι εγώ από διάφορες θέσεις κατά καιρούς μεταξύ των οποίων και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, προσβλέπουμε στην καλύτερη και πιο παραγωγική λειτουργία του ώστε να υπάρχει η μέγιστη αξιοκρατία, διαφάνεια και πλουραλισμός στις επιλογές του. Τα ποσά που διατίθενται, ιδιαίτερα τώρα σε περίοδο οικονομικής πίεσης, είναι δυστυχώς ελάχιστα σε σχέση με τον όγκο των αιτήσεων παραγωγής και με τον αριθμό των υποψήφιων δημιουργών αλλά κυρίως με τις απαιτήσεις των ίδιων των σεναρίων. Με θλίβει πάντα η ρεαλιστική αποδοχή και από την πλευρά των παραγωγών και από το Κέντρο, της σχετικής χρηματοδότησης έναντι των πραγματικών απαιτήσεων της όποιας εγκεκριμένης σεναριακής πρότασης. Συνεργάστηκα με όλους τους εργαζόμενους στις περισσότερο ή λιγότερο υπεύθυνες θέσεις του Οργανισμού και αυτό που κρίνω ως εσαεί προβληματικό είναι η ασάφεια που παράγει ο υπάρχων Κινηματογραφικός Νόμος, ως προς τις αρμοδιότητες και τον επιλεκτικό ρόλο των διευθυνόντων. Περισσότερο παρά ποτέ, επιβάλλεται ένας παραγωγικός εσωτερικός Κανονισμός του Κέντρου Κινηματογράφου, με σαφείς ευθύνες και διακριτούς ρόλους σε όλες τις βαθμίδες διοίκησης. Ένας σύγχρονος σχεδιασμός με ευδιάκριτες ημερομηνίες υποβολής των προτάσεων και εξίσου δεσμευτικές ημερομηνίες έγκρισης τους, και κυρίως μια ενισχυμένη χρηματοδότηση στους νέους σκηνοθέτες μικρού και μεγάλου μήκους, που είναι το μέλλον και η συνέχεια του κινηματογράφου μας.
Ο σημερινός ελληνικός κινηματογράφος σχολιάζει και προβάλλει αγωνίες και εκκρεμότητες της κοινωνίας μας, μέσα από ποικίλους αφηγηματικούς κώδικες. Ο κάθε σκηνοθέτης προσπαθεί με την ιδιαίτερη ματιά του, ακίνητα πλάνα, μηχανή στο χέρι, κοφτό μοντάζ ή ατέλειωτα μονόπλανα, να παρασύρει και να προβληματίσει τον θεατή της κινηματογραφικής αίθουσας. Μέσα σε αυτήν την κοινή δημιουργική αγωνία, η «ΕΠΑΦΗ» διαχειρίζεται σημερινούς χαρακτήρες σε ένα ρεαλιστικό επίπεδο με συμβολικές προεκτάσεις, όπως ακριβώς συνέβη και με όλες τις προηγούμενες ταινίες μου, σύγχρονες ή εποχής.
Η κρίση, τόσο βαθιά χωνεμένη στην καθημερινή ζωή, επηρέασε θεματικά και αισθητικά τις ιστορίες μας, καθώς αισθανόμαστε να μας βαραίνει η αγωνία ενός ολόκληρου κόσμου, όπου εμείς και οι συνεργάτες μας ανήκουμε. Ο κινηματογράφος είναι μια ιδιαίτερη αίσθηση ζωής που συγκρούεται συχνά με τη δεδομένη πραγματικότητα. Ολα σήμερα δείχνουν μετέωρα και σκοτεινά γύρω μας, αλλά μέσα από τον κινηματογραφικό φακό προσπαθούμε να μεταδώσουμε μια ανάγκη αλλαγής για την αυριανή κοινωνία.