Ενημέρωση

Το ακόρεστο πάθος του Γιασούζο Μασουμούρα

στα 10

Αν ο Γιασούζο Μασουμούρα παραμένει ένα καλά κρυμμένο μυστικό του Ιαπωνικού κινηματογράφου είναι γιατί αρνήθηκε πεισματικά σε όλη τη ζωή του να απαρνηθεί το πάθος ως πρώτη ύλη του σινεμά του. Το αφιέρωμα στο έργο του που διοργανώνουν οι «Νύχτες Πρεμιέρας» περιγράφεται μόνο ως άκρως...συλλεκτικό.

Το ακόρεστο πάθος του Γιασούζο Μασουμούρα
Σκηνή από το «Tattoo» του Γιασόζου Μασουμούρα

«Σκοπός μου είναι να δημιουργήσω μια υπερβολική απεικόνιση των ιδεών και των παθών των ανθρώπινων όντων. Στην Ιαπωνία, μια χώρα περιορισμών, δεν υφίσταται η ατομική ελευθερία. Το θέμα των ιαπωνικών ταινιών είναι τα συναισθήματα των Ιαπώνων, που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ζήσουν σύμφωνα με τις νόρμες που επιβάλλει η κοινωνία τους. Το σινεμά δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει να απεικονίζει τη συμπεριφορά και την εσωτερική ανάγκη των ανθρώπων που καταπιέζονται από περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις και την ανυπαρξία των ατομικών δικαιωμάτων. Εχοντας ζήσει στην Ευρώπη για δύο χρόνια, ήθελα να απεικονίσω τον τύπο των υπέροχων, ζωντανών, δυνατών ανθρώπων που γνώρισα εκεί. Ακόμη και αν, για την Ιαπωνία, αυτό δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από μια φαντασίωση.»

Κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποια θα ήταν η μοίρα του Γιασούζο Μασουμούρα αν, όταν ήταν παιδί δεν μπορούσε να βλέπει δωρεάν κινηματογράφο στο σινεμά του πατέρα ενός φίλου του και αν μεγαλώνοντας δεν είχε γνωρίσει τον Μικελάντζελο Αντονιόνι.

Περνώντας σχεδόν ολόκληρη την παιδική και εφηβική του ηλικία μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, ο γεννημένος το 1925 Μασουμούρα θα ωρίμαζε απότομα, όταν θα αναγκαζόταν να επιστρατευτεί στον Πόλεμο του Ειρηνικού. Εχοντας μόλις ξεκινήσει τις σπουδές του στη Νομική Σχολή, τα ίχνη του θα χάνονταν μέχρι και το 1947, όπου και θα επέστρεφε στην Ιαπωνία «τραυματισμένος» από έναν πόλεμο που τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως το σινεμά ήταν ικανό για τα πάντα, εκτός από το να αποτυπώσει την αγριότητα της πραγματικής ζωής.

Με την επιστροφή του στο Τόκιο εργάστηκε στο θρυλικό στούντιο Νταιέϊ ως βοηθός σκηνοθέτης και με τα χρήματα που έβγαλε κατάφερε να τελειώσει τόσο τη Νομική όσο και τη Φιλοσοφική σχολή, όταν το 1952 κέρδισε μια υποτροφία για τη Ρώμη και το Πειραματικό Κέντρο Κινηματογραφίας. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τον Μικελάντζελο Αντονιόνι (ανάμεσα στους δασκάλους του ο Φεντερίκο Φελίνι και ο Λουκίνο Βισκόντι), σε μια καθοριστική επαφή που θα άλλαζε όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τη ζωή, αλλά κυρίως τον τρόπο με τον οποίο ήταν πλέον αποφασισμένος πως θα κάνει σινεμά.

Αν ο Αντιονόνι, όμως, έμαθε τον Μασουμούρα πως να «κάνει» σινεμά, ήταν ο Κένζι Μιζογκούτσι και ο Κον Ιτσικάουα που τον έμαθαν πως να «φτιάχνει» σινεμά. Η θητεία του ως βοηθός σκηνοθέτης στο πλευρό των δύο μεγάλων Ιαπώνων δημιουργών θα ήταν αρκετή για να του εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του στούντιο. Και κάπως έτσι, το 1957 θα υπέγραφε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, «Kisses», μια ρομαντική κομεντί με πρωταγωνιστές ένα delivery boy και ένα μοντέλο καλλιτεχνών που δεν θα είχε ιδιαίτερη εμπορική τύχη, προδίδοντας ωστόσο τις απαρχές ενός στιλ που σύντομα θα γινόταν το σήμα κατατεθέν του.

Χρειάστηκαν τέσσερις ακόμη ταινίες πριν ο Μασουμούρα αναγκάσει την κριτική να τον χτυπήσει για το νευρικό, σχεδόν δυτικό στιλ του «Giants and Toys» (1958). Ευτυχώς, ένας νεαρός σκηνοθέτης και κριτικός κινηματογράφου τότε, ο Ναγκίσα Οσιμα, θα αποθέωνε το έργο του Μασουμούρα για τις «κοφτερές κοινωνιολογικές του αποχρώσεις» βάζοντας το όνομα του πρώτο στη λίστα όσων θεωρούνται σήμερα υπεύθυνοι για το Ιαπωνικό νέο κύμα.

Αποφασισμένος να χτυπήσει κάτω από τη μέση τις νόρμες της ιαπωνικής κοινωνίας, ο Μασουμούρα δεν είχε άλλη επιλογή από το να παραδοθεί άνευ όρων στο ...μελόδραμα. Αφήνοντας πίσω του τις πρώτες ασπρόμαυρες δοκιμές για μια ανατροπή όσων όριζαν μέχρι εκείνη τη στιγμή το σινεμά της Ιαπωνίας, ξεκίνησε δειλά στην αρχή και με φόρα αργότερα να χτίζει το παραληρηματικό, ακραίο, σε στιγμές σοκαριστικό και technicolor σύμπαν που θα τον άφηνε στο...περιθώριο της Ιστορίας.

Η δεκαετία του '60 τον βρίσκει να σκηνοθετεί μέσο όρο τρεις με τέσσερις ταινίες το χρόνο, ανάμεσα στις οποίες μπορεί κανείς να ανακαλύψει μερικές από τις καλύτερες στιγμές του, όπως το «Tattoo» του 1964, το «Manji» του 1965, το «Red Angel» του 1966 και φυσικά το «Βlind Beast» του 1969. Είναι σε αυτό τελευταίο, παράδοξο και ακραίο love story ανάμεσα σε έναν τυφλό καλλιτέχνη και τη νεαρή κοπέλα που απαγάγει, που μπορεί κανείς να κατανοήσει ακριβώς γιατί ο Γιασούζο Μασουμούρα υπήρξε το ίδιο επιδραστικός με τον Κουροσάουα, τον Μιζογκούτσι και τον Οζου στην μετέπειτα ιστορία του ιαπωνικού σινεμά.

Χρησιμοποιώντας το σεξ ως μια επαναστατική πράξη και βυθίζοντας τον θεατή σε ένα σουρεαλιστικό σύμπαν πρωτόγνωρου για την εποχή ερωτισμού (που αγγίζει με παιχνιδιάρικη διάθεση τον σαδομαζοχισμό), ο Μασουμούρα «άνοιξε» το μυαλό του σινεμά της χώρας του για να χωρέσει μέσα του μύθους και παραδόσεις, την επιρροή από τη μία του Αντονιόνι και από την άλλη του Ντάγκλας Σερκ, τον γκροτέσκο ερωτισμό της εποχής Τάισο (1915- 1925), την απροκάλυπτη βία που γνώρισε ο ίδιος στη διάρκεια του πολέμου και τη λατρεία του προς τις γυναίκες που θα έβρισκε ιδανική έκφραση στη μούσα του και femme fatale των ταινιών του Αγιάκο Ουακάο.

Χωρίς το έργο του Μασουμούρα και την απελευθερωτική του δύναμη, ακριβώς την εποχή που το ιαπωνικό σινεμά την είχε περισσότερο ανάγκη, ο Οσιμα δεν θα τολμούσε ποτέ να γυρίσει την «Αυτοκρατορία των Αισθήσεων», ο Σοέι Ιμαμούρα δεν θα γινόταν ποτέ ηγετική μορφή του ιαπωνικού νέου κύματος και οι Τακάσι Μιίκε και Σίνια Τσουκαμότο δεν θα έβρισκαν πρόσφορο έδαφος πάνω στο οποίο μπόρεσαν ανενόχλητοι να χτίσουν το cult μύθο τους.

Πίσω από εικόνες φρίκης που γοητεύουν (το σεξ μιας νοσοκόμας με τον ακρωτηριασμένο στρατιώτη στο «Red Angel»), ερωτικές ακρότητες που διεγείρουν (η γυμνή πλάτη μιας γυναίκας με ένα χτυπημένο με τη βία τατουάζ στο «Tatoo», τα μεγενθυμένα ανθρώπινα μέλη στο «Blind Beast», το λεσβιακό σεξ στο «Manji») και μια διάχυτη αίσθηση πολιτικής σάτιρας που διατρέχει το έργο του, μπορεί κανείς να διακρίνει τις αιτίες για το γεγονός πως ο Μασουμούρα παραμένει ο μεγάλος «άγνωστος» του ιαπωνικού σινεμά.

Η θέση του ως ο τέταρτος μεγάλος auteur της Ιαπωνίας, μετά τον Κουροσάβα, τον Μιζογκούτσι και τον Οζου θα παραμείνει μάλλον για πολλά χρόνια υπό διαπραγμάτευση. Οπως ακριβώς βρισκόταν και το έργο του, πριν αρχίσει να ανακαλύπτεται αρχικά από τα Cahiers du Cinema στις αρχές του '70 και στα τέλη της δεκαετίας του 90 από την Αμερική (χαρακτηριστικό το δοκίμιο για τον Μασουμούρα από τον κριτικό κινηματογράφου Τζόναθαν Ρoζενμπάουμ).

Λογικό θα έλεγε κάποιος. Οταν ένα έργο είναι τόσο φιλόδοξο, τόσο γοητευτικά ατελές, τόσο ποτισμένο από πάθος και εμμονή, σχεδόν αδύνατον να χωρέσει σε κάποιο γνωστό κινηματογραφικό είδος ή κάποια αναγνωρισμένη σχολή και τελικά cult με όλη τη σημασία της λέξης είναι από τη φύση του καταδικασμένο να ανακαλυπτεται ξανά και ξανά.

Η Ιστορία μπορεί να περίμενει...

Οι Νύχτες Πρεμιέρας έχουν ήδη εξασφαλίσει πέντε από τις ταινίες του Γιασούζο Μασουμούρα («Κisses», «Blind Beast», «Manji», «Giants and Toys», «Red Angel») και αναμένεται να συμπληρώσουν τη ρετροσπεκτίβα του και με άλλου τίτλους από τη φιλμογραφία του Ιάπωνα δημιουργου μέσα στις επόμενες εβδομάδες.