Συνέντευξη

Πάμπλο Τζιορτζέλι: «Υπάρχει μοναξιά, αλλά υπάρχει και η πιθανότητα της αναγέννησης…»

στα 10

Ο σκηνοθέτης της αργεντίνικης ταινίας «Οι Ακακίες» μιλά για το βραβείο του στις Κάννες, την εσωτερική σύγκρουση, την εναλλακτική οικογένεια και τις απώλειες της Κρίσης.

Πάμπλο Τζιορτζέλι: «Υπάρχει μοναξιά, αλλά υπάρχει και η πιθανότητα της αναγέννησης…»

Ο Πάμπλο Τζιορτζέλι και οι «Ακακίες» του ήταν μια από τις μεγάλες φεστιβαλικές εκπλήξεις της περασμένης χρονιάς. Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία ενός σκηνοθέτη που μέχρι τα 44 του χρόνια ήταν μοντέρ. Η Χρυσή Κάμερα του Φεστιβάλ Καννών κι ο γύρος του κόσμου στα σημαντικότερα φεστιβάλ.

Κι από την άλλη πλευρά, μια ταινία μικρή, εσωτερική, συγκινητική, με έντονη σκηνοθετική ματιά και ταυτόχρονα μια ευαισθησία που σε κάνει να νομίζεις ότι παρακολουθείς αδιάκριτα μια προσωπική ιστορία.

Ο Αργεντίνος σκηνοθέτης μας εξήγησε πώς προέκυψε η ταινία, τι σήμαινε για τον ίδιο και γιατί νιώθει ενθουσιασμο και αγωνία για την προβολή της στην Ελλάδα.

«Οι Ακακίες» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σας κι αμέσως αναδείχθηκε σε μεγάλη κριτική επιτυχία. Χρειαστήκατε χρόνο για να ωριμάσει μέσα σας η ιδέα και να πραγματοποιηθεί τόσο ολοκληρωμένα;

Πρώτα απ’ όλα, νομίζω ότι η ταινία μου δεν είναι καθόλου τέλεια. Σήμερα θα έκοβα, για παράδειγμα, αρκετές σκηνές… Ωστόσο πρέπει να πω ότι δουλέψαμε πολύ καιρό για να βρούμε την ιδανική, όσο είναι δυνατόν, φόρμα γι’ αυτήν την ιστορία.

Νιώθω ότι αυτή τη φορά, γι’ αυτήν την ταινία, αξιοποίησα όσο χρόνο χρειαζόμουν για να ωριμάσει μέσα μου η ιδέα που είχα. Προχωρούσα χωρίς βιασύνη, ανάλογα με τις ανάγκες μου σε κάθε στάδιο. Χρειάστηκαν σχεδόν δυο χρόνια για να γραφτεί το σενάριο, περίπου ενάμισης χρόνος για να δω και να βρω τους ηθοποιούς μου και, μετά απ’ αυτό, το γύρισμα ήταν η πιο σύντομη διαδικασία: πήρε μόλις 5 εβδομάδες. Και, στο τέλος, μας χρειάστηκαν επτά μήνες για το μοντάς και περίπου τρεις για τον ήχο και την εργαστηριακή επεξεργασία για να έχουμε την πρώτη κόπια μόλις λίγες βδομάδες πριν τις Κάννες, όπου και η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά με κοινό. Οπότε ολόκληρη η δημιουργία της ταινίας, από την πρώτη ιδέα στην τελική κόπια κράτησε 5 χρόνια.

Μπορεί τα πέντε χρόνια να μοιάζουν πολύς καιρός για να κάνεις μια ταινία αλλά εγώ δεν το πιστεύω, για την ακρίβεια αυτά τα 5 χρόνια πέρασαν πολύ γρήγορα. Ηταν ακριβώς ο χρόνος που χρειαζόμουν για να ωριμάζει σωστά το κάθε στάδιο. Η γενική ιδέα ήταν να μη βιαζόμαστε, να μην πιέζουμε τα αποτελέσματα, να δουλεύουμε το κάθε στάδιο μέχρι να αισθανθώ ότι έχουμε αυτό που θέλουμε. Και για μένα αυτός ο τρόπος δουλειάς ήταν ο κατάλληλος, γιατί μπόρεσα να κινηθώ με ελευθερία. Αυτός ο τρόπος, βέβαια, δε συμφέρει οικονομικά, μια και πρέπει να κάνω άλλα πράγματα για να ζήσω… Για παράδειγμα έχω ένα μπαρ στο κέντρο του Μπουένος Αϊρες, εδώ και 11 χρόνια, μαζί με άλλους σκηνοθέτες – συνεταίρους… Και το μπαρ δουλεύει πολύ καλά, μας έχει ξεπεράσει στην πραγματικότητα!

Πώς σας βοήθησε η δουλειά σας ως μοντέρ, στη σκηνοθεσία της ταινίας;

Το μοντάζ είναι η διαδικασία που απολαμβάνω περισσότερο απ’ όλες. Είναι η περίοδος της μεγαλύτερης οικειότητας με το υλικό, εκεί όπου ανακαλύπτεις ‘τη δική σου ταινία’, μπορείς επιτέλους να τη δεις να τρέχει μπροστά στα μάτια σου, γίνεται κάτι το οριστικό και τίποτε άλλο. Κι επίσης, κάποιες φορές, μπορεί να συναντήσεις κάτι πολύ απογοητευτικό για το οποίο δεν υπάρχει γιατρειά.

Εμαθα να κάνω ταινίες όντας μοντέρ, παρότι δεν έχω μοντάρει πολλές ταινίες, μόνο 4 μεγάλου μήκους, αλλά νομίζω ότι στο μοντάζ έμαθα πραγματικά πώς λειτουργεί η κινηματογραφική γλώσσα και, μέσα από τις ταινίες που μόνταρα, γνώρισα και τη δική μου φωνή. Απλώς, μέσα μου, ποτέ δεν αισθάνθηκα εντελώς ότι είμαι μοντέρ. Πάντα ένιωθα σκηνοθέτης, παρότι η πρώτη μου ταινία ήρθε τώρα που είμαι 44 χρόνων, κάτι που εκπλήσσει ακόμα και μένα, πάντα νόμιζα ότι θα την είχα κάνει πολύ νωρίτερα…

Οι «Ακακίες» είναι ένα road movie. Ηταν συνειδητή η απόφασή σας να κάνετε ταινία είδους; Ποια ήταν η έμπνευσή σας για το σενάριο;

Ποτέ δε σκέφτηκα τις «Ακακίες» ως ταινία είδους. Νομίζω ότι τελικά ποτέ δεν αντιμετώπισα την ταινία ως road movie. Παρότι είναι μια κλασική ιστορία, κάτι σα σύγχρονο γουέστερν… Μ’ ενδιέφερε να αφηγηθώ τη σύγκρουση αυτού του άντρα, τη σύγκρουσή του με την πατρότητα, ήθελα να μιλήσω για το τι συμβαίνει μέσα του… να επικεντρωθώ στη στενή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ αυτού του φορτηγατζή και κι αυτής της γυναίκας με το μωρό της.

Στην αρχή δε μου ήταν τόσο ξεκάθαρο το πώς έπρεπε να γυρίσω την ταινία αλλά όταν άρχισα να το σκέφτομαι, προέκυψε η σκέψη του να κρατώ την κάμερα συνέχεια κοντά τους, από την οπτική των ηρώων, να παρατηρώ το ταξίδι μέσα από τα δικά τους μάτια. Βλέπουμε αυτό που βλέπουν οι ήρωες, μέσα από το παρμπρίζ και τους μεγάλους καθρέφτες του φορτηγού.

Οφείλω να ομολογήσω ότι στην αρχή φοβόμουν λίγο να γυρίσω ολόκληρη την ταινία έτσι. Συνάδελφοι μού έλεγαν, ‘είσαι σίγουρος; Δεν θα έχεις καθόλου εξωτερικά;’ Αλλά σιγά-σιγά ερωτευόμουν αυτήν την ιδέα κι έπεισα τον εαυτό μου ότι το να κάνω όλο το γύρισμα από το εσωτερικό του φορτηγού θα έδινε στην ταινία μια ιδιαίτερη ταυτότητα. Και τελικά αποφάσισα ν’ ακολουθήσω αυτήν τη σκέψη, μια απλή αλλά δυνατή ιδέα που προσπαθεί ν’ αποτυπώσει την ίδια αίσθηση που αναζητούσα και στην ιστορία: εκείνοι, οι ήρωες, είναι το σημαντικό, η εσωτερική σύγκρουση αυτού του άντρα με τον εαυτό του, αυτό είναι που ήθελα να πω.

Νομίζω ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα, ως σκηνοθέτη αυτή τη φορά, ήταν ν’ αντισταθώ στους πειρασμού, να διατηρήσω μια αυστηρότητα ως το τέλος. Είναι πολύ εύκολο να υποπέσεις στον πειρασμό, θέλεις να τραβήξεις χίλια πράγματα την κάθε στιγμή… τα σύνορα μεταξύ Παραγουάης και Αργεντινής, για παράδειγμα, αξίζουν για να κάνεις μια ολόκληρη ταινία!

Πώς επιλέξατε τους ηθοποιούς σας; Πώς ήταν η συνεργασία με μια ερασιτέχνη πρωταγωνίστρια και μ’ ένα μωρό που καταφέρατε να απεικονίσετε τόσο εκφραστικά;

Το σενάριο ήδη ήταν τρομερά λεπτομερές, περιέγραφε την κάθε σκηνή, τι συνέβαινε και πώς. Ακόμα και οι σκηνές χωρίς διάλογο ήταν γραμμένες με κάθε λεπτομέρεια, οι δράσεις, οι διαθέσεις. Η τελική ταινία είναι πολύ κοντά στο σενάριο. Και με το σενάριο στο χέρι, ξεκίνησα να αναζητώ τους ηθοποιούς. Ηταν σημαντικό για μένα να μην κάνω λάθος κάστινγκ, γιατί η ταινία βασίζεται στους ήρωες. Και, όπως σε κάθε στάδιο, δε βιάστηκα να καταλήξω, η αναζήτηση κράτησε πολύ.

Για την περίπτωση του Ρουμπέν, στην αρχή έβλεπα πραγματικούς οδηγούς φορτηγών, σχεδόν για ένα χρόνο. Είδα πολλούς αλλά στο τέλος κανένας δε μου φαινόταν ότι λειτουργούσε. Νομίζω ότι αυτό είχε σχέση με το ότι ήθελα ν’ αποφύγω τον αυτοσχεδιασμό, ν’ ακολουθήσω τον τρόπο κάποιου άλλου… Εγώ ήθελα ν’ ακολουθήσουμε το σενάριο και ο Ρουμπέν να είναι όπως τον είχα φανταστεί.

Επειτα αποφάσισα να κάνω κάστινγκ ηθοποιών κι εκεί εμφανίστηκε, ευτυχώς, ο Χερμάν ντε Σίλβα! Για μένα ήταν πολύ εύκολο να δουλέψω μαζί του. Ο Χερμάν κατάλαβε γρήγορα το πνεύμα του Ρουμπέν και ειδικά τον τόνο που ήθελα να έχει η ταινία: την ιδέα του να μην υπογραμμίσεις τίποτα, να μην προβάλεις κάτι, να μην υποκρίνεσαι υπερβολικά. Η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση για τη δουλειά του ήρθε στο τέλος ενός γυρίσματος, όταν κάποιος με ρώτησε αν είναι ηθοποιός ή πραγματικός φορτηγατζής.

Η δική της περίπτωση και το πώς κατέληξε να είναι η Γιακίντα, ήταν λίγο πιο παράξενη, γιατί η Εμπε Ντουάρτε ήταν βοηθός του διευθυντή κάστινγκ που είχαμε στην Παραγουάη. Αφότου περάσαμε αρκετούς μήνες ψάχνοντας και βλέποντας γυναίκες στην Ασουνσιόν ντελ Παραγκουάι (η αρχική μου ιδέα ήταν επίσης να δουλέψω με μια απλή γυναίκα, όχι ηθοποιό), αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε την Εμπε γιατί έμμοιαζε τόσο τέλεια όσο η Γιακίντα κι ήταν εκπληκτική. Η Εμπε δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός, δουλεύει σε άλλο κομάτι της παραγωγής κι αυτή ήταν η πρώτη της φορά, αλλά πρέπει να πω ότι έχει ένα τεράστιο πηγαίο ταλέντο, διαισθητικό, και εξαιρετικά εξελιγμένη συναισθηματική νοημοσύνη. Κι όπως ο Χερμάν, έτσι κι η Εμπε κατάλαβε αμέσως ποια ήταν η ηρωίδα της, η Γιακίντα και της προσέδωσε και πολλά χαρακτηριστικά της Παραγουαϊνής εθνικότητάς της που εμπλούτισαν κατά πολύ την ηρωίδα. Κι όταν, τελικά, έγινε η συνάντηση της Εμπε με το μωρό, το κοριτσάκι, το αποτέλεσμα ήταν μαγικό! Εμοιαζαν με πραγματικές μητέρα και κόρη κι ακόμα και σήμερα, όταν βλέπω την ταινία, δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν είναι μαζί στην πραγματική τους ζωή.

Οσο για το μωρό, τη Νάιρα, τι μπορώ να πω… ήταν ένα θαύμα! Εμφανίστηκε μόλις ένα μήνα πριν το γύρισμα και ήδη από το κάστινγκ κατάλαβα ότι ήταν ξεχωριστή. Με κοίταζε στα μάτια χωρίς φόβο, κι ένιωθα ότι ήταν ένα ιδιαίτερο παιδάκι. Νομίζω ότι η δική μας εξυπνάδα ήταν η απόφαση στο γύρισμα ν’ ακολουθούμε το μωρό, να περιμένουμε τους δικούς της χρόνους, να έχουμε υπομονή, ποτέ να μην πιέζουμε για τίποτα. Και το άλλο βασικό στοιχείο ήταν ότι δε χρησιμοποιήσαμε μόνο τη Νάιρα, είχαμε δύο μωρά… και μια κούκλα.

Οι τρεις ήρωες της ταινίας σχηματίζουν μια εναλλακτική οικογένεια. Η σχέση τους έχει έναν ευάλωτο χαρακτήρα, μια ευαισθησία που δεν μπορεί παρά να έχει προσωπικές σας σκέψεις ως αφετηρία. Πόσο προσωπική είναι η ταινία, τι είναι αυτό που θέλατε να μοιραστείτε με το κοινό;

Η ταινία προήλθε από μια περίοδο προσωπικής κρίσης, μια στιγμή μοναξιάς και αγωνίας όπου η ζωή μου κατέρρευσε μετά την ασθένεια του πατέρα μου, χώρισα με τη σύντροφό μου και, ταυτόχρονα, ήμουν άνεργος για ένα χρόνο, μέσα στον οποίο κόντεψα να χάσω το σπίτι μου στο πλαίσιο της μεγάλης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που βιώσαμε στην Αργεντινή το 2001, όλα συνέβησαν ταυτόχρονα κι αυτό μου έπεσε πολύ. Ηταν μια στιγμή αγωνίας και μοναξιάς που με ώθησε στην απομόνωση αλλά και στο ν’ αναλογιστώ τι είδους ζωή ήθελα. Ομως δεν είχα καταλάβει ότι η ταινία προήλθε από αυτήν την κρίση, μέχρι πολύ αργότερα, όταν είχα πια την τελική βερσιόν του σεναρίου. Στην αρχή, τα πράγματα ήταν πιο διαισθητικά, σα μια παρόρμηση, μια ανάγκη. Η ανάγκη να μιλήσω για τη μοναξιά, για τον πόνο και για τα συναισθηματα της απώλειας που ένιωθα εκείνη την εποχή.

Και νομίζω ότι η ταινία μιλάει για όλα αυτά: τη μοναξιά, την πατρότητα, τη δυσκολία στην επικοινωνία με τους άλλους, αλλά κι την πιθανότητα της αναγέννησης, που βρίσκεται μέσα στον καθένα μας. Νομίζω ότι το ταξίδι του Ρουμπέν, του φορτηγατζή στις «Ακακίες», είναι ένα ταξίδι που τον μεταμορφώνει, από την αρχική του μοναξιά στο ν’ ανοίξει, σταδιακά, την καρδιά του, λιγάκι, προς τους άλλους και το εσωτερικό ταξίδι που κάνει ο Ρουμπέν μοιάζει πολύ με το δικό μου εσωτερικό ταξίδι, αυτό που έκανα τα προηγούμενα δέκα χρόνια.

Πιστεύετε ότι η ταινία αυτή είναι συνδεδεμένη με την ταυτότητα της Αργεντινής; Πόσο κοντά βρίσκεται στη νοοτροπία και την ψυχή της χώρας;

Νομίζω ότι η ταινία μου είναι μια εντελώς τοπική ιστορία. Οι λεπτομέρειες που βλέπετε στην ταινία είναι τοπικές, οι ήρωες, οι άνθρωποι της ταινίας, οι συνήθειες, η φύση, τα βενζινάδικα, όλα είναι τόσο λατινοαμερικανικά, όλα αντικατοπτρίζουν την Αργεντινή, ή την Παραγουάη. Αλλά ταυτόχρονα, η ιστορία που αφηγούνται οι «Ακακίες», είναι μια παγκόσμια ιστορία, και νομίζω ότι αυτός είναι ένας από τους λόγους της επιτυχίας της ταινίας. Νομίζω ότι οφείλεται στο ότι το νόημά της είναι βαθειά ανθρώπινο. Κι εν τέλει, οι «Ακακίες» είναι μια ιστορία αγάπης…

Η ταινία είχε μια υπέροχη υποδοχή κι έκανε ένα τεράστιο ταξίδι σ’ όλον τον κόσμο, πουλήθηκε και σε αρκετές χώρες. Το βραβείο της Χρυσής Κάμερας στο Φεστιβάλ Καννών του 2011 έπαιξε μεγάλο ρόλο, ειδικά στη διεθνή «περιοδεία» της ταινίας και σ’ όλα αυτά τα μέρη όπου προβλήθηκε οι αντιδράσεις ήταν και θετικές και πολύ παρεμφερείς. Κατά βάση όλοι έλεγαν ότι η ταινία τους συγκίνησε.

Σκέφτομαι την προβολή στην Ελλάδα με αγωνία και ενθουσιασμό. Ηταν ανέκαθεν σημαντικό για μένα να προβάλλεται εμπορικά η ταινία. Τα φεστιβάλ είναι υπέροχα και σπουδαία, κατά κάποιο τρόπο είναι ο φυσικός χώρος για ταινίες σαν τη δική μου. Αλλά για μένα είναι επίσης πολύ σημαντικό να βγει η ταινία στις αίθουσες, ώστε το κοινό να έχει την ευκαιρία να τη δει. Αν με ρωτήσετε, η δική μου επιθυμία είναι να κάνω ταινίες που και να μπορούν να τις δουν οι θεατές και να πηγαίνουν στα φεστιβάλ.

φωτογραφίες Constant Anne

Οι «Ακακίες» του Πάμπλο Τζιορτζέλι προβάλλονται αποκλειστικά στον Μικρόκοσμο από την Πέμπτη 22 Μαρτίου.