Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια όχι μόνο στο «Σουτιέν» του Βάιτ Χέλμερ, αλλά και σε ταινία οποιουδήποτε θέλει να αφηγηθεί την ιστορία του μέσα από την απλή δύναμη των εικόνων. Ωστόσο, στο αφιέρωμα που ετοιμάσαμε με αφορμή την κομεντί του Γερμανού στιλίστα, δε θα μιλήσουμε για το αυτονόητο, για ταινίες επινοημένες και εκτυλισσόμενες ως γράμματα ερωτικά στο σινεμά του βωβού, μιμούμενες την αισθητική του. Αλλιώς η λίστα θα εκτεινόταν από την παρωδία «Η Τελευταία Τρέλα του Μελ Μπρουκς» (1976), όπου η μόνη λέξη ξεστομίζεται από τον… μίμο Μαρσέλ Μαρσό («Non!»), και τους φόρους τιμής του Φινλανδού Άκι Καουρισμάκι «Juha» (1999) ή του Αργεντινού Εστεμπάν Σαπίρ «La Antena» (2007), μέχρι τους πιο εξεζητημένους αναχρονισμούς του Γκάι Μάντιν («Cowards Bend the Knee», 2003, «Brand Upon the Brain», 2006), το παραμυθένιο «Χιονάτη» (2012) του Ισπανού Πάμπλο Μπέργκερ, ή το οσκαρικό «The Artist» (2011) του Μισέλ Χαζαναβίσιους, με τις λέξεις «cut» και «action» ως οι μόνες μιλημένες. Εξάλλου, η ολική κυριαρχία της μουσικής υπόκρουσης επί των δρώμενων στα φιλμ αυτά προδίδει αυτόματα τις –νοσταλγικές, υμνητικές, σινεφιλικές- προθέσεις τους.
Θέμα μας είναι εδώ ο ήχος της σιωπής, ή σωστότερα ο ήχος ως εργαλείο εκφραστικό της γλώσσας της σιωπής. Που σημαίνει πως, πέραν της μουσικής, οτιδήποτε στην ηχητική μπάντα μπορεί να χρησιμεύει ως δραματικό εφέ, σχόλιο στα χωρίς λόγο τεκταινόμενα, μέχρι και γρανάζι απαραίτητο στον μηχανισμό της δράσης. Από τότε που ο κινηματογράφος «μίλησε» για πρώτη φορά, διά του «Τραγουδιστή της Τζαζ» Αλ Τζόνσον το 1927, δεν είναι λίγοι οι σκηνοθέτες που πειραματίστηκαν με το ακριβώς αντίθετο -τη σιωπή. Την πλήρη απουσία του λόγου, τονίζουμε, από τις ταινίες τους, όχι όμως και του ήχου, που τους χρησίμευε ως κύριο μέσο έκφρασης. Κάποιοι μάλιστα δεν αρκέστηκαν στη δοκιμή και υιοθέτησαν τη φόρμα μέχρι να γίνει ιδιαιτερότητα σφραγίδα του έργου τους:
Ζακ Τατί
Τέσσερα χρόνια μετά τη «Μέρα Γιορτής», το «λιγομίλητο» σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Γάλλος Ζακ Τατί κόβει εντελώς τις… κουβέντες συστήνοντας στο κοινό τον κύριο Ιλό. Οι «Διακοπές του Κυρίου Ιλό» φθάνουν στις αίθουσες του 1953 σαν από άλλη εποχή, με τον πρώην αθλητή, επαγγελματία μίμο και μέγα λάτρη του Μπάστερ Κίτον στον ρόλο ενός ευγενικού, καλοσυνάτου, πλην ολέθρια αδέξιου μεσήλικα να φέρνει τα πάνω κάτω σ’ ένα παράκτιο θέρετρο της Βρετάνης. Η «βοή» της καλοκαιρινής ραστώνης και τα παραπονιάρικα μουρμουρητά των παραθεριστών, οργανικά εντεταγμένα στην ηχητική μπάντα, είναι τα μόνα που αναστατώνουν τη σιωπή σ’ αυτή τη μνημειώδη χορογραφία, που έγινε τεράστιο σουξέ διεθνώς και τυποποίησε τον δημιουργό του σε άλλες τρεις κωμωδίες – «Ο Θείος Μου» (1958), «Playtime» (1967) και «Ο Κύριος Ιλό στο Χάος της Κυκλοφορίας» (1971).
Ζαν-Ζακ Ανό
Μπορεί η πρόζα να περίσσευε αναγκαστικά στον λογοτεχνικής καταγωγής «Oνομα του Ρόδου» (1986), πάντως ο Γάλλος κινηματογραφιστής είχε γερή προϋπηρεσία στη σιωπή ήδη από το 1981 και τον «Πόλεμο για τη Φωτιά». Στριγκλιές και μουγκρητά σε μια πρωτόγονη γλώσσα (σκαρφισμένη ειδικά για το φιλμ από τον συγγραφέα Άντονι Μπέρτζες) είναι οι μόνοι ήχοι που συνοδεύουν τον αγώνα τριών ανθρώπων των σπηλαίων της Λίθινης Εποχής να βρουν και να φέρουν φωτιά στη φυλή τους. Το 1988, ο Ανό θα επαναλάβει τον άθλο με την «Αρκούδα»: μόλις 657 λέξεις διαλόγων (σε μια μονάχα σκηνή, μεταξύ κυνηγών) παρεμβάλλονται στην στρωμένη μόνο με γρυλλίσματα και βρυχηθμούς κοινή πορεία φυγής ενός ορφανού αρκουδιού και ενός ενήλικα γκρίζλι από τους διώκτες τους.
Σιλβέν Σομέ
Πνιχτά, ακατανόητα σχεδόν γαλλικά συνιστούν τα λιγοστά ομιλούντα στιγμιότυπα στις κατά τα άλλα άλαλες ταινίες κινουμένων σκίτσων του Σιλβέν Σομέ, γνώστη του κλασικού σινεμά, λάτρη της παντομίμας και πνευματικού τέκνου του Τατί. Στο «Τρίο της Μπελβίλ» (2002), όπου τρεις γηραιές μουσικοί της τζαζ βοηθούν μια γιαγιά να εντοπίσει τον απαχθέντα ποδηλάτη εγγονό της, εκτός από τα εν λόγω μουρμουρητά, το μόνο που ακούγεται είναι ένα απόσπασμα από μια ηχογραφημένη συνέντευξη του Ντε Γκολ. Στον δε «Θαυματοποιό» (2010), βασισμένο σε ένα ανυλοποίητο σενάριο του ίδιου του Τατί με ήρωα έναν «ντεμοντέ» ταχυδακτυλουργό του ‘60 που αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του στη Σκωτία, τα πνιχτά γαλλικά συνοδεύουν ακόμη πνιχτότερα σκωτικά γαελικά.
Κιμ Κι-ντουκ
Ας ξεχάσουμε το ναρκισσιστικά φλύαρο βιωματικό ντοκιμαντέρ «Arirang» (2011) κι ας πάμε πίσω, στα λακωνικά «Το Νησί» (2000), «Aνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας… και Aνοιξη» (2003) ή «Ολομόναχοι Μαζί» (2004), με τα οποία ο Νοτιοκορεάτης μελετητής των ενστίκτων είχε δείξει πόσο αποστρέφεται την πολυλογία. Αποκορύφωμα τούτης της αντιπάθειας, το απρόβλητο στη χώρα μας «Moebius» του 2013, μια ιστορία ευνουχισμού, αιμομιξίας και κανιβαλισμού στους κόλπους της δυσλειτουργικής οικογένειας ενός άπιστου συζύγου, όπου τον ολότελα απόντα λόγο υποκαθιστούν στεναγμοί θλίψης, κραυγές πόνου και ουρλιαχτά οργής.Εν ολίγοις, η ιδανική ταινία για πρώτο ραντεβού!
Βάιτ Χέλμερ
Το απολαυστικό «Σουτιέν», που μόλις ξεκίνησε να προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες, δεν είναι η πρώτη βωβή ταινία του Γερμανού σκηνοθέτη, του οποίου οι περισσότερες από τις 15 μικρού μήκους ταινίες ξετυλίγονται χωρίς λόγια, όπως και η πρώτη μεγάλη του, το «Tuvalu» (1999), όπου παρακολουθούμε, σε μόνιμα πειραγμένο ασπρόμαυρο, τον αγώνα ενός ιδιοκτήτη λουτρών να προστατέψει την οικογενειακή επιχείρηση από τις τοπικές Αρχές και να κερδίσει την καρδιά μιας πρώην πελάτισσας και νυν τροφίμου του. Στην 20ετία που μεσολαβεί από το πολυβραβευμένο αυτό φιλμ, το ευθέως αφιερωματικό στα βρεφικά χρόνια του σινεμά, μέχρι το σημερινό «Σουτιέν», που επιστρατεύει τον ήχο σαν βασικό αφηγηματικό όπλο, ο Χέλμερ γύρισε επίσης, ανάμεσα σε άλλα, και το «Παραλογιστάν» (2008), μια αζέρικη παραλλαγή της αριστοφανικής «Λυσιστράτης», με τους διαλόγους περιορισμένους στο απόλυτο μίνιμουμ.
Koyaanisqatsi (1982)
Φυσικά, ακόμα περισσότεροι είναι οι κινηματογραφιστές που δοκιμάστηκαν άπαξ στην άνευ διαλόγων αφήγηση. Ας επιχειρήσουμε μια επιλεκτική αναδρομή, εξαιρώντας τα ντοκιμαντέρ (βλέπε την εις «–qatsi» τριλογία του Γκόντφρι Ρέτζιο) και τις μικρού μήκους (κλασικό δείγμα το «Κόκκινο Μπαλόνι» του Αλμπέρ Λαμορίς), όχι πάντως και τα animation, όπου η Pixar μπορεί να έχει «σιωπήσει» μερικώς (βλέπε ολόκληρες σεκάνς από το «Γουόλ-Υ» ή το «Ψηλά στον Ουρανό»), όμως δεν έχει προς το παρόν αποπειραθεί να φιλοτεχνήσει μια εξολοκλήρου βωβή μεγάλου μήκους ταινία.
Ο Αρχικατάσκοπος (The thief, 1952) του Ράσελ Ράουζ
Πρόκειται για… ψυχροπολεμικό νουάρ με τον Ρέι Μίλαντ ως πυρηνικό φυσικό και διπλό κατάσκοπο που μπαίνει στο στόχαστρο του FBI έχοντας κλέψει απόρρητα επιστημονικά έγγραφα. Δεύτερη σκηνοθετική δουλειά του σεναριογράφου του «Κυνηγώντας τον Δολοφόνο μου» («D.O.A.», 1949).
Κουβέντα… καμία. Μονάχα τηλέφωνα να χτυπούν και βήματα να αντηχούν ενώ πρόσωπα αλληλομορφάζουν καχύποπτα. Πρόκειται πιθανότατα για την πρώτη ολικά βωβή μυθοπλασία του αμερικανικού ομιλούντος, αν εξαιρέσουμε τα «Φώτα της Πόλης» (1931) και τους «Μοντέρνους Καιρούς» (1936) του επίμονα μουγγού στα χρόνια του ’30 Τσάπλιν.
The Νaked Ιsland (1960) του Κανέτο Σίντο
Πρόκειται για… το πορτρέτο μιας τετραμελούς οικογένειας αγροτών που παλεύει καθημερινά να μεταφέρει φρέσκο νερό στην άγονη γη του νησιού του και να μπορέσει να την καλλιεργήσει. Από έναν εκ των παραγωγικότερων σεναριογράφων και σκηνοθετών του ιαπωνικού σινεμά, υπεύθυνο, μεταξύ άλλων, και για την καλτ ταινία τρόμου «Onibaba» (1964).
Κουβέντα… καμία. Απόλυτη σιωπή που υπογραμμίζει τον κυριολεκτικό και μεταφορικό Γολγοθά της πρωταγωνιστικής φαμίλιας και συνοδεύεται μονάχα από τους ήχους της φύσης και τη θλιμμένη μουσική του Χιράρου Χαγιάσι.
Themroc (1973) του Κλοντ Φαραλντό
Πρόκειται για… πειραματικού τύπου μοντέρνα αλληγορία όπου μικροαστός (Μισέλ Πικολί) παραιτείται μια ωραία πρωία απ’ τη δουλειά του στη φάμπρικα, επιδίδεται σε αιμομιξία με την αδελφή του και μετατρέπει το οικογενειακό διαμέρισμα σε… προϊστορική σπηλιά.
Κουβέντα… καμία. Η όποια επικοινωνία γίνεται αποκλειστικά με χειρονομίες και μουγκρητά σε τούτη τη φιλμική απαξίωση κάθε πολιτισμικής νόρμας, της γλώσσας συμπεριλαμβανομένης.
Vase de Noces (1974) του Τιερί Ζενό
Πρόκειται για… την τρελή ιστορία έρωτα και μίσους ανάμεσα σε έναν μοναχικό κτηνοτρόφο και τη… γουρούνα του. Κτηνοβασία, σφαγές και «αυτοκτονίες» θηλαστικών, αλλά και κοπρολαγνεία. Πρώτη φιξιόν ενός Βέλγου ντοκιμαντερίστα, γνωστή και ως «The Pig Fucking Movie».
Κουβέντα… καμία. Παρά γρυλλισμοί και στεναγμοί. Περίπου όπως πρέπει να αντιμετώπισε και το κοινό το σκανδαλώδες φιλμ στην εποχή του.
Η Τελευταία Μάχη (Le Dernier Combat , 1983) του Λικ Μπεσόν
Πρόκειται για… την πρώτη μεγάλου μήκους δουλειά του Μπεσόν, μια ασπρόμαυρη εσχατολογική περιπέτεια γύρω από την αναπάντεχη σχέση συντροφικότητας που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν μοναχικό επιζήσαντα της μετά-καταστροφής και τον γιατρό ενός ερειπωμένου νοσοκομείου.
Κουβέντα… μία όλη κι όλη, εις διπλούν κι εκ περιτροπής. «Bon…jour…» και «bon…jour…». Η μόνη λέξη που καταφέρνουν να ξεστομίσουν οι δυο αντιήρωες μετά από μια πρόσκαιρη θεραπεία στην πλήρη βουβαμάρα που προκάλεσε ο όλεθρος.
Le bal (1983) του Ετορε Σκόλα
Πρόκειται για… μισό αιώνα πολιτικοκοινωνικής πορείας μικρογραφημένη σε μια σάλα χορού. Από τα annees folles του ’30 μέχρι τα χρόνια του Ζισκάρ Ντ’ Εστέν κι από τα big bands μέχρι τη ντίσκο, ο Σκόλα σαρώνει τους σταθμούς της σύγχρονης γαλλικής Ιστορίας στους ρυθμούς που οι ηθοποιοί/χορευτές του σαρώνουν την πίστα.
Κουβέντα… καμία. Τα πάντα σ’ αυτό το -απρόβλητο στην Ελλάδα παρότι υποψήφιο για ξενόγλωσσο Όσκαρ- «μιούζικαλ», από προσωπικές ιστορίες έρωτα και εγκατάλειψης μέχρι γεγονότα καθοριστικά για το έθνος, εκπέμπονται αποκλειστικά μέσα από χειρονομίες και μορφασμούς, μουσική και χορευτικές φιγούρες.
Libera Me (1993) του Αλέν Καβαλιέ
Πρόκειται για… αντιφασιστική αλληγορία γύρω από τις δοκιμασίες δύο αδελφών, μελών μιας αντιστασιακής οργάνωσης που μάχεται ενάντια στο ολοκληρωτικό καθεστώς σε μια αδιευκρίνιστη γεωγραφικά χώρα.
Κουβέντα… καμία. Οι πυκνές σε συμβολισμούς εικόνες, που στοιχειοθετούν βινιέτες από τη ζωή σε μια απάνθρωπη χουντική εντροπία, υποκαθιστούν πλήρως τον λόγο σε τούτο το καθαρά πειραματικό οπτικό δοκίμιο του Γάλλου δημιουργού.
Oλα Χάθηκαν (All Is Lost, 2013) του Τζ. Σ. Τσάντορ
Πρόκειται για… χρονικό επιβίωσης με tour de force του Ρόμπερτ Ρέντφορντ σε ρόλο γηραιού ιστιοπλόου που παλεύει να κρατήσει το πληγωμένο μετά από πρόσκρουση σκάφος του αβύθιστο στη μέση του Ινδικού Ωκεανού.
Κουβέντα… περιορισμένη στο μίνιμουμ. Ένα σύντομο voiceover στην αρχή, κάνα δυο μπινελίκια ως παραμιλητά και μια έκκληση για βοήθεια είναι οι μόνοι ανθρώπινοι ήχοι σε τούτη τη συμφωνία παφλασμών νερού και τριξιμάτων ξύλου.
Η Φυλή (Plemya, 2014) του Μίροσλαβ Σλαμποσπίτσκι
Πρόκειται για… την ιστορία του σκληρού αγώνα προσαρμογής ενός νιόφερτου αγοριού στο περιβάλλον ενός οικοτροφείου κωφών στην Ουκρανία και εισχώρησής του στην διαπλεκόμενη με τη διεύθυνση κλίκα των νταήδων του σχολείου.
Κουβέντα… ατελείωτη, καμία όμως που να ακούγεται. Νοηματική (και χωρίς υπότιτλους) είναι η γλώσσα που διατρέχει τον παρθενικό κινηματογραφικό άθλο του Σλαμποσπίτσκι από το πρώτο καρέ μέχρι το τελευταίο. Πρόκειται μάλλον για την πιο πυκνογραμμένη σε διαλόγους… βωβή ταινία στην ιστορία του σινεμά.
Σον το Πρόβατο: Η Ταινία (Shaun the Sheep Movie, 2015) των Μαρκ Μπάρτον και Ρίτσαρντ Στάρζακ
Πρόκειται για… stop-motion animation της βρετανικής Aardman που μεταφέρει στο σινεμά τις περιπέτειες ενός δικού της τηλεοπτικού ήρωα. Εδώ, το ατίθασο πρόβατο Σον ταξιδεύει στη μεγαλούπολη, μαζί με ολόκληρο το κοπάδι και το ανίκανο τσοπανόσκυλο που το φυλάει, σε αναζήτηση του αφεντικού τους που παράτησε τη φάρμα εξαιτίας των σκανδαλιών τους.
Κουβέντα… καμία. Οι ήχοι περιορίζονται σε καθαρά ζωικούς (τύπου βελασμοί, κακαρίσματα ή γαβγίσματα), κάποια ανθρώπινα μουγκρητά και το… ροχαλητό του αφεντικού.
Η Κόκκινη Χελώνα (The Red Turtle, 2016) του Μάικλ Ντούντοκ ντε Βιτ
Πρόκειται για… την παρθενική σύμπραξη ενός τιμημένου με Oσκαρ Ολλανδού καλλιτέχνη του animation με τα ιαπωνικά στούντιο Ghibli. Oπου ναυαγός σε τροπικό νησί, κάθε φορά που κατασκευάζει μια σχεδία για να απομακρυνθεί από την ακτή, βρίσκει εμπόδιο ένα θαλάσσιο κήτος.
Κουβέντα… καμία. Ολικά απόντας ο λόγος, ανάγεται εδώ σε ήχο βροντερά υπερεθνικό και ενωτικό μέσα από εικόνες μοναδικής σύνθεσης και θέματα διαχρονικά, από την ανάγκη συμφιλίωσης με την αδιάφορη προς κάθε κατεύθυνση φύση και τα πλάσματά της μέχρι το «θαύμα» της συντροφικότητας και την αιώνια πάλη του ανθρώπου με τον Χρόνο.
Το «Σουτιέν» του Βάιτ Χέλμερ προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες σε διανομή της Filmtrade.