Mε το «The Waiter», το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Στηβ Κρικρής μάς συστήνεται μέσα από το (δύσκολο για την Ελλάδα) σινεμά είδους: μία ταινία υπαρξιακού μυστηρίου, ένα στιλιζαρισμένο, ατμοσφαιρικό, νεο-νουάρ.
Με σπουδές στην Αμερική (καθώς και πρώτες επαγγελματικές εμπειρίες στο Σαν Φρανσίσκο και την Νέα Υόρκη) και προϋπηρεσία στο χώρο της διαφήμισης και των μουσικών video clips (από εκεί τελικά ξεπήδησε μία ολόκληρη γενιά ελλήνων σκηνοθετών - από το Γιώργο Λάνθιμο, μέχρι τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο) ο Κρικρής καταθέτει το δικό του ιδιαίτερο στιλ.
Μέσα από το βλέμμα του (η γεωμετρία, η θερμοκρασία και η ατμόσφαιρα των πλάνων είναι ευφάνταστη) ο κεντρικός του ήρωας, ο «σερβιτόρος» που υποδύεται ο Αρης Σερβετάλης, μάς ξεναγεί σε μία άλλη Αθήνα, μοναχική, σκοτεινή και κρυμμένη.
Το Flix τον συνάντησε για να μιλήσουν για το πώς εμπνεύστηκε και κατασκεύασε αυτό το σύμπαν, ποιο σινεμά αγαπά και τι σημαίνει για αυτόν η άμεση σύγκριση με τον (πολύ φίλο του) Γιώργο Λάνθιμο.
Στηβ, τι σημαίνει ότι η ιστορία της ταινίας «βασίζεται σε αληθινό περιστατικό»;
Η ιδέα της ταινίας είναι εμπνευσμένη από μια προσωπική εμπειρία που έζησα στη Νέα Υόρκη πριν από αρκετά χρόνια. Ηταν ένα πολύ ζεστό καλοκαίρι στη Ν. Υορκη κι εκείνη την εποχή έκανα παραγωγή σε μια ταινία ενός φίλου σκηνοθέτη. Τα ωράρια ήταν περίεργα, όπως περίεργα ήταν κι όσαν συνέβησαν ξαφνικά: το ξυπνητήρι του γείτονά μου χτυπούσε ασταμάτησα μέσα στη νύχτα, μια πολύ έντονη μυρωδιά έζεχνε στο μακρύ διάδρομο της πολυκατοικίας για μέρες, αλλά και η ξαφνική εμφάνιση ενός άγνωστου τύπου στην πόρτα του διαμερίσματος του γείτονά μου, κρατώντας μεγάλες μαύρες πλαστικές σακούλες. Μετά από μέρες το FBI μου χτύπησε το κουδούνι. Είχε γίνει αυτό που φαντάζεστε.
Πολλά χρόνια αργότερα, άρχισα να γράφω και να οραματίζομαι μια ιστορία που θα βασίζεται σ’ αυτό το ακραίο γεγονός που έζησα. Το σενάριο πέρασε από πολλά διαφορετικά στάδια κι εκδοχές πριν φτάσει στην τελική του μορφή. Η ιστορία του «The Waiter» δεν είναι η ιστορία του γείτονά μου. Η αληθινή ιστορία αποτέλεσε το έναυσμα για να κανω μια σπουδή πάνω σε έναν φανταστικό χαρακτήρα που θα μπορούσα να τον παρομοιάσω με άναν (αντι)ήρωα του Αλπέρ Καμύ - μια σπουδή πάνω στη ανθρώπινη φύση.
Γιατί επέλεξες για το σκηνοθετικό σου ντεμπούτο ένα film noir; Αγαπάς το σινεμά είδους, είχες αγαπημένες ταινίες κι αναφορές; Ξέρουμε, μπορούμε, στην Ελλάδα να κάνουμε ταινίες είδους;
Είχα αναφορές – «Memento», «Mulholland Drive», «Barton Fink», «Συνήθεις Υποπτοι», «Drive». Ναι, μού αρέσει πολύ το νουάρ. Είναι μία πρόκληση να κατασκευάζεις ήρωες μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας, κι έναν «μικρόκοσμο» σκοτεινό και σκιώδη, που όμως έχει στοιχεία κι αναφορές από την πραγματικότητα. Εδειξα και στους συνεργάτες μου κάποιες ταινίες για να εξηγήσω την ατμόσφαιρα, τον τόνο που ήθελα να πετύχω. Είδαμε τα «The Man Who Wasn't There» των Αδελφών Κοέν, τη «Χαμένη Λεωφόρο» του Ντέιβιντ Λιντς, το «Don't Look Νow» του Νίκολας Ρεγκ.
Πιστεύω ότι μπορούμε πλέον να κάνουμε ταινίες είδους. Το έχουν αποδείξει σκηνοθέτες όπως ο Αλέξης Αλεξίου κι ο Γιάννης Βεσλεμές, για παράδειγμα. Κι εύχομαι να τολμήσουν κι άλλοι.»
Γιατί επέλεξες τον Αρη Σερβετάλη στον πρωταγωνιστικό ρόλο; Τι τον κάνει ιδανικό «Waiter»;
Mε τον Αρη, γνωριστήκαμε πολλά χρόνια πριν, στα γυρίσματα της «Κιννέτας» του Γιώργου Λάνθιμου, όπου εκείνος πρωταγωνιστούσε κι εγώ έκανα ένα μικρό cameo. Ο Αρης είναι ένας «ήσυχος» άνθρωπος, με αρκετή εσωτερικότητα. Ομως, ταυτόχρονα, μπορεί και μεταμορφώνεται κάθε φορά για τους εκάστοτε ρόλους του - με έναν τρόπο που μπορεί να μην είναι εμφανής, αλλά είναι πολύ ουσιαστικός: με λίγα εκφραστικά μέσα κερδίζει τις εντυπώσεις.
Η κινησιολογία του, η σωματικότητά του, γενικότερα το body language του Αρη είναι βασικά στοιχεία που σε κερδιζουν. Ηταν εξ αρχής η πρώτη μου επιλογή και είμαι χαρούμενος που μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστώ μαζί του και να τον γνωρίσω καλύτερα.
Δείτε κι αυτό: «The Waiter»: Ο Αρης Σερβετάλης σερβίρει αλήθειες στην κάμερα του Flix
Στην ταινία, ο Γιάννης Στάνκογλου αναλαμβάνει το ρόλο του “κακού” και το κάνει με έναν πολύ ιδιαίτερο, “off” τρόπο. Πώς δουλέψατε για να δούμε κάτι τόσο διαφορετικό;
Τον Γιάννη τον παρακολουθούσα μέσα απο τις ταινίες του και το θέατρο. Συνατηθήκαμε σε μια ακρόαση και με κέρδισε αμέσως. Βρεθήκαμε αρκετές φορές και συζητήσαμε διεξοδικά το ρόλο και ψάξαμε διάφορες αναφορές – από τον Χαβιέ Μπαρδέμ στο «Καμία Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους» των αδελφών Κοέν, μέχρι τον Κλάους Κίνσκι, το ψυχωτικό ταπεραμέντο και τα διαβόητα ξεσπάσματά του στα γυρίσματα των ταινιών του. Με αυτά στο μυαλό, δουλέψαμε συνολικά τη μεταμφίεσή του σε «Ξανθό» - το dress code του, την κίνηση, την ομιλία, τη συμπεριφορά.
Είναι η Αθήνα μία πρωταγωνίστρια noir; Μίλησε μας για τον τρόπο που καδράρεις την πόλη – τους δρόμους, τις πολυκατοικίες, τους εσωτερικούς χώρους.
Η Αθήνα έχει χώρους και γωνιές που είναι κρυμμένες και έχουν πολύ ενδιαφέρον για έναν σκηνοθέτη να εξερευνήσει. Ταυτόχρονα έχει και αρκετή αναρχία που σε δυσκολεύει. Ομως, έτσι κι αλλιώς, από την αρχή δουλέψαμε πάνω στην ιδέα η ταινία να είναι άχρονη κι έτσι, κατά κάποιο τρόπο, και η Αθήνα να λειτουργήσει, όχι ως ένας πραγματικός τόπος, αλλά ως ένας generic καμβάς.
Δίνω μεγάλη σημασία στο κάδρο – τι αποφασίζεις να αφήσεις απ' έξω κάθε φορά και γιατί.»
Τώρα, η γεωμετρία και η αυστηρότητα των πλάνων του «The Waiter» ήταν μια επιλόγη που αρμόζει στον χαρακτήρα και στην αισθητική της ταινίας. Moυ αρέσει πολύ να δίνω μεγάλη σημασία στο κάδρο – τι αποφασίζεις να αφήσεις απ' έξω κάθε φορά και γιατί.
Ανάμεσα σε όλους τους συνεργάτες του στην επίσημη πρεμιέρα του «The Waiter» στην "Ελλη"
Λίγες μέρες πριν κυκλοφορήσει στις αίθουσες, το «The Waiter» κερδίζει 6 υποψηφιότητες στα βραβεία Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Πόσο χάρηκες για το σύνολο των υποψηφιοτήτων και πόσο σε πείραξε που απουσιάζεις εσύ προσωπικά από την κατηγορία του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη;
Δεν πολυ πιστεύω στα βραβεία να σου πω την αλήθεια. Ομως πραγματικά χαίρομαι με το γεγονός ότι οι 6 υποψηφιότητες απευθύνονται στους κυριότερους συνεργάτες μου – έτσι αναγνωρίζεται η δουλειά τους, όπως επίσης και οι επιλογές μου. Τους ευχαριστώ θερμά γιατί πίστεψαν σε εμένα και στην ταινία, κι αυτό είναι ένα «μεγάλο βραβείο» για μένα.
Δείτε κι αυτό: H απαράμιλλη αισθητική του «The Waiter» του Στηβ Κρικρή μέσα από 15+1 φωτογραφίες
Από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που η ταινία έκανε την πρεμιέρα της, σε χαρακτήρισαν “λανθιμικό”, κάπως υποννοώντας ότι ακολουθείς το greek weird cinema. Συμφωνείς;
Οχι δεν συμφωνώ καθόλου και χαίρομαι που το αναφέρεις διότι κάπου το διάβασα κι εγώ. Ο κάθε δημιουργός πλάθει με τον δικό του τρόπο τις ιστορίες που θέλει να πει. Εγώ ακολουθώ το δικό μου στιλ κινηματογράφησης, έχοντας τις δικές μου αναφορές και επιρροές και προπαθώντας να πειραματιστώ και να δοκιμάσω και να δοκιμαστώ σε νέους τρόπους αφήγησης - μιας και είναι η πρώτη μου ταινία.
Στη συγκεκριμένη ιστορία ακολουθήσαμε έναν αινιγματικό χαρακτήρα, που είναι λιγο απόκοσμος και έχει ενα συγκεκριμένο στύλ που εμείς δημιουργήσαμε. Αυτό όμως δεν κάνει την ταινία ούτε «λανθιμική», ούτε «weird».»
Mε τον Αρη Σερβετάλη και την Μαρία Καλλιμάνη από την επίσημη πρεμιέρα του «The Waiter» στην "Ελλη"
Eίστε φίλοι με τον Λάνθιμο από τα χρόνια της διαφήμισης, κι έχεις κάνει και κάποια περάσματα από την «Κινέττα», τον «Κυνόδοντα»». Πώς σου φαίνεται η κίνησή του να φύγει στο εξωτερικό. Εσύ, έκανες το αντίστροφο, επέστρεψες στην Ελλάδα...
Ο Γιώργος πήρε την σωστή απόφαση, την σωστή στιγμή. Δούλεψε σκληρά και απέδειξε το ταλέντο του και την μοναδική του ικανότητα, σ' ένα τόσο δύσκολο και ανταγωνιστικό περιβάλλον. Χαίρομαι πάρα πολύ για αυτόν και τον καμαρώνω. Εγώ ξεκίνησα αντίστροφα όντως – στην Αμερική έπεσα στα βαθιά κατευθείαν κι αυτή ήταν μία περίοδος που με σχημάτισε. Αποκόμισα αρκετές εμπειρίες, ήταν για μένα μεγάλο σχολείο. Οταν ήρθα εδώ δεν ήξερα αν θα μείνω ή θα πάω πίσω. Για καμιά πενταετία έπαιρνα αποφάσεις από μήνα σε μήνα, χωρίς πραγματικό σχέδιο. Εν τέλει «κόλλησα» εδω και, μέχρι στιγμής, θεωρώ ότι... Ι got the best out of it.
Διαβάστε περισσότερα: