Συνέντευξη

Περικλής Χούρσογλου: Το Αριστοτέλειο, η Σαλονίκη και ο μπαμπάς μου

στα 10

Ο βετεράνος σκηνοθέτης και επί 20ετία σχεδόν καθηγητής του τμήματος Κινηματογράφου του ΑΠΘ ξαναπαίρνει,14 χρόνια μετά τον «Διαχειριστή», τη θέση του πίσω από τον φακό με την βιωματική «Εξέλιξη».

Περικλής Χούρσογλου: Το Αριστοτέλειο, η Σαλονίκη και ο μπαμπάς μου

Oλες οι ταινίες του Περικλή Χούρσογλου, με πιο χαρακτηριστική την πρώτη του, τον «Λευτέρη Δημακόπουλο», ενέχουν βιώματα προσωπικά, όπως εξάλλου κάθε δημιουργού με κινηματογραφική ταυτότητα. Η νέα του ταινία «Εξέλιξη» που προβάλλεται ήδη στις αίθουσες, ωστόσο, που ξεδιπλώνει την βόλτα ενός καθηγητή σκηνοθεσίας με τον πατέρα του στους διαδρόμους μέσα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στους δρόμους απ’ έξω, την ημέρα της ακαδημαϊκής προαγωγής του, είναι σίγουρα η περισσότερο αυτοβιογραφική.

Το Flix συνάντησε τον σκηνοθέτη για μια κουβέντα ταιριαστά και εξίσου προσωπική.

Θυμηθείτε ακόμη: Περικλής Χούρσογλου από τα γυρίσματα της «Εξέλιξης»: «Διδάσκοντας γίνομαι καλύτερος σκηνοθέτης και σκηνοθετώντας καλύτερος καθηγητής»

εξέλιξη Βασίλης Κολοβός και Αλέξανδρος Λογοθέτης στην «Εξέλιξη»

Πρόκειται για την πιο προσωπική ταινία της φιλμογραφίας σας. Γιατί όμως αυτό το καθαρά βιωματικό, και γιατί τώρα;

Oλοι έχουμε έναν μπαμπά. Oπως μού έγραψε κάποιος, η ταινία είναι τόσο βιωματική δική μου, με πολλά όμικρον στο τόσο, όσο βιωματική είναι και όλων.

Ποια είναι η σχέση σας με την Θεσσαλονίκη; Υπάρχει κάποια καταγωγή;

Οχι, κατάγομαι από Αθήνα. Ηθελα όμως να φύγω από το σπίτι στα 17, οπότε έβαλα στο λύκειο πρώτη επιλογή σχολή Θεσσαλονίκης, και μπήκα στο Μαθηματικό εκεί.

Και οι Θεσσαλονικείς συγγενείς που αναφέρονται στην ταινία;

Ο θείος Κόκος είναι υπαρκτό πρόσωπο, αν και έμενε στην Αθήνα, στη Νέα Ιωνία. Πριν όμως φθάσει στην Αθήνα, η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί για λίγα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, και μετά κατέβηκε εδώ. Κυριακίδης το επώνυμο, από της μητέρας μου την πλευρά.

Και ο πατέρας σας;

Ο μπαμπάς, ο Χούρσογλου, καταγόταν από την Μερσίνα. Οταν ο ελληνικός στρατός μπήκε στη Μικρά Ασία το 1918, ο πατέρας του, ο παππούς μου δηλαδή, είχε μόλις χάσει τη γυναίκα του, τη γιαγιά μου, πολύ νέα, 20 χρονών, από τύφο. Κι επειδή έμεινε μόνος στη Μερσίνα και ταξίδευε συχνά ως πλασιέ, ως αντιπρόσωπος μια γαλλικής εταιρείας, αποφάσισε να πάρει το μωρό, τον μπαμπά μου, και να πάνε στη Σμύρνη, γιατί εκεί έμενε ένα μεγάλο κομμάτι του σογιού. Θείοι, θείες, ανίψια, να φροντίσουν τον μικρό Ιορδάνη. Κι έτσι η Καταστροφή βρήκε τον πατέρα μου στη Σμύρνη. Κι αυτή η ιστορία που μπήκε στο πλοίο κι έχασε το ένα παπούτσι, με την ξαδέλφη, είναι αυθεντική, δική του.

εξέλιξη Σκηνή από την «Εξέλιξη»

Πως έγινε η στροφή από το Μαθηματικό στο σινεμά;

Ετυχε να συγκατοικήσω, όταν πήγα Θεσσαλονίκη, σε ένα σπίτι που είχε τρία δωμάτια με λουτρό και μια κουζίνα. Ο ένας συγκάτοικος ήταν ο Αλέξανδρος Μουμτζής [κριτικός κινηματογράφου και συγγραφέας, εκδότης του περιοδικού «Οθόνη»]. Εγώ είχα την πετριά, όταν τελειώσω το Μαθηματικό, να πάω στο Θέατρο Τέχνης. Μάλιστα είχα συναντήσει τον Κουν και τού είπα πως θέλω να συμμετέχω ως παρατηρητής. Μού λέει παρατηρητές δεν έχουμε, αλλά αν θέλεις να σπουδάσεις έλα. Πήγα λοιπόν στη Θεσσαλονίκη έχοντας στο μυαλό μου το θέατρο. Εκεί γνώρισα τον Μουμτζή κι αυτός… σάρωσε τα πάντα. Υπήρχε σχολή Σταυράκου στη Θεσσαλονίκη, παράρτημα, που είχε όμως μόλις κλείσει, το 1973. Κι έτσι στα μέσα του δεύτερου έτους, κι αφού είχα περάσει όλα τα μαθήματα του πρώτου, αιτήθηκα να γυρίσω στην Αθήνα να συνεχίσω εκεί, και με δεχθήκανε. Συνέχισα, κι άρχισα να σπουδάζω και σινεμά στη Σταυράκου.

Κι από σπουδαστής κινηματογράφου φθάσατε χρόνια μετά να τον διδάσκετε…

Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2003, όταν συμμετείχα με τα «Μάτια από Νύχτα», εξήγγειλε ο Βενιζέλος το τμήμα κινηματογράφου. Και το καλοκαίρι του 2004 έκανα τα χαρτιά μου για την προκήρυξη, με δέχθηκαν, κι έτσι ξεκίνησα να διδάσκω. Σταμάτησα φέτος, στις 31 Αυγούστου, στα 67 μου.

Σταματήσατε, δηλαδή, και τα ταξίδια με το τρένο, που έχουν θέση σχεδόν πρωταγωνιστική και στο φιλμ…

Πηγαινοερχόμουν στη Θεσσαλονίκη για 19 χρόνια με αυτή την αμαξοστοιχία. Άλλοι συνάδελφοι έκλειναν αεροπορικά από την αρχή της χρονιάς, μαζεμένα, για πιο οικονομικά, αλλά για μένα δεν είχε νόημα, η διαδικασία του αεροδρομίου έπαιρνε τις ίδιες ώρες και ήταν ταλαιπωρία. Χώρια που κοιμόμουν στο νυχτερινό δρομολόγιο και έφθανα στη Θεσσαλονίκη κάπως φρέσκος, 7 το πρωί, οπότε είχα τον χρόνο να δουλέψω για το μάθημα στις 9 ή τη 1 το μεσημέρι, ή, το διάστημα 2012 με 2014, να σφουγγαρίζω τη σχολή.

Να σφουγγαρίζετε;

Με την κρίση, το Υπουργείο Παιδείας παρήγγειλε στα ανώτατα ιδρύματα να διώξουνε τους συμβασιούχους. Kαι, από 34 που ήμασταν και διδάσκαμε σινεμά, μείναμε 13, όσοι ήταν μέλη ΔΕΠ, καθηγητές μόνιμοι. Οπότε δουλεύαμε τριπλάσιες ώρες. Επιπλέον, διώξανε και τους συμβασιούχους καθαριστές, ηλεκτρολόγους, συντηρητές, και άλλους. Και για δύο χρόνια, από το 2012, η σχολή έζεχνε. Απλώς ήθελα να δείξω στους φοιτητές πως αν σας αρέσει το σινεμά, προστατέψτε και τη σχολή. Και σφουγγάριζα.

Εξ ου και η σκηνή στις τουαλέτες που οι φοιτητές την πέφτουν στον καθηγητή…

Λογικό. Στο Πολυτεχνείο, σφόδρα πολιτικοποιημένο τότε, όταν κάνανε γιορτές, στις απόκριες ας πούμε, καθαρίζανε τη σχολή, τον χώρο της γιορτής, αλλά βάζανε σημάδια όπου υπήρχαν σκουπίδια ώστε μετά τη γιορτή να τα ξαναβάλουν στην ίδια θέση. Κι αυτό θεωρούταν πολιτική πράξη, να είναι βρώμικη η σχολή, για να τα βλέπει η πολιτεία και να αναλαμβάνει τις ευθύνες της.

Μια φράση που κρατάω, από συζητήσεις στην τάξη, καθώς οι περισσότεροι καθηγητές τότε, επί χούντας, αφιέρωναν το τελευταίο δεκάλεπτο του μαθήματος στην κουβέντα: Να κάνουμε ο, τι καλύτερο μπορούμε για τους γύρω μας, αλλά αθόρυβα. Χωρίς να το διαφημίζουμε.»

Χούρσογλου Από τα γυρίσματα της ταινίας

Ο πατέρας σας πώς αντέδρασε στην επιλογή σας να αφήσετε το Μαθηματικό για να ασχοληθείτε με το σινεμά;

Tο λες γιατί δεν μπορείς να τελειώσεις το Μαθηματικό, μού είπε. Διάβαζα βέβαια, είχα περάσει τα 10 από τα 13 μαθήματα που χρωστούσα. Αλλά τού είπα πως όντως δεν μπορώ, δεν το τελειώνω.

Αρα δεν πήρατε ποτέ το πτυχίο;

Για να γίνω μέλος ΔΕΠ, μού λέει ο τότε πρόεδρος, το 2007, χρειάζεσαι διδακτορικό, πτυχίο τριτοβάθμιας, κοίτα να το πάρεις έστω δι΄αλληλογραφίας. 30 χρόνια μετά, λοιπόν, διάβασα, με βοήθησε η φοιτήτρια ενός παλιού μου συμφοιτητή με τα SOS, πέρασα εκείνα τα τρία μαθήματα και το πήρα.

Γιατί ο Βασίλης Κολοβός ως πατέρας; Έχει κάποια φυσιογνωμική ομοιότητα με τον δικό σας; Και γιατί Αλέξανδρος Λογοθέτης ως alter ego σας;

Από το 2012 που ξεκίνησε αυτό το σχέδιο, είχα ήδη κατά νου τον Βασίλη Κολοβό. Δεν ξέρω, ίσως γιατί μου μετέδιδε αυτό το παλιακό, μιας φιγούρας από τη δεκαετία του’ 60, με το τραχύ του πρόσωπο. Τον είχα θαυμάσει και στο «Εργοστάσιο» του Τάσου Ψαρρά, στον ρόλο του απεγνωσμένου βιοτέχνη. Τον Αλέξανδρο Λογοθέτη τον ήξερα από το 1992 που ήταν δευτεροετής στο Δραματικό του Εθνικού, την χρονιά που είχα γνωρίσει και την Μαρία Σκουλά, εκείνη πρωτοετής τότε, και στη συνέχεια πρωταγωνίστρια στον «Λευτέρη Δημακόπουλο». Ο Αλέξανδρος, παρότι έχει κάνει πολύ θέατρο, θεωρώ πως ξέρει πολύ καλά την κινηματογραφική ερμηνεία, έχει μια φοβερή φυσικότητα στο παίξιμο. Υπήρξε στο μεταξύ μια σκέψη να παίξουν γιο και πατέρα ο Αλέξανδρος με τον δικό του πατέρα. Αλλά για κάποιο λόγο ο Ηλίας Λογοθέτης δεν ήθελε. Κι έτσι ξαναπρότεινα τον ρόλο στον Βασίλη Κολοβό, και δέχθηκε.

εξέλιξη

Ποιες θεωρείτε τις μεγαλύτερες επιρροές σας στο σινεμά;

Τρεις ταινίες, θα έλεγα. Η μία ταινία ήταν ακριβώς πριν μπω στο πανεπιστήμιο, το «Μπλόου Απ» του Αντονιόνι, που είχα δει με μια φίλη, δύο χρόνια μικρότερη. Στο σχολείο τότε είχα έναν καθηγητή γαλλικών, τον Παλυβό, λάτρη του Γκοντάρ, μας είχε πάει μάλιστα σινεμά να δούμε το Γουικέντ, μας το ανέλυε μετά, αν και λίγα πράγματα καταλαβαίναμε, και μας μίλαγε επίσης πολύ συχνά για το θέατρο του παραλόγου. Εκανα λοιπόν μια ανάλυση στη φίλη μου αφού είδαμε το «Μπλόου Απ», για τη σχέση της ταινίας με το θέατρο του παραλόγου.

Να υποθέσουμε πως πήγε καλά αυτό;

Έσκισα! Ήμασταν πέντε χρόνια μαζί.

Οι άλλες δύο;

Τη δεύτερη την είδα στο θέατρο Αμαλία στη Θεσσαλονίκη, που μια φορά την εβδομάδα τότε πρόβαλλε μια καλή ταινία. Ηταν η «Αναπαράσταση» του 
Αγγελόπουλου, προβολή με ασφαλίτες απ’ έξω, ελέω χούντας. Την επόμενη χρονιά άλλη μια ταινία, το «Χιροσίμα Αγάπη μου» του Ρενέ, που το είδα με έναν φίλο μου στο Ριβολί. Θυμάμαι ήμουν τόσο εντυπωσιασμένος που στην επιστροφή μας από το κέντρο της Θεσσαλονίκης, ποδαράτο μέχρι τις Σαράντα Εκκλησιές που μέναμε, δεν είπαμε κουβέντα.

Και ο Φελίνι, στον οποίο έχετε απανωτές αναφορές στην «Εξέλιξη»;

Ο Φελίνι στην αρχή δε με είχε συγκινήσει τόσο πολύ, μέχρι που είδα το «8 ½», όταν σπούδαζα στη Σταυράκου. Εκεί έπαθα το σοκ. Ο Μπέργκμαν μού άρεσε πολύ, ο Κουροσάβα το ίδιο, εξ ου και η αναφορά στο «Ραν». Επίσης ο Λοουτς, ο Ταβερνιέ αργότερα, με τα πολεμικά του δράματα, ο Μάικ Λι...

Χούρσογλου Από τα γυρίσματα της ταινίας

Είναι ταινίες και δημιουργοί που έχετε χρησιμοποιήσει και στη διδασκαλία;

Φυσικά, αλλά όχι αμέσως. Ξέρετε, τα περισσότερα από τα παιδιά που μπαίνουν στη σχολή τα τελευταία χρόνια νομίζουν πως το σινεμά ξεκινάει από τα 1990. Οπότε νομίζω πως καλό είναι να αρχίζεις με κάτι που να αναγνωρίζουν, σημερινούς σκηνοθέτες και φιλμ, για να μπορείς στη συνέχεια να πηγαίνεις προς τα πίσω, προς το κλασικό. Δεν έχει νόημα να ξεκινάς κατευθείαν με το αριστούργημα, το μουσειακό, το ασπρόμαυρο, που υποπτεύεσαι πως θα το βαρεθούν. Το παλιό θα το καταλάβουν καλύτερα αν κινηθείς προς τη μεριά του με αφετηρία πράγματα του κόσμου τους, του σημερινού. Άλλωστε υπάρχει και το πληροφοριακό κομμάτι που είναι ελλιπές και χρειάζεται γέμισμα. Θυμάμαι, ας πούμε, μια σπουδάστρια που σήκωσε το χέρι αφού είδαμε τους «Έρωτες Μιας Ξανθιάς» του Φόρμαν, κι ενώ τους εξηγούσα για την Ανοιξη της Πράγας, να με ρωτήσει γιατί να φοράνε παλτά αφού είναι άνοιξη; Ή έναν άλλον που, αφού είδαμε το «Χάπι Ντέι» του Βούλγαρη, είχε απορία τί είναι η Μακρόνησος κι αν είναι κοντά στη Χαλκιδική. Οπότε ο ρόλος σου ως διαμεσολαβητή γίνεται όλο και πιο καίριος. Όμως η σχέση είναι αμφίδρομη. Κι εμείς, οι παλιοί, μαθαίνουμε πάρα πολλά πράγματα από τους μαθητές και προσαρμοζόμαστε ανάλογα στη διδασκαλία.

Στην εποχή του κινητού που νοείται πλέον και ως κινηματογραφική κάμερα, ποια πιστεύετε πως είναι τα συν και ποια τα πλην αυτής της ευκολίας;

Καταρχάς, τα παιδιά μπαίνουν στο τμήμα ξέροντας ήδη πέντε πράγματα για το μοντάζ και το μιξάζ. Μετά, υπάρχει και η βολικότητα στην άσκηση, που τους τη δίνεις και την έχουν έτοιμη σε λίγες ώρες. Θυμάμαι ασκήσεις που έχω δώσει έτσι, να δουλέψουν με το κινητό και το φως, με καλύτερα αποτελέσματα από επίσημες σπουδαστικές τους εργασίες με προβολείς. Από την άλλη, εξαιτίας αυτής ακριβώς της ευκολίας, νομίζω πως τα παιδιά σκέφτονται λιγότερο πάνω στο υλικό τους. Κι εκεί μπαίνει ο ρόλος του διαμεσολαβητή που λέγαμε, της παρότρυνσης στο να μάθουν να σκέφτονται. Το ίδιο ισχύει και για το διαδίκτυο. Στο πάτημα ενός πλήκτρου έχεις τη Μέριλ Στριπ να μιλάει για το Actors Studio, ας πούμε. Η γνώση είναι άμεσα προσβάσιμη. Λείπει όμως το πάθος, κι αυτό είναι που θέλει πυροδότηση και καλλιέργεια.

Εσείς, από τα σχολικά ή σπουδαστικά σας χρόνια, έχετε να θυμάστε κάτι που θα λέγατε πως σας καθόρισε; Κάποια συμπεριφορά, ένα ήθος, μια συμβουλή…;

Τρίτη γυμνασίου, μας έφεραν από τη Γαλλία έναν μαθηματικό, τον Ομς. Στο πρώτο κιόλας μάθημα, μας έδωσε θέματα να γράψουμε, διαγώνισμα, κι έφυγε από την τάξη. Αντιγράψαμε όλοι φυσικά, και την άλλη μέρα 18-20, 18-20. Στο δίμηνο, τα ίδια. Σε λίγους μήνες όμως συνειδητοποιήσαμε οι ίδιοι πόσο ξεφτίλα ήταν η αντιγραφή, και σταματήσαμε. Κάποιοι συμμαθητές λέγαν πως δε μάθανε μαθηματικά από τον Ομς. Εγώ όμως τον είχα πάντα δίπλα μου στα άλλα μαθήματα, νοερά. Και μια φράση που κρατάω, από συζητήσεις στην τάξη, καθώς οι περισσότεροι καθηγητές τότε, επί χούντας, αφιέρωναν το τελευταίο δεκάλεπτο του μαθήματος στην κουβέντα: Να κάνουμε ο, τι καλύτερο μπορούμε για τους γύρω μας, αλλά αθόρυβα. Χωρίς να το διαφημίζουμε.

Η «Εξέλιξη» του Περικλή Χούρσογλου προβάλλεται ήδη στις ελληνικές αίθουσες.