Η πρώτη της ταινία, το «Water Lilies» το 2007, την έφερε στο Ενα Κάποιο Βλέμμα στο Φεστιβάλ Κανών (και στις Νύχτες Πρεμιέρας όπου κέρδισε το Βραβείο Κοινού), το «Αγοροκόριτσο», το 2010, διακρίθηκε στην Berlinale, τα «Κορίτσια», το 2015, συνεπήραν τα Φεστιβάλ των Καννών και το κοινό με τη σύγχρονη οπτική πάνω στη ζωή των κοριτσιών στα υποβαθμισμένα παρισινά προάστια κι έδωσαν νέα διάσταση στο «Shine Bright Like a Diamond» της Rihanna. Το «Πορτρέτο μιας Γυναίκας που Φλέγεται», πριν δυο χρόνια, κέρδισε το βραβείο Σεναρίου στις Κάννες και επικύρωσε τη... φλογερή φωνή της Σιαμά για την τέχνη του σινεμά και για τη γυναικεία διεκδίκηση στην ευτυχία.
Τώρα, με πρεμιέρα στην Berlinale του 2021 (και βραβείο κοινού στο Σαν Σεμπαστιάν), η Σιαμά επιστρέφει με τη «Μικρή Μαμά», μια ταινία μικρή όσο ο τίτλος της κι η διάρκειά της, ψιθυριστή και, ταυτόχρονα, στεντόρεια.
Λίγο πριν η «Μικρή Μαμά» βγει στις ελληνικές αίθουσες (στις 30 Δεκεμβρίου από τη Weird Wave), η Σελίν Σιαμά μίλησε στο Flix, όπως πάντα εύγλωττη, έξυπνη και λίγο μαγική.
Η οκτάχρονη Νελί έχει μόλις χάσει τη γιαγιά της - δεν πρόλαβε να της πει κι ένα καλό αντίο. Μαζί με τη μαμά της, Μαριόν και τον μπαμπά της, πηγαίνουν στο πατρικό της Μαριόν, στο σπίτι της γιαγιάς, μέσα στο ονειρικό δάσος, για να το αδειάσουν και να το κλείσουν. Τη δεύτερη κιόλας μέρα, η Μαριόν θα φύγει. Η Νελί, εξερευνώντας το σπίτι, παίζοντας στο δάσος, θα κάνει μια καινούρια φίλη: είναι κι αυτή οκτώ χρόνων και τη λένε Μαριόν.
Η «Μικρή Μαμά» ήρθε τόσο σύντομα μετά το «Πορτρέτο μιας Γυναίκας που Φλέγεται», τι σας έδωσε τέτοια ορμή, τέτοια ταχύτητα;
Είναι μια ιδέα που μου ήρθε ξαφνικά, όσο έγραφα το «Πορτρέτο μιας Γυναίκας που Φλέγεται». Ζω μ’ αυτή την ιδέα, αυτή την ταινία, πάρα πολύ καιρό. Οταν μου ήρθε η ιδέα, μπήκα στον πειρασμό, μήπως να την γράψω αμέσως; Αλλά μετά την κράτησα μέσα μου σα μια ζεστή υπόσχεση. Ηταν η πρώτη φορά που είχα δυο πρότζεκτ ταυτόχρονα κι ήξερα πως, ό,τι κι αν συνέβαινε, θα προσγειωνόμουν στη «Μικρή Μαμά». Την έκανα γρήγορα μετά το «Πορτρέτο» και με απελευθέρωσε. Ενιωσα ότι αυτή η μικρή ταινία ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα να κάνω. Κάτι όχι τόσο… αναιδές όσο το «Πορτρέτο»!
Ολες σας οι ταινίες στηρίζονται σε μια ρεαλιστική βάση, εδώ πρώτη φορά αγγίζετε το μεταφυσικό, με την ευρεία έννοια. Είναι κάτι που σας ενδιαφέρει, που σχετίζεται με την τωρινή σας συνθήκη;
Είναι κάτι που με ελκύει όλο και περισσότερο. Ποτέ δεν ισχυρίστηκα ότι το σινεμά μου είναι ρεαλιστικό ή νατουραλιστικό. Πάντα είναι μια ανασύσταση της πραγματικότητας. Είναι σαν ένα μυστικό που μοιράζομαι με τους θεατές, οι ταινίες μου πάντα προσπαθούν ν’ απομακρύνουν τους ήρωες από τον κόσμο, ας πούμε ότι είναι σε μια κατάσταση ονειροπόλησης. Ωστόσο, η κάθε ταινία έχει τη δική της γλώσσα, αυτή εδώ τη νιώθω πολύ κοντά στο μυαλό μου, στη σκέψη μου. Ετσι σκέφτομαι, αυτή είναι η αρχιτεκτονική, κι είναι εύκολο για μένα, είναι κάτι που καλωσορίζω, μάλλον γιατί μ' αυτή την ταινία μου έφυγε η πίεση.
Μιλώντας για την κινηματογραφική γλώσσα, πώς είναι η σχέση σας με τη διευθύντρια φωτογραφίας, Κλερ Ματόν; Προφανώς εξαρτάστε η μία από την άλλη, ανταλλάσσετε απόψεις, ακολουθείτε τη δική της κάποιες φορές; Πώς συνεργάζεστε;
Είμαι πολύ ευγνώμων γι’ αυτή τη συνεργασία, είναι μια συζήτηση, για κάθε ταινία και για ολόκληρη την ταινία. Απ’ όταν η Κλερ μπήκε στη ζωή μου δεν νιώθω ποτέ μόνη δημιουργικά, είναι μια πολύ δυνατή συνεργασία. Είναι εξίσου εμμονική μ’ εμένα, μαζί ασχολούμαστεμε τα πάντα, με το ενδυματολογικό, μιλάμε για το χρώμα, την αίσθηση, το φωτισμό, όλο το κόνσεπτ της ταινίας, επίσης την αίσθηση του χρόνου στο φιλμ. Στο «Μικρή Μαμά» επιλέξαμε μαζί κάθε πλακάκι στο σπίτι, κάθε διακόπτη για τα φώτα, ήμασταν κι οι δυο το ίδιο αφοσιωμένες, το ίδιο απορροφημένες. Είναι μια δυνατή πνευματική συζήτηση για το σινεμά κάθε φορά και νιώθω ότι μπορώ να βασιστώ πάνω της για τα πάντα. Επιπλέον είναι μια σχέση πολύ διασκεδαστική, μοιραζόμαστε τη χαρά μας, μιλάμε πάρα πολύ.
Οταν μιλάμε για τις ταινίες σας, αναπόφευκτα πάντα μιλάμε για το γυναικείο βλέμμα, μόνο που σ' αυτή την ταινία, το ότι οι ηρωίδες είναι γυναίκες και κορίτσια, έμοιαζε να είναι η πιο φυσική επιλογή. Ημασταν κορίτσια, είμαστε γυναίκες. Ηταν ίσως πιο προσωπική για σας αυτή η ταινία;
Εχει πολύ να κάνει με το δεσμό ανάμεσα σε δυο γενιές, με τη μεταφορά γνώσης και πληροφορίας και συναισθημάτων, με τις μητέρες και τις κόρες στη ζωή μας. Αν εννοείς ότι αυτή η ταινία έμοιαζε πιο άνετη, πιο βολική, τότε καλωσήλθες στον κόσμο μου. Είναι η πεποίθηση που είχαμε, ότι αυτή η ταινία θα έπρεπε να είναι κάτι που νιώθεις στο μυαλό σου, στην ψυχή σου. Είμαι πολύ υπομονετική και πολύ περίεργη, οπότε αναρωτήθηκα τι δεν ένιωσε ο κόσμος με το «Πορτρέτο» - ξέρεις, δεν έχει να κάνει με το να ταυτιστείς, αλλά με το να νιώσεις άνετα με μια ταινία, με μια μελέτη. Θέλησα να γράψω μια ταινία με την οποία θα ένιωθαν οικεία τα παιδιά, οι οικογένειες, με τα ίδια εργαλεία, τις ίδιες προθέσεις που κάνω πάντα σινεμά. Θέλησα να νιώσεις, μ’ αυτή την ταινία, την αίσθηση του ειρηνισμού. Βέβαια και το «Πορτρέτο» είναι μια απόλυτα πασιφιστική ταινία, είναι ένα love story. Είναι δύσκολο να είσαι ειρηνικός, όταν είσαι ειρηνιστής!
Είδαμε την ταινία στην online Berlinale, στην καρδιά της πανδημίας, νιώσαμε μια έντονη αίσθηση ασφάλειας βλέποντάς την. Αναρωτιόμουν αν το να δουλεύετε μέσα στην πανδημία, ως καλλιτέχνη, σας έκανε να βρείτε ένα δικό σας ασφαλές μέρος, σας άλλαξε, τεχνικά, συναισθηματικά, φιλοσοφικά.
Είχα την ταινία στο μυαλό μου για τόσο καιρό, μου για μένα έμοιαζε με μια άχρονη ιστορία. Αλλά επειδή περίμενα τόσο καιρό για να τη γράψω και το έκανα αμέσως μόλις τελείωσα την προώθηση του «Πορτρέτου», δεν βιαζόμουν τόσο να κάνω την ταινία, όσο να γράψω τις ιδέες μου. Και τότε ξεκίνησε η πανδημία και σταμάτησα να γράφω – μετά το πρώτο lockdown επέστρεψα σ’ αυτήν, γιατί τότε ένιωσα κατεπείγουσα την ανάγκη. Η ταινία ξεκινά με ηλικιωμένες γυναίκες σ’ έναν οίκο ευγηρίας. Η πανδημία μ’ έκανε να βιαστώ, τότε, γιατί είναι μια ιστορία απώλειας, που μιλά για τους γηραιότερους και για τα παιδιά. Γι’ αυτό την έκανα τόσο γρήγορα, οπότε η πανδημία μ’ επηρέασε μ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε το να κινηθώ με ταχύτητα. Τη γυρίσαμε στο δεύτερο lockdown, διασχίζαμε μια άδεια πόλη κάθε μέρα, βγάζαμε τις μάσκες των ηθοποιών, των παιδιών, μόνο μετά το «πάμε!» της κάμερας, φυσικά η ταινία είναι φορτισμένη με το συναίσθημα όλου αυτού που βιώναμε, όσων μας έλειπαν, νιώσαμε τρομερά συνδεδεμένοι με την ταινία και μεταξύ μας, φτιάχναμε, μ’ έναν τρόπο, μια ζωή για το μέλλον. Επιπλέον, το να είναι η ταινία αυτή ένα «ασφαλές μέρος» συνδέεται πολύ με τη δουλειά με τα παιδιά, αυτό δημιούργησε ένα επιπλέον επίπεδο οικειότητας και σιγουριάς, γι’ αυτά.
Ολοι στραφήκαμε στο σινεμά, στις ταινίες, στις σειρές στη διάρκεια αυτής της δύσκολης εποχής. Εσείς τι βλέπετε όταν θέλετε να νιώσετε ήρεμη, χαρούμενη, ασφαλής;
Αυτό που με ηρεμεί είναι να βλέπω κάτι καινούριο, κάτι που δεν έχω ξαναδεί. Οταν νιώθω αγωνία, άγχος, δεν με καταπραΰνει η κλασική μυθοπλασία, με ηρεμεί το ν’ ανακαλύπτω κάτι νέο, αυτό μου δίνει ελπίδα. Ακόμα καλύτερα αν είναι κάτι σύγχρονο. Οπως και με τα τραγούδια, ένα τραγούδι από το παρελθόν μπορεί να με μελαγχολήσει, μ’ ένα τραγούδι που δεν ξέρω μπορεί να έχω κέφια για μια βδομάδα. Αυτό με κάνει να νιώθω ασφαλής, κάτι καινούριο. Αυτό που με καθησυχάζει είναι η έκπληξη.