O Ρένος είναι ένας 40χρονος σερβιτόρος – επαγγελματίας, αφοσιωμένος, σχολαστικός. «Σερβίρω» σημαίνει προσφέρω υπηρεσία κι όλη η ζωή του μοιάζει ακριβώς αυτό. Με προσοχή στη λεπτομέρεια, προσφέρει σχολαστική υπηρεσία – στους πελάτες του (ακόμα κι από τον τρόπο που τακτοποιεί την παραγγελία στο δίσκο), στα φυτά του (το διαμέρισμά του στους Αμπελόκηπους είναι μία ζούγκλα από φυτά εσωτερικού χώρου), στα ρούχα του (ξέρει τι πρέπει να κάνει πριν το σιδέρωμα «για να μη χαθεί η τσάκιση στο παντελόνι»). Από τη στιγμή που θα χτυπήσει το ξυπνητήρι το πρωί, η ρουτίνα του είναι δεδομένη, η ζωή του είναι σε τάξη.
Μοναδική του διέξοδος η ζωγραφική (σκιτσάρει τα φύλλα των φυτών του για να χαλαρώνει) και η συλλογή άχρηστων trivia για τη ζωή και τον κόσμο. Οταν όμως άθελά του γίνεται μάρτυρας ενός εγκλήματος, όλα ανατρέπονται. Κι εκείνος πρέπει να επιλέξει αν θα επιστρέψει στην ασφάλεια της μοναξιάς του ή θα πάψει να υπηρετεί τους άλλους και θα τολμήσει να αλλάξει ζωή.
Ο Στηβ Κρικρής, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, καταθέτει ένα στιλιζαρισμένο νεο-νουάρ, ένα θρίλερ που δεν εστιάζει τόσο στο ίδιο το έγκλημα, όσο στην ψυχοσύνθεση του κεντρικού ήρωά του. Υπέροχα γεωμετρικά κάδρα (τόσο στους εσωτερικούς, όσο και εξωτερικούς χώρους) εγκλωβίζουν τον σερβιτόρο σε μια γνώριμη, μελαγχολική αστική μοναξιά. Διάδρομοι, σκάλες, εξώπορτες, παράθυρα τον τετραγωνίζουν, τον πλαισιώνουν, τον αιχμαλωτίζουν σε «κουτάκια» - επιβάλλοντας την ίδια τάξη και τα ίδια όρια που κι αυτός χρησιμοποιεί για να «τακτοποιεί» τη ζωή του.
Ο Κρικρής αγαπά την αισθητική του μεγάλου σινεμά και ανοίγει τα πλάνα του (τα εύσημα στην υπέροχη φωτογραφία του Γιώργου Καρβέλα) σε εικόνες απαράμιλλης (αλλά εξίσου σκοτεινής) ομορφιάς, όπως τα γυρίσματα στη Λίμνη Δόξα, αλλά ταυτόχρονα κλείνει το φακό στο πρόσωπο του ήρωά του (η σκηνή του σκουπιδοντενεκέ είναι εξαιρετική, για παράδειγμα) με την ίδια αυτοπεποίθηση. Ταυτόχρονα, φλερτάρει και με το ονειρικό στοιχείο και σκηνές μαγικού ρεαλισμού που ακροβατούν ανάμεσα σε Λιντς, Κοέν και Αλμοδόβαρ (το μουσικό δρώμενο πάνω στη «Σκλάβα» της Τζένης Βάνου κλείνει το μάτι στο «Μπλε Βελούδο»).
Η πλούσια, μυστηριώδης ατμόσφαιρα, η γοητευτική σκηνοθεσία και οι αριστοτεχνικές ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών (ο Αρης Σερβετάλης κρατά σε απόσταση τον θεατή, σιδερώνοντας μελετημένα το συμπλεγματικό συναίσθημα του ήρωά του, ενώ ο Γιάννης Στάνκογλου καταθέτει έναν διαφορετικό bad guy που ισορροπεί ανάμεσα στον κυνισμό και τον αυτοσαρκασμό) κατασκευάζουν ένα απολαυστικό θρίλερ για το θεατή.
Αν κάτι δεν «υπηρετεί» το αξιοπρόσεχτο αυτό σκηνοθετικό ντεμπούτο είναι η έλλειψη βάθους. Ο Κρικρής ξέρει να στήνει – στήνει ατμόσφαιρα, στήνει σασπένς, στήνει προσδοκίες. Οταν όμως φτάνει η αποκάλυψη του εγκλήματος, ή η ερωτική ιστορία, ή η ανατροπή στην ηθική του ήρωα, η κάμερα μένει στην επιφάνεια. Δεν τρυπά, δεν πιάνει ρίζα - δεν ταράζει, δεν κλονίζει, δεν βγαίνει από την τάξη και τα όριά της. Δεν τολμά με κάτι μεγαλύτερο του στιλ, ένα πραγματικά ρηξικέλευθο σινεμά είδους που ξέρει να σπάσει τη φόρμα και να συγκλονίσει. Η τσάκιση στο παντελόνι έχει πιο ενδιαφέρον όταν κάποια στιγμή τσαλακωθεί.
Η ταινία προβάλλεται στο πλαίσιο του Cinobo Nights τη Δευτέρα 22 Ιουνίου στο Σινέ Φλερύ στην Αθήνα, την Τρίτη 23 Ιουνίου στο Cine Αλεξάνδρα στην Αθήνα και την Δευτέρα 22 Ιουνίου στη Θεσσαλονίκη στο Ναταλί.