«Αυτή δεν είναι μια ταινία για τις επιθέσεις στις 22 Ιουλίου. Είναι μια ταινία για όλα όσα έγιναν μετά.»
Ο Πολ Γκρίνγκρας εμφανίζεται μπροστά στους δημοσιογράφους, λίγες μόνο ώρες μετά την πρώτη πρώτη προβολή στο Φεστιβάλ Βενετίας του «22 July», της δικής του εκδοχής πάνω στις τρομοκρατικές επιθέσεις που έγιναν στη Νορβηγία, στο Οσλο και στο νησί Ουτόγια, το 2011 από έναν εξτρεμιστή ακροδεξιό και κόστισαν τη ζωή σε 77 ανθρώπους, οι περισσότεροι παιδιά σε καλοκαιρινή κατασκήνωση.
Η στάση του σκηνοθέτη του «Bloody Sunday», του «United 93» και τριών φιλμ από τη σειρά του «Bourne» είναι καθαρά αμυντική. Η ταινία δεν αρέσει, αλλά περισσότερο κι από αυτό, οι περισσότεροι έχουν πρόβλημα με την επιλογή του Πολ Γκρίνγκρας η ταινία να μοιράζεται ανάμεσα σε δύο «ήρωες»: από τη μία έναν έφηβο που έχει πυροβοληθεί στην Ουτόγια και προσπαθεί να επιβιώσει μετά το χτύπημα και από την άλλη τον τρομοκράτη στη διαδρομή του προς την πολύκροτη δίκη που τον έστειλε για 21 χρόνια στη φυλακή.
Εξι μήνες πριν έχει προηγηθεί ακόμη μια ταινία πάνω στο ίδιο θέμα, το «Utoya, 22 July» του Ερικ Πόπε που συμμετείχε στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Εκεί δεν εμφανιζόταν ποτέ ο δράστης, αφού όλη η ταινία - αμφιλεγόμενη και εκείνη ως προς το μελοδραματικό της βαθος - είναι η επίθεση γυρισμένη σε ένα μονοπλάνο από την οπτική πλευρά.
«Ηθελα να μιλήσω για όλα όσα έγιναν μετά την επίθεση, γιατί αυτό μου φάνηκε ότι ήταν το σημαντικό σε μια ιστορία που αφηγείσαι σήμερα, επτά χρόνια μετά το τραγικό γεγονός. Με ενδιέφεραν διαφορετικά πράγματα τα οποία το ένα κατά κάποιο τρόπο σχολιάζει το άλλο. Αυτό συμβαίνει και με τους δύο ήρωες. Και οι δυο μαζί ολοκληρώνουν την εικόνα. Ο καθένας μόνος του είναι μόνο η μία πλευρά της ιστορίας», συνεχίζει ο Γκρίνγκρας, έτοιμος για να δεχθεί κι άλλες «επιθετικές» ερωτήσεις, όπως το «μήπως είναι νωρίς για να μιλήσει κανείς για μια τραγωδία που έχει συμβεί μόλις επτά χρόνια;».
«Κατηγορούμε πάντα τις ταινίες, αλλά ξεχνάμε πως έχουν γραφτεί αναλύσεις παντού για το γεγονός από τη μέρα που συνέβη. Εχουν γυριστεί αμέτρητα ντοκιμαντέρ, αμέτρητα βιβλία, ταινίες στο ιντερνετ, άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες, ήδη μια ταινία και μια μίνι - σειρά που ξέρουμε ότι γυρίζεται αυτήν την εποχή. Οπότε τι; Ολη αυτή η ανάλυση είναι για καλό ή για κακό; Νομίζω πως είναι καλό και επίσης είναι αναπόφευκτο όταν συμβαίνει κάτι τόσο σημαντικό και πρέπει να το επεξεργαστείς σε μια σύγχρονη δημοκρατική κουλτούρα. Το θέμα δεν είναι πόσα γράφονται ή πόσες ταινίες γίνονται, αλλά ο τρόπος που γίνονται. Αν έχουν σεβαστεί τους ανθρώπους που εμπλέκονται σε αυτήν την τραγωδία και έχουν δει τα γεγονότα με την αξιοπρέπεια που τους αρμόζει. Αν έχουν ενεργήσει, με τη συμβουλή ή και τη σύμφωνη γνώμη των θυμάτων... Από κει και πέρα όλα κρίνονται. Η ύπαρξη τόσων αναλύσεων - γραπτών, κινηματογραφικών κλπ - είναι σύμπτωμα μια υγιούς κοινωνίας.»
«Εσείς ως δημοσιογράφοι δεν σκέφτεστε ποτέ δεύτερη φορά αν θα γράψετε ένα άρθρο για έναν τρομοκράτη, όπως ο Μπρέβικ. Εύκολα όμως δημιουργείτε ένα κλίμα εναντίον μιας ταινίας που κάνει ακριβώς το ίδιο. Η ταινία είναι εδώ για να κριθεί. Και, όπως είπε κάποιος πολύ εύστοχα, ειδικά στην Νορβηγία θα υπάρχουν τόσες απόψεις για την ταινία όσοι είναι όλοι οι Νορβηγοί. Στο επίπεδο της διαδικασίας και του τρόπου με τον οποίο έγινε η ταινία είμαι απόλυτα σίγουρος ότι κάναμε αυτήν την ταινία με απόλυτο σεβασμό, ζητήσαμε άδειες από όλους τους εμπλεκόμενους από πριν και συμβουλευόμασταν συνεχώς καθόλη τη διάρκεια της παραγωγής της ανθρώπους και ομάδες γύρω από τα γεγονότα. Αυτό δεν τους κάνει υπεύθυνους για το τελικό αποτέλεσμα, ούτε προϋποθέτει ότι το εγκρίνουν έτσι κι αλλιώς. Η ταινία όμως έγινε με καλή καρδιά. Και δεν είναι σωστό αν δημιουργείται ένα κλίμα εναντίον της. Αυτό είναι κάτι που στρέφεται εναντίον του πολιτισμού. Ο πολιτισμός απαιτεί χώρο όπου ο κόσμος μπορεί να εκφραστεί.»
Η μεγάλη κατηγορία για την ταινία είναι μία και ο Πολ Γκρίνγκρας τη γνωρίζει. Στην ταινία του δίνει βήμα στον ακροδεξιό, τρομοκράτη, δολοφόνο Αντερς Μπέρινγκ Μπρέβικ να επαναλάβει τις «θέσεις» του σε ένα δωρεάν κινηματογραφικό μάθημα μίσους για αφελείς θεατές - διαβάστε γιατί στη γνώμη του Flix για την ταινία εδώ.
«Πιστεύω ότι δεν μπορείς να εξερευνήσεις το τι ακριβώς συνέβη στη Νορβηγία, αν δεν εξερευνήσεις τον Μπρέβικ. Η εικόνα είναι ανολοκλήρωτη χωρίς αυτόν. Αν δεν τον δείξεις, δεν καταλαβαίνω πως μπορείς να αφηγηθείς την ιστορία σωστά. Πιστεύω ακράδαντα ότι πρέπει κάποια στιγμή να φτάσουμε στο σημείο να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτές τις ιδέες. Κάνουμε το πρόβλημα μεγαλύτερο αν υποκρινόμαστε ότι αυτές οι ιδέες δεν υπάρχουν και ότι δεν στηρίζονται από πολλούς. Γιατί αυτό γίνεται στην Ευρώπη σήμερα. Είναι υγιές να μην βλέπουμε που μπορούν να μας οδηγήσουν; Και το πιο σημαντικό είναι ότι βλέπουμε πως αυτές οι ιδέες νικήθηκαν. Και γι' αυτό πιστεύω πως η ταινία είναι μια αναγκαία ιστορία που πρέπει να ειπωθεί.»
Πιστεύω ακράδαντα ότι πρέπει κάποια στιγμή να φτάσουμε στο σημείο να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτές τις ιδέες. Κάνουμε το πρόβλημα μεγαλύτερο αν υποκρινόμαστε ότι αυτές οι ιδέες δεν υπάρχουν και ότι δεν στηρίζονται από πολλούς. Γιατί αυτό γίνεται στην Ευρώπη σήμερα. Είναι υγιές να μην βλέπουμε που μπορούν να μας οδηγήσουν; Και το πιο σημαντικό είναι ότι βλέπουμε πως αυτές οι ιδέες νικήθηκαν. Και γι' αυτό πιστεύω πως η ταινία είναι μια αναγκαία ιστορία που πρέπει να ειπωθεί.»
Ενα άλλο θέμα που ο Γκρίνγκρας έπρεπε να αντιμετωπίσει ήταν το θέμα των σκηνών της επίθεσης στην αρχή της ταινίας. Ενας Νορβηγός (και άρα διπλά ευαίσθητος ως προς το θέμα) δημοσιογράφος τις θεώρησε «υπερβολικά βίαιες». Ο Γκρίνγκρας έχει αντίθετη άποψη.
«Μου φαίνεται παράξενο που θεωρείτε τις σκηνές της επίθεσης βίαιες. Θα έλεγα ότι είναι μάλλον, εκτός από πολύ λίγες, και πολύ μετρημένες. Πήραμε άδεια από τον αληθινό έφηβο που πυροβολήθηκε για να δείξουμε τη στιγμή της δικής του επίθεσης και συζητήσαμε πολύ - αναμέσα σε άλλους και με οργανώσεις οικογενειακής προστασίας - για το πώς θα έπρεπε να δείξουμε τη βία. Υπάρχουν πάντα δύο πλευρές. Η μια λέει να μην δείξεις τη βία καθόλου και η άλλη πως, αν τη δείξεις, δεν πρέπει να την ωραιοποιήσεις ή να την αμβλύνεις τόσο ώστε να μοιάζει ανώδυνη. Αν κάναμε κάτι τέτοιο, θα ήταν ασέβεια προς όσους έχασαν δικούς τους ανθρώπους ή υπήρξαν οι ίδιοι επιζώντες της επίθεσης. Είναι άδικο να λέμε ότι η βία είναι τόσο έντονη στην ταινία. Προσπαθήσαμε να σεβαστούμε όλες τις παραμέτρους και γι' αυτό επιλέξαμε λίγες στιγμές που δίνουν όμως το στίγμα της επίθεσης. Η επίθεση ήταν βίαιη. Είναι ασέβεια να τη δείξεις αλλιώς.»
Γυρισμένο στα αγγλικά, το «22 July» είναι ερμηνευμένο, ωστόσο, από ένα αποκλειστικά νορβηγικό καστ. Εδώ ο Γκρίνγκρας μιλάει για την επιλογή του να είναι αυτή μια ταινία που θα αφορά περισσότερες χώρες, εκτός Νορβηγίας.
«Σκέφτηκα φυσικά να το γύριζα όλο στα νορβηγικά. Αλλά πραγματικά δεν γνωρίζω ούτε λέξη. Δεν θα μπορούσα να καταλάβω τι λένε στο γύρισμα και είναι πολύ δύσκολο να σκηνοθετήσεις αν δεν καταλαβαίνεις. Και επιπλέον, ήμουν σίγουρος από την αρχή πως, ενώ η ταινία μιλάει για το συγκεκριμένο γεγονός που συνέβη στους συγκεκριμένους ανθρώπους στη Νορβηγία, είναι μια ιστορία που θα μπορούσε να συμβεί οπουδήποτε στη Δύση. Είναι μια ιστορία για το που βρισκόμαστε και που πηγαίνουμε. Και, άρα, ένιωθα ότι ήταν η καλύτερη λύση να δουλέψω μόνο με Νορβηγούς ηθοποιούς και συνεργείο από τη χώρα, αλλά να εκμεταλλευτώ το γεγονός ότι η κοινωνία στη Νορβηγία είναι δίγλωσση. Ολοι στήριξαν αυτήν την απόφαση. Δεν είναι μια νορβηγική ταινία για το κοινό της Νορβηγίας. Είναι μια ταινία που αποδίδει σεβασμό στη Νορβηγία και αν ακούσουμε προσεκτικά μας μαθαίνει τρόπους για να είμαστε προετοιμασμένοι για το μέλλον.»
Δείτε εδώ ένα μικρό ντοκιμαντέρ για τα γυρίσματα της ταινίας στη Νορβηγία:
Το «22 July» του Πολ Γκρίνγκρας προβάλλεται ήδη στο Netflix και με ελληνικούς υπότιτλους.