Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να φτάσει αυτή η ταινία μπροστά στο κοινό της, από το 2003 όταν γράφτηκε το πρώτο draft του σεναρίου, αλλά για τον Μάρτιν Ντόνοβαν το «Collaborator», δείχνει να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από vanity project.
H ιστορία ενός κάποτε διάσημου θεατρικού συγγραφέα, σε επαγγελματική και προσωπική κρίση που βρίσκεται όμηρος στο σπίτι της μητέρας του, στο έλεος του προβληματικού, αντικοινωνικού γείτονά του, έχει όλα τα σημάδια μιας ανεξάρτητης ταινίας κι όλη τη δύναμη ενός βαθιά προσωπικού στοιχήματος. Το φιλμ έκανε την πρεμιέρα του στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι κι ο Μάρτιν Ντόνοβαν, ήταν εδώ για να το παρουσιάσει. Και να μιλήσει στο flix.
«Ας μιλήσουμε για πακέτα λιτότητας» είναι οι πρώτες λέξεις που μου λέει o Μάρτιν Ντόνοβαν όταν του συστήνομαι και ακούει τη λέξη Ελλάδα. «Σε ποιον ανήκει ο τελικά κόσμος, σε μας ή στους τραπεζίτες;» με ρωτά αν κι εκείνος θα έπρεπε να ξέρει καλύτερα, όχι μόνο γιατί δουλεύει χρόνια στο ανεξάρτητο σινεμά, αλλά διότι η πορεία της ταινίας του «Collaborator» από την ιδέα μέχρι το φιλμ ήταν μια διαδικασία που κράτησε κάμποσα επίπονα χρόνια.
«Ασφαλώς κι ο κόσμος ανήκε πάντα στους τραπεζίτες» συμφωνεί, «αλλά τα πράγματα δείχνουν να έχουν πάρει μια άγρια τροπή τα τελευταία χρόνια. Μοιάζουν σαν να έχουν βγάλει τα γκλομπ και να μας χτυπούν στο κεφάλι ενώ παίρνουν τα χρήματά μας. Παλιότερα χαμογελούσαν τουλάχιστον όσο το έκαναν. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες για αυτά είμαι στ αλήθεια εξοργισμένος. Κι όχι μόνο για την συμπεριφορά των τραπεζών, αλλά και για τα συνδικάτα, για τον τρόπο που ξεπουλάνε τους εργάτες και συνεργάζονται με τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις. Νομίζω ότι αν κάτι μπορεί να σώσει τον κόσμο είναι μια αληθινή δημοκρατία και πραγματικά ανεξάρτητα, λαϊκά κινήματα».
Η πολίτικη του άποψη, η μαχητική του στάση, είναι απόλυτα ειλικρινής. Δεν προορίζεται μονο για τα ευήκοα αυτιά ενός δημοσιογράφου του οποίου η χώρα είναι στο χείλος του γκρεμού. Η ταινία του είναι εξίσου μαχητική, εκφράζοντας σκληρές απόψεις εναντίον του πατριωτισμού και των πρόσφατων πολέμων των ΗΠΑ που πιθανότατα δεν θα φέρουν καινούριους φίλους στη συντηρητική πλευρά της Αμερικής. Νομίζω ότι υπάρχουν πια περισσότεροι άνθρωποι πρόθυμοι ν ακούσουν αυτά που θέλω να πω. Υπάρχουν σημάδια που μου δείχνουν ότι βρίσκομαι στη σωστή κατεύθυνση. Οπως κάτι που συνέβη σε μια πρόσφατη προβολή του φιλμ στο Λος Αντζελες. Στο κοινό ήταν ένας βετεράνος του Βιετνάμ κι ένας βιετναμέζος κινηματογραφιστής. Και οι δυο εκτίμησαν το φιλμ κάτι που σημαίνει πως οι απόψεις μου δεν μοιάζουν πια τόσο ακραίες, πως υπάρχει χώρος για διάλογο».
Οι απόψεις του προφανώς ήταν πάντα εκεί, αλλά τι ήταν αυτό που τον έκανε να αποφασίσει να τις ενσωματώσει σε μια ταινία; «Μου πήρε όλη μου τη ζωή να γίνω σεναριογράφος ή να ξεκινήσω να γράψω. Πολλές φορές ακούω συγγραφείς να λένε ότι ξεκίνησαν να γράφουν επειδή δεν σταματούσαν να μιλούν και οι φίλοι τους άρχισαν να τους αποφεύγουν. Δεν έχουν άδικο. Ενιωθα ότι έπρεπε να βγάλω την οργή μου προς τα έξω με έναν πιο δημιουργικό τρόπο εκτός από το να πρήζω τους φίλους μου. Κάπως έτσι ξεκίνησε αυτή η ταινία».
«Το πιο δύσκολο πράγμα ήταν να βρω τα χρήματα, αλλά είχα την τύχη να έχω στο πλάι μου, να ξέρω προσωπικά για πολλά χρόνια τον Τεντ Χόουπ, έναν από τους πιο αξιόλογους Αμερικάνους παραγωγούς που έχει στόχο του πάντα να βοηθήσει τους σκηνοθέτες να κάνουν την ταινία που θέλουν κι όχι την ταινία που απαιτεί η αγορά θέλει ο ίδιος. Καταλαβαίνει τους Καλλιτέχνες, αλλά την ίδια στιγμή, ξέρει πολύ καλά το κομμάτι της αγοράς, και νομίζω ότι όλοι όσοι δουλεύουν στο σινεμά πρέπει να αντιλαμβάνονται πως δουλεύει το σύστημα. Αν θες να κάνεις κινηματογράφο, αν ψάχνεις χρήματα για μια ταινία, οφείλεις να είσαι ρεαλιστής».
Οσο για την εμπειρία του να βρίσκεται πίσω από την κάμερα, να είναι ο βασικός υπεύθυνος για το τελικό αποτέλεσμα μιας συνολικής δουλείας, παραδέχεται πως ήταν κάτι που δεν ήταν όσο εύκολο περίμενε. «Στην αρχή ήταν αληθινά τρομακτικό. Είχα τον χρόνο να προετοιμαστώ, προσπάθησα να είμαι όσο πιο έτοιμος μπορούσα, αλλά ακόμη κι έτσι, τις πρώτες μέρες των γυρισμάτων υπήρχαν στιγμές που ήμουν πραγματικά τρομοκρατημένος. Η μοντέρ μου η Κάρεν Πόρτερ, ερχόταν τις πρώτες μέρες και με συμβούλευε τι θα έπρεπε να κάνω. Καταλάβαινα ότι ίσως είχε δίκιο, αλλά παρ ότι αναγνώριζα την απειρία μου, ήξερα ότι μόνο αυτό το πλάνο ήθελα. Δυο άντρες καθισμένους σε έναν καναπέ. Δεν χρειαζόμουν μια διαφορετική λήψη, δεν ήθελα να δοκιμάσω μια άλλη γωνία. Νομίζω ότι αυτό που ένοιωθα, είναι κάτι που ισχύει για όλα όσα δοκιμάζουμε να κάνουμε: ένα μείγμα πίστης και τρόμου. Αυτή δεν είναι η πραγματική φύση της ίδιας της ζωής άλλωστε»
Οσο για το αν σκοπεύει να συνεχίσει να δουλεύει σαν σκηνοθέτης, αν έχει κάποια άλλα σχέδια στο μυαλό του φοβάται «πως αυτό είναι κάτι που θα αποφασίσουν οι τραπεζίτες. Εκεί καταλήγουν όλα, έτσι δεν είναι; Εχω αρκετές ιδέες και ναι θέλω να συνεχίσω να σκηνοθετώ. Ξέρω ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που θέλω να πω, αλλά χρειάζομαι λίγο χρόνο για να αποφασίσω ποια θα είναι αυτά και με ποιον τρόπο θα τα προσεγγίζω»
Ανάμεσα στα θέματα που άγγιξε στο «Collaborator», είναι κι αυτό της φήμης και της διασημότητας, κάτι που από την κανονική του επαγγελματική ζωή, ως ηθοποιός, προφανώς ο Μαρτιν Ντόνοβαν γνωρίζει καλά. «Ποτέ δεν ήμουν στ' αλήθεια τόσο διάσημος ώστε η φήμη μου να καταλήγει προβληματική, αλλά έχω δουλέψει με ανθρώπους που ήταν, ξέρω πως ο μηχανισμός της φήμης λειτουργεί, είχα την ευκαιρία να τον παρατηρήσω, ευτυχώς από μια απόσταση. Δυστυχώς η ο αμερικάνικος πολιτισμός στις μέρες μας κυριαρχείται από την pop culture, και την λατρεία της διασημότητας. Αυτό είναι το ενδιαφέρον των περισσότερων Αμερικάνων, εκεί τελειώνει η καλλιτεχνική τους εκπαίδευση»
Μιλώντας για την υπερβολική φήμη, την καταπιεστική διασημότητα, έρχεται στο μυαλό ένας από τους αληθινά διάσημους ανθρώπους που έχει δουλέψει -τουλάχιστον αληθινά διάσημους στην Ελλάδα. Ο Σάκης Ρουβάς με τον οποίο συμπρωταγωνίστησε «Duress». Με ρωτά αν η ταινία «βγήκε ποτέ στις αίθουσες της Ελλάδας. Ο Σάκης ήταν αξιαγάπητος. Περάσαμε θαυμάσια στα γυρίσματα. Αν τον δεις, πες του χαιρετισμούς» μου λέει.
Κι επειδή οι πιθανότητες να τον δω δεν είναι τόσες πολλές, Σάκη, αν το διαβάζεις αυτό, χαιρετισμούς από τον Μάρτιν Ντόνοβαν.
Δείτε επίσης: μια συνέντευξη του Μάρτιν Ντόνοβαν στο site του φεστιβάλ, ένα κλιπ από την ταινία στο βίντεο που ακολουθεί και στο gallery, φωτογραφίες από το φιλμ και την επίσκεψη των συντελεστών στο φεστιβάλ.